Του Δρα Αντώνη Στ. Στυλιανού
Κατά την επέτειο των δυο χρόνων από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής ανακοίνωσαν, με λίγες μέρες διαφορά, νέα πακέτα κυρώσεων κατά της Ρωσίας, επιτείνοντας τις υπάρχουσες κυρώσεις που έχουν μέχρι σήμερα επιβληθεί. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει μέχρι στιγμής επιβάλει 13 πακέτα κυρώσεων, ενώ, συνολικά, από την απαρχή του πολέμου στις 24 Φεβρουαρίου 2022, η Ευρωπαϊκή Ένωση, οι ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Αυστραλία, ο Καναδάς και η Ιαπωνία έχουν επιβάλει κυρώσεις σε πέραν των 16,500 ρωσικών οντοτήτων. Οι κυρώσεις περιλαμβάνουν την δέσμευση κεφαλαίων συναλλάγματος ύψους 350 δισεκατομμυρίων δολαρίων, ενώ το 70% περίπου των περουσιακών στοιχείων ρωσικών τραπεζών στο εξωτερικό έχουν επίσης παγώσει.
Στις 23 Φεβρουαρίου 2024, η Ευρωπαϊκή Ένωση ανακοίνωσε το 13ο πακέτο κυρώσεων κατά της Ρωσίας. Στο σύνολό τους, οι κυρώσεις μέχρι στιγμής, στοχεύουν 2000 άτομα και 500 οντότητες. Στον τομέα της ναυτιλίας, υπενθυμίζεται το κλείσιμο των ευρωπαϊκών λιμανιών σε ολόκληρο τον εμπορικό στόλο της Ρωσίας με περισσότερα από 2,800 πλοία, με συγκεκριμένες εξαιρέσεις όμως. Το νέο πακέτο κυρώσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης περιλαμβάνει μέτρα τα οποία στοχεύουν στον περαιτέρω περιορισμό της πρόσβασης της Ρωσίας σε στρατιωτικές τεχνολογίες και στην καταχώρηση νέων εταιρειών και προσώπων στην λίστα κυρώσεων. Οι νέες καταχωρήσεις στοχοποιούν σε μεγαλύτερο βαθμό τον στρατιωτικό και αμυντικό τομέα της Ρωσίας, με ιδιαίτερη έμφαση, λόγω και της διαδεδομένης χρήσης τους στο πεδίο των μαχών, τεχνολογιών που αφορούν στα μη επανδρωμένα αεροσκάφη, ενώ προστίθεται το Ηνωμένο Βασίλειο στην λίστα των χωρών που εφαρμόζουν περιοριστικά μέτρα για τις εισαγωγές σιδήρου και χάλυβα.
Από πλευράς της, η Ουάσιγκτον επέβαλε επιπρόσθετες κυρώσεις, με την πλέον αξιοσημείωτη να αφορά τον κορυφαίο όμιλο δεξαμενοπλοίων Sovcomflot με στόχο την μείωση των εσόδων της Ρωσίας από τις πωλήσεις πετρελαίου, ενώ ανακοινώθηκαν, επιπρόσθετα, κυρώσεις κατά 500 νέων οντοτήτων.
Η Δύση έχει προσπαθήσει να στοχεύσει την ροή των χρημάτων προς τη Ρωσία, την ίδια στιγμή που με στοχευμένες κυρώσεις έχει απαγορεύσει τις εξαγωγές τεχνολογίας που θα μπορούσε να χρησιμοποίηση η Ρωσία για την κατασκευή όπλων, την εισαγωγή χρυσού και διαμαντιών από τη Ρωσία, την επιβολή κυρώσεων σε Ρώσους ολιγάρχες που συνδέονται με το Κρεμλίνο και αυστηρούς περιορισμούς στην εξαγωγή ρωσικού πετρελαίου και φυσικού αερίου. Αν και προφανώς οι κυρώσεις έχουν αντίκτυπο στη ρωσική οικονομία, ο αντίκτυπος αυτός δεν είναι εκείνος που ενδεχομένως να ανέμενε η Δύση, αφού η Ρωσία συνεχίζει με την εξεύρεση νέων αγορών και παράκαμψη κάποιων εκ των κυρώσεων. Αναφέρεται σχετικά ότι, σύμφωνα με ανεξάρτητες πηγές, η Ρωσία συνεχίζει να εξάγει περί των 8.3 εκατομμυρίων βαρελιών πετρελαίου την ημέρα, έχοντας αυξήσει την προμήθεια σε πετρέλαιο σε Ινδία και Κίνα, ενώ συνεχίζει να εισάγει αρκετά από τα δυτικά προϊόντα που αποτελούν μέρος των κυρώσεων μέσω φίλια προσκείμενων χωρών, όπως είναι η Γεωργία και το Καζακστάν. Παράλληλα, ενώ, σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η οικονομία της Ρωσίας συρρικνώθηκε τον πρώτο χρόνο του πολέμου κατά 2.1%, το 2023 αυξήθηκε κατά 2.2% και για το 2024, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, εκτιμά ότι θα υπάρξει περαιτέρω αύξηση ύψους 1.1%.