Κυρ, Απρ 28, 2024

Η ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΗ ΚΑΙ Ο ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΕΛΕΗΜΟΝΑΣ

Η ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΗ ΚΑΙ Ο ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΕΛΕΗΜΟΝΑΣ

Παρέκβασιν αναγκαίαν ποιούμεν αγαπητέ αναγνώστη δια να διηγηθούμεν ιστορίαν που ανήγγειλεν ο άγιος Ιωάννης εις τους μπιστικούς του δια να τους δώσει να καταλάβουν το μεγάλον της φιλανθρωπίας και της ελεημοσύνης κέρδος. Την ιστορίαν αυτήν την εδιηγήθηκεν ο Πατριάρχης εις την περίστασιν εκείνην που εσκανδαλίστηκαν οι οικονόμοι του , όταν έρχονταν οι προσφυγούδες της Συρίας καλοντυμένες και μες τα κοσμήματα στολισμένες και εδιακονούσαν βοήθειαν δια να ζήσουσιν εις την προφυγιάν.

Έλεγεν τους ο Ιωάννης : Ήταν μια νύχτα της Αμαθούντος με λίγην θαλάσσιαν δροσιάν και κρυφοπυράν και σαν εκοιμούμουν ήσυχος είδα μπροστάα μου καθαρά μιαν κορασιάν εστολισμένην και όμορφην με πρόσωπον ακτινοβολών περισσότερον
και από του ηλίου την δόξαν. Είχεν στεφάνιν στα μαλλιά με της ελιάς τα φύλλα και τα κλαδιά ήταν καμωμένον. Κάποιος μου άγγιξεν εις το πλευρόν και εξύπνησα. Ήταν η κόρη που έβλεπα εις τον ύπνον μου. Αληθινή και φωτεινή σαν την εθώρουν και
στον ύπνον μου. Εσκέφτηκα, εσυλλογίστηκα: μήπως είναι κόρη, είναι όραμα, είναι του Χριστού σημαίο ή είσαι του μισόκαλου μεγάλον πλανευτήριον; Λέγω της: κόρη, ποια είσαι, πόθεν έρχεσαι και ποια είναι η αφεντιά σου; Και μες το αρχοντικό μας το
τριμάνταλο, το σφιχταμπαρωμένο ήντα γευρεύεις κόρη μου; Δεν εφοβήθεις; Δεν εντράπηκες να έλθεις μέσα εδώ να με ενοχλήσεις τέτοιαν ώραν;

Μέσα στο φως σαν ήταν, με εκοίταξεν και με χαράν και χαμόγελον ιλαρόν λέγει μου τα παρακάτω λόγια: «Εγώ είμαι κόρη παστρική, του βασιλιά γενιά. Πρωτόθρονη και πρωτοθυγατέρα του, κόρη του πολλοτιμημένη». Ευθύς εγονάτισα δια να την προσκυνήσω, να της αποδώσω την πρέπουσαν τιμή. Μου εξαναμίλησεν: «Αν με έχεις εις τον βίον σου σύντροφον και παραστάτην πολλά θα σε φιλέψω. Στο βασιλιά θεννά σε πάρω κι ευθύς θα σε αγαπήσει, θα σ’ έχει φίλον του καλόν περίτου
από βεζύρην. Αγάπην έχει μου περισσήν, μεγάλην παρρησίαν απόκτησα τόσους χρόνους κοντά του. Εγώ περισσά εμίλησα για την αγάπην των πλασμάτων. Για το χατήριν μου εκατέβηκεν στην γην άνθρωπος να σώσει τους ανθρώπους, τα παιδιά
του.

Χωρίς καιρό να χάσω εσηκώστηκα και εκίνησα μες το σκοτάδι δια την εκκλησία. Εγκλυκοχάραξε και ξάφνου μπροστά μου εσυνάντησα άνδρα γυμνό, ημιθανή, τρέμοντα από το ψύχος. Πολύ τον ελυθήθηκε η καρδιά μου. Εγονάτισα σιμά του, τον εσκέπασα με το καλόν μου πανωφόριν. Άρχισεν σιγά-σιγά να συνεφέρνει και να με ευγνωμονεί με τα μικρά κουρασμένα του μάτια.

Ακολούθησα τον δρόμον μου κρυώνοντας ολίγον. Προτού να φθάσω εις τον ναόν, μπροστά μου εφάνηκε άνδρας μες τα λευκά ντυμένος. Ένα πουγκίν ολόπλουμον και ολόγιομον χρυσά μου έδωσε. Κωνσταντινάτα, νομίσματα της Ρωμανίας πλουμιστά. Ευχαρίστως τα εδέχτηκα μα μέχρι να φτάσω στο πέρα στενό άλλαξα γνώμη και εσκέφτηκα να επιστρέψω να του τα δώσω πίσω, αφού χρεία δεν τα είχα. Μα άφαντος έγινε ο άνθρωπος που ήταν μες τα λευκά ντυμένος. Τότε ήταν που
εκατάλαβα πως όραμα από τον Θεό αξιώθηκα ο ελεεινός εγώ να δω και δώρον Του μες τα χέρια μου να κρατώ ξημέρωμα μες τα στενά της Αμαθούντας.

Από τότε έτυχεν μου πολλές φορές να λάβω δώρον, παροχήν εκατονταπλασίονα της ελεημοσύνης που έδιδα εις τους φτωχούς, εις ορφανόν, εις χήραν και εις άλλον του Θεού πλάσμαν. Πολλές φορές ο Θεός ετήραν την υπόσχεσιν
του να μου δίδει ανταπόδοσιν πολλαπλάσιαν των όσων εγώ ο αμαρτωλός εχορήγουν ως δωρεάν και ως βοήθειαν.

 

Listen Live