Ήτουν ένας φθαρτέμπορος στη Σκάλαν .Εμπέειν μιαν νύχτα μισομέθυστος μες το Μπαρ ας πούμεν της Σοφίας.Λαλεί της.Ξέρω τζιαι πκοιος σε έμπλεξεν εις την νύχταν.Ήντα κακόν αγκάθιν παλιάδρωπος ήταν.Επαραστάθεις μου τόσα γρόνια.Είσαι καλή ψυσιή.Παντρεύτου με σε ένα ξωκκλήσιν.Τζιαι αύριον πρωίν κατεβάζουμεν τις ταπέλλες.Ριάλλια κρατώ πολλά.Να στήσουμεν σπίτιν να μεν μας φάει η μοναξιά η νύχτα.
Τζιαι ο μιτσης λαλεί του.Ο μιτσης εν του Γυμνασίου .Εννεν μιτσης.Που πόψε γιος μου.
Σε μιαν εφτομάδαν επαντρευτησαν.
Έτσι έχουμεν τζιαι εμεις επίθετόν σειρά.Ωσποσον να σε λαλούν επίθετόν Σοφίας αγνώστου Πατρος.Ο Θεός να τον έσιει πάντα καλά .Αναγνώρισεν με δάσκαλέ τζιαι που τα δεκαπέντε έχω επίθετόν κανονικόν σειρά μου .Έβαλέν τες φωνες μες τα Διοικητήρια.Εν γιος μου ολαν.Να υπογράφεται Αναστασίου ολάν.Το όνομαν του τζιυρού μου ελάλεν ο ολογρουσος ο άδρωπος.Τζιαι εγιώ έκλαια δάσκαλε.Έκλαια.
Μεν κλαιεις γιούλη μου .Τα βασανα ρτελειώσαν.Ενναχουν να κάμουν μιτά μου.Να τους λαλείς.
Τώρα να φωνάξω του τζιυρού μου.
Τζιαι σάζω τους καλά τους παλλιαδρώπους να περιπαίζουν έναν μιτσήν.
Εν ήτουν τζιύρης μου σειρά μα ήταν θκυο φορες πατέρας μου.
Εν τρεις πούτουν φιλούιν μου.Σσίλιες θκιακοσιες τρεις...