Ετών 7 εκ Λάρνακος. Εφονεύθη την 14.3.1956 υπό Άγγλων κατά την διάρκειαν μαχητικής διαδηλώσεως.
Ο Δημητράκης Δημητριάδης, ο μικρός ήρωας όπως τον αποκαλεί ο Διγενής, γεννήθηκε στη Λάρνακα το 1949 και ήταν μαθητής της Β’ τάξης του δημοτικού σχολείου όταν τον πυροβόλησε Άγγλος στρατιώτης κατά τη διάρκεια διαδήλωσης.
Γονείς του ήταν η Παρασκευή Δημητριάδου και ο Γιώργος Δημητριάδης.
Είχε ένα αδελφό, τον Ανδρέα, και μια αδελφή.
Οι γονείς του ήταν διαζευγμένοι. Η μητέρα του είχε εγκαταλείψει την Κύπρο και ο μικρός Δημητράκης ζούσε με τη γιαγιά του, την Χρυσταλλού Μιχαήλ Κουτέ, από τα Λειβάδια Λάρνακος που κατοικούσε στην οδό Αισώπου στη Λάρνακα.
Μετά την εξορία του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, του Μητροπολίτη Κυπριανού, του Παπασταύρου Παπαγαθαγγέλου και του Πολύκαρπου Ιωαννίδη, στις 9 Μαρτίου 1956, επικρατούσε στη Λάρνακα, όπως και σε όλη την Κύπρο, μεγάλος αναβρασμός. Οι μαθητές και ο μαθήτριες όλων των σχολείων κατήλθαν σε διαδηλώσεις διαμαρτυρίας. Στις 14 Μαρτίου 1956 τα παιδιά της Αστικής Σχολής Καλογερά, όπου φοιτούσε και ο Δημητράκης, ακολούθησαν μαθητές του Εμπορικού Λυκείου, σε μια μαχητική διαδήλωση. Κινητοποιήθηκαν δυνάμεις ασφαλείας και οι διαδηλωτές κατέφυγαν στην εκκλησία του Αγίου Λαζάρου και άρχισαν να κτυπούν τις καμπάνες. Οι στρατιώτες περικύκλωσαν την εκκλησία και έριχναν δακρυγόνες βόμβες εναντίον των μαθητών που τους λιθοβολούσαν.
Μια ομάδα παιδιών, μεταξύ των οποίων και ο Δημητράκης, κατέφυγαν στην οδό Λέοντος του Σοφού, όπου τους προσπέρασε στρατιωτικό αυτοκίνητο με οπλισμένους στρατιώτες και προχώρησε στην οδό Νικολάου Ρώσου, τώρα Δημητράκη Δημητριάδη. Οι στρατιώτες κατέβηκαν από το αυτοκίνητό τους και ταμπουρώθηκαν πίσω από τον τοίχο της γωνιάς του δρόμου. Τα μεγαλύτερα παιδιά αποχώρησαν φωνάζοντας και στο Δημητράκη να τους ακολουθήσει. Εκείνος όμως εξακολούθησε να λιθοβολεί και ένας από τους στρατιώτες τον σημάδεψε στο κεφάλι. Η σφαίρα πέρασε λίγο πιο πάνω από το δεξί μάτι. Οι μαθητές τον μετέφεραν στο νοσοκομείο, όπου διαπιστώθηκε ο θάνατός του.
Αφήγηση από την θεία του Δημητράκη,Χρυσάνθη Βύρωνος Χαχολιάδη: "Για να εξοικονομήσει «τα προς το ζειν», η γιαγιά επαιτούσε και ο Δημητράκης πωλούσε λουλούδια στους δρόμους και στις γειτονιές. Ήταν παιδί ίλαρο αλλά ριψοκίνδυνο. Θυμάμαι, τον είχα μια μέρα κοντά μου στο σπίτι μου που ήταν κολλητά κτισμένο μα το οίκημα της τράπεζας στην οδό Ζήνωνος Κιτιέως. Πάνω από την τράπεζα καθόταν ο διευθυντής της τράπεζας που είχε κι εκείνος παιδιά. Ο Δημητράκης μας, θέλοντας να παίξει με το γειτονόπουλο του, πέρασε από το μπαλκόνι και περπατώντας τοίχο-τοίχο στο «περεβάζι» πέρασε στο σπίτι πάνω από την τράπεζα. Μαζεύτηκες κόσμος κάτω στο δρόμο και του φώναζαν να γυρίσει πίσω. Πιάστηκε η αναπνοή μου μήπως φοβηθεί, μήπως χάσει τα πόδια του, μήπως προσπαθήσει να γυρίσει να μας δει και πέσει.
Εκείνος ατάραχος προχώρησε μέχρι το σπίτι. Βρήκε τα παράθυρα κλειστά. Ευτυχώς δεν ήταν κανείς μέσα, γιατί αν κάποιος δοκίμαζε να ανοίξει από μέσα ήταν πολύ επικίνδυνο, εφόσον το παιδί δεν είχε να στηριχθεί πουθενά. Γύρισε πίσω αργά-αργά και ατάραχα όπως πήγε, αδιαφορώντας για τον κόσμο που φώναζε.
Αυτό έγινε λίγες μέρες προτού σκοτωθεί.
Μετά την εξορία του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου επικρατούσε αναβρασμός και στη Λάρνακα. Τα παιδιά ξεχύνοντας στους δρόμους κάθε τόσο και προκαλούσαν τους στρατιώτες στήνοντας οδοφράγματα και ρίχνοντας εναντίον τους πέτρες.
Στις 14.3.1956 τα παιδιά του Εμπορικού Λυκείου με επί κεφαλής την ελληνική σημαιά περνούσαν έξω από την Αστική Σχολή Καλογερά, όπου φοιτούσε και ο Δημητράκη μας. Ενώθηκαν με τους μεγάλους και τα παιδάκια του δημοτικού. Κινητοποιήθηκαν όμως και οι δυνάμεις ασφαλείας . Οι διαδηλωτές καταφεύγουν στην εκκλησία του Αγίου Λαζάρου και αρχίζουν να κτυπούν τες καμπάνες και να στήνουν οδοφράγματα. Οι στρατιώτες περικυκλώνουν την περιοχή και ρίχνουν εναντίον των μαθητών δακρυγόνα. Οι μαθητές απαντούν με λιθοβολισμό και προσπαθούν τη σύλληψη.
Μια ομάδα παιδιών, μεταξύ των οποίων και ο Δημητράκης, μπήκαν στην οδό Λέοντος του Σοφού. Εκεί τους προσπέρασε ένα αυτοκίνητο με οπλισμένους στρατιώτες που προχώρησε στην οδό Νικολάου Ρώσσου, τώρα Δημητράκη Δημητριάδη. Οι μαθητές άρχισαν να λιθοβολούν τους στρατιώτες οι οποίοι πήδησαν κάτω από το όχημα τους, όταν αυτό έφτασε στο τέρμα της οδού, και ταμπουρώθηκαν πίσω από τον τοίχο της γωνιάς του δρόμου.
Ένας από τους στρατιώτες σήκωσε το όπλο του και σημάδεψε τους μαθητές. Τον αντελήφθη ο Ανδρέας Κουμίδης και φώναξε τα παιδιά να κρυφτούν. Ο Δημητράκης μας έμεινε στη μέση του δρόμου και συνέχισε τον λιθοβολισμό , όταν ένας από τους στρατιώτες τον σημάδεψε στο κεφαλάκι. Η σφαίρα πέρασε λίγο πιο κάτω από το δεξί μάτι και βγήκε από πίσω, σκορπώντας τα μυαλά του παιδιού μπροστά από το κατάστημα των Αγαθαγγέλου Ονησιφόρου και Υιών.
Όταν οι άλλοι μαθητές είδαν τον Δημητράκη πεσμένο σε μια λίμνη από αίμα , έτρεξαν κοντά του, τον σήκωσαν και τον μεταφέρανε στο νοσοκομείο με το αυτοκίνητο του Ηλίκου Μιχαηλίδη. Εκεί διαπιστώθηκε ο θάνατος του.
Στο μεταξύ κτυπούσαν οι καμπάνες, αναβρασμός, κακό μεγάλο.
Οι Άγγλοι επέτρεψαν να παραστεί στην κηδεία μόνο η αδελφή μας η Ανδρομάχη που είχε αγγλικό διαβατήριο, κανένας άλλος."