Παρ, Νοε 22, 2024

Σαν σήμερα: 10 Δεκεμβρίου - Ο Σεφέρης παίρνει ένα βραβείο που δύο τεράστιοι λογοτέχνες αρνήθηκαν

Σαν σήμερα: 10 Δεκεμβρίου - Ο Σεφέρης παίρνει ένα βραβείο που δύο τεράστιοι λογοτέχνες αρνήθηκαν

Στις 10 Δεκεμβρίου 1963 απονέμεται στο Γιώργο Σεφέρη το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Την επόμενη χρονιά, την ίδια ημερομηνία, ένας τεράστιος της παγκόσμιας λογοτεχνίας το αρνείται. Ο Ζαν Πολ Σαρτρ είναι ένας από τους δύο λογοτέχνες στην ιστορία που γύρισαν την πλάτη τους στην τιμή αυτή. Ο άλλος είναι ο Μπορίς Πάστερνακ.

Ο τεράστιος Ζαν Πολ Σαρτρ δεν χρειάζεται συστάσεις, θα έπαιρνε πολύ περισσότερο από ένα απλό κείμενο εξάλλου για να εξηγήσουμε τη σημασία του έργου του αλλά και της προσωπικότητάς του και τη συμβολή του στη διαμόρφωση της σύγχρονης φιλοσοφικής σκέψης.

Στις αρχές του 1964 ο Σαρτρ μαθαίνει ότι είναι ανάμεσα στους υποψήφιους για το βραβείο λογοτεχνίας. Ο ίδιος έγραψε μια επιστολή στη Σουηδική Ακαδημία, με την οποία ενημερώνει ότι θέλει να αποσυρθεί άμεσα το όνομά του από τις υποψηφιότητες.

Η Ακαδημία τον αγνοεί όχι επειδή τον σνομπάρει, αλλά επειδή είναι στον κανονισμό της να μην μπορεί να κάνει οποιαδήποτε διαβούλευση με τους υποψήφιους. Ο Σαρτρ από την πλευρά του δεν το ξέρει, σιγά μην ασχολιόταν με τους κανονισμούς μιας Ακαδημίας της οποίας τη βράβευση δεν επιθυμούσε καν.

Στις 22 Οκτωβρίου ανακοινώνεται τελικά ότι ο Σαρτρ τιμάται με το Νόμπελ Λογοτεχνίας, για το έργο του που ήταν «πλούσιο σε ιδέες, με πνεύμα ελευθερίας και αναζήτηση της αλήθειας». Ο ίδιος αρνήθηκε να το παραλάβει, επικαλούμενος προσωπικούς και αντικειμενικούς λόγους σε μια δήλωση που έκανε στο σουηδικό Τύπο.

Ο ίδιος είπε ότι η απόφασή του δεν ήταν μια «παρορμητική κίνηση». Ήταν πάγια τακτική του, εξάλλου, να αρνείται όλες τις επίσημες τιμές. Ήταν μια παλιά απόφαση.

Το 1939, ο Σαρτρ κατετάγη στο γαλλικό στρατό ως μετεωρολόγος και συνελήφθη από τα γερμανικά στρατεύματα το 1940. Πέρασε εννέα μήνες ως αιχμάλωτος πολέμου και το 1945, όταν του προσφέρθηκε η ύψιστη τιμή, το παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής, αρνήθηκε.

Με την αποδοχή οποιουδήποτε βραβείου, ο Σαρτρ, θεωρούσε ότι θα συνέδεε το όνομά του, με το όργανο ή τον οργανισμό που θα τον τιμούσε. Είχε την πάγια πεποίθηση ότι οι ανταλλαγή ιδεών πρέπει να γίνεται μεταξύ ανθρώπων, χωρίς την παρέμβαση των θεσμικών οργάνων.

«Ο συγγραφέας πρέπει να αρνηθεί να μετατρέψει τον εαυτό του σε όργανο, ακόμα κι αν αυτό συμβαίνει κάτω από τις πιο τιμητικές περιστάσεις, όπως στην προκειμένη περίπτωση» είπε στις δηλώσεις του στον Τύπο. «Αυτή η στάση είναι φυσικά, εντελώς δική μου και δεν περιέχει καμία κριτική σε όσους έχει ήδη απονεμηθεί το βραβείο», συμπλήρωσε.

«Αν υπογράφω τώρα ως Ζαν Πολ Σαρτρ δεν θα είναι το ίδιο πράγμα με το να υπογράψω ως ο βραβευμένος με Νόμπελ Ζαν Πολ Σαρτρ», έλεγε όποτε τον ρωτούσαν.

Ένα Νόμπελ για το «Δόκτορ Ζιβάγκο»
Ο Μπορίς Λεονίντοβιτς Πάστερνακ ήταν Ρώσος συγγραφέας, που τον ξέρετε από το μυθιστόρημα Δόκτωρ Ζιβάγκο, το οποίο που εκδόθηκε το 1957 στην Ιταλία. Για το έργο του αυτό βραβεύτηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1958, αλλά το αρνήθηκε για πολιτικούς λόγους.

Ο Πάστερνακ ξεκίνησε τη λογοτεχνική του παραγωγή ως φουτουριστής ποιητής, με την ποιητική συλλογή «Αδελφή μου η ζωή», η οποία ανέτρεψε εκ βάθρων τα έως τότε δεδομένα στη ρωσική λογοτεχνία και επηρέασε όσο λίγα έργα τους σύγχρονους και μεταγενέστερούς του λογοτέχνες.

Στα τέλη της δεκαετίας του '20, ο Πάστερνακ συναισθάνθηκε ότι το μοντερνιστικό στιλ του βρισκόταν σε ασυμφωνία με το δόγμα του Σοσιαλιστικού Ρεαλισμού που εισήγαγε το Κομμουνιστικό Κόμμα. Άρχισε να απολοποιεί το στιλ του για να το κάνει κατανοητό στις μάζες και να το εναρμονίσει με τα ιδανικά της Επανάστασης.

Κατά τη διάρκεια των μεγάλων διωγμών του σταλινικού καθεστώτος στα τέλη της δεκαετίας του 1930, όμως, ο ποιητής απογοητεύτηκε όταν άρχισε να έρχεται αντιμέτωπος με τις αυταπάτες των κομμουνιστικών ιδανικών. Σταμάτησε να γράφει ποίηση και άρχισε να μεταφράζει Σαίξπηρ, Γκαίτε, Ρίλκε και Βερλαίν.

Μερικά χρόνια πριν από την έναρξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, ο Πάστερνακ εγκαταστάθηκε με τη σύζυγό του στο Περεντέλκινο, ένα χωριό μερικά χιλιόμετρα από τη Μόσχα. Εκεί έγραψε το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα «Δόκτωρ Ζιβάγκο».

Το βιβλίο απαγορεύτηκε από το σοβιετικό καθεστώς, μεταφέρθηκε λαθραία στο εξωτερικό και εκδόθηκε στα ιταλικά από τον εκδοτικό οίκο Φελτρινέλλι το 1957.

Προκάλεσε αμέσως αίσθηση και ακολούθησαν εκδόσεις του σε πολλές μη κομμουνιστικές χώρες. Το 1958 και 1959, η αμερικανική έκδοσή του έμεινε για 26 εβδομάδες στην κορυφή της λίστας με τα μπεστ σέλερ των Τάιμς της Νέας Υόρκης. Το βιβλίο του κυκλοφόρησε στις περισσότερες γλώσσες του κόσμου εκτός από τη μητρική του και έγινε ένα από τα πιο δημοφιλή μυθιστορήματα όλων των εποχών. Η δε ταινία με πρωταγωνιστή τον Ομάρ Σαρίφ, το απογείωσε στη σφαίρα του μύθου.

Τελικά, το 1988 το μυθιστόρημα εκδόθηκε και στη Σοβιετική Ένωση.

Το 1958 ο συγγραφέας κέρδισε το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Ενώ αρχικά δήλωσε ενθουσιασμένος, στη συνέχεια, δεχόμενος πιέσεις από το σοβιετικό καθεστώς, αποποιήθηκε το βραβείο «εξαιτίας του νοήματος που απέδωσε στη διάκριση αυτή η κοινωνία στους κόλπους της οποίας ζούσε».

Ακόμη και μετά την άρνηση παραλαβής του βραβείου, το καθεστώς της χώρας του συνέχισε να τον απειλεί με εξορία.

Η «τολμηροτέρα φωνή της μετεπαναστατικής Ρωσίας», ο Μπορίς Πάστερνακ, πέθανε από καρκίνο των πνευμόνων στα 70 του, στις 30 Μαΐου 1960. Χιλιάδες άνθρωποι ταξίδεψαν από τη Μόσχα στο Περεντέλκινο για να παραστούν στην κηδεία του.

Το 1989, το βραβείο παραδόθηκε στο γιο του Πάστερνακ, Γιεβγκένι, σε ειδική τελετή στη Στοκχόλμη.

Ο πρώτος Έλληνας που τιμήθηκε με Νόμπελ
Ο διπλωμάτης και ποιητής Γιώργος Σεφέρης υπήρξε ο πρώτος Έλληνας που τιμήθηκε με Νόμπελ και συγκεκριμένα με το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Στις 10 Δεκεμβρίου 1963, στην τελετή απονομής που έγινε στη Στοκχόλμη, παρέλαβε το επίζηλο βραβείο από τον βασιλιά της Σουηδίας Γουσταύο.

Από τη δεκαετία του ‘50 η ποίηση του Σεφέρη ήταν γνωστή και αναγνωρισμένη στο εξωτερικό. Το 1955 και το 1961 ήταν υποψήφιος για το Νόμπελ. Δύο χρόνια αργότερα, οι φήμες έδιναν κι έπαιρναν στην Αθήνα ότι θα ήταν αυτός ο νικητής. Οι φήμες επιβεβαιώθηκαν το μεσημέρι της 24ης Οκτωβρίου, όταν έφθασε στην Αθήνα το τηλεγράφημα της Σουηδικής Ακαδημίας, που ανήγγειλε τη χαρμόσυνη είδηση.

Ο Σεφέρης είχε κερδίσει το βραβείο «για το υπέροχο λυρικό ύφος του, που είναι εμπνευσμένο από ένα βαθύ αίσθημα για το ελληνικό πολιτιστικό ιδεώδες». Η Σουηδική Ακαδημία είχε ξεπληρώσει ένα χρέος της προς την Ελλάδα, καθώς στο παρελθόν είχε παρακάμψει τις υποψηφιότητες του Νίκου Καζαντζάκη και του Άγγελου Σικελιανού.

Ο Σεφέρης, που ήταν καθηλωμένος στο σπίτι του από μια κρίση έλκους, θα δηλώσει εμφανώς ικανοποιημένος στους εκπροσώπους του Τύπου:

Διαλέγοντας έναν Έλληνα ποιητή για το βραβείο Νομπέλ, νομίζω πως η Σουηδική Ακαδημία θέλησε να εκδηλώσει την αλληλεγγύη της με τη ζωντανή πνευματική Ελλάδα. Εννοώ: αυτή την Ελλάδα για την οποία τόσες γενεές αγωνίστηκαν, προσπαθώντας να κρατήσουν ό,τι ζωντανό από τη μακριά παράδοση της. Νομίζω, ακόμη, ότι η Σουηδική Ακαδημία θέλησε να δείξει πως η σημερινή ανθρωπότητα χρειάζεται και την ποίηση – κάθε λαού – και το ελληνικό πνεύμα.

Η επικράτηση του έλληνα ποιητή δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Η αρμόδια επιτροπή, από τους περίπου 80 υποψηφίους, επέλεξε έξι: τον ιρλανδό θεατρικό συγγραφέα Σάμουελ Μπέκετ, τον αγγλοαμερικανό ποιητή Γ.Χ. Όντεν, τον ιάπωνα συγγραφέα Γιούκιο Μίσιμα, τον χιλιανό ποιητή Πάμπλο Νερούδα, τον δανό συγγραφέα Άξελ Σαντεμόζε και τον Σεφέρη. Με ψηφοφορία, τα μέλη της επιτροπής ξεχώρισαν την τριάδα των Σεφέρη, Νερούδα και Όντεν και ακολούθως με ομοφωνία επέλεξαν να δώσουν το βραβείο στον Γιώργο Σεφέρη.

Listen Live