Ήταν Αρφας μετά τον Πόλεμόν. Πυροβόλητής με κάτι παλλιους εφέδρους της Μονάδας που τους έξερα που τον τζιαιρόν πουμουν γραφέας επιστράτευσης.Καραβάνες του πολέμου οι πιο πολλοί τριχρονήτες Αντιαεροπόροι. Καπνισμένοι γερά με τον μάστρε Πέτρον στα φράγματα πυρός με καμπόσες επιτυχίες.Εριψαν καμπόσα τουρτζικά αεροπλάνα. Τότες άμαν εστέκαν ούλλα τα δυδιμά τα αντιεροπορικά τζιαι οι χειριστες εν είχαν φόον εν εμπορούσαν να κατεβούν βύθισήν καλήν τα αεροπλάνα τα τούρτζικά.Έτσι εμπορειεν το πυροβολικόν να βάλλει τζιαι να κάμνει ζημιές.....Ελάλεν μου τα τζιαι σχεδόν έκλαιεν.....
Ήταν Πάσκαν του εβδομήντα πέντε. Το μισόν Στρατόπεδον επερίμενεν το σήμαν να απόλυθεί. Τριαντα τρεις μήνες θητεία με πολλούς σειράες αγνοούμενους πεσόντες που να αντέξεις φρουρες αναφορες δεκανεις αλλάγης τζιαι να μαθθαίνεις πως καλοπερνά ο αξιωμάτικός εις τας Αθήνας. Τζείνος που σε άησεν σύξυλόν τζιαι έφυεν με τον οδηγόν του εις τα μετόπισθεν ενώ το παλληκάριν που σταθειν μαζίν σου τζιαι επολέμησεν κρατεί τους Έβρούς τζιαι το τραύμαν του κόμα πονεί τον τες νύχτες.
Επήαμεν τζιαι άγημάν εις τον Επιτάφιον. Άλλοι στην Αγλαντζιάν .Άλλοι στον Άην Γιώρκην της Αθαλάσσας.Στο άγημαν οι παλλιοι ήταν ήρεμοι. Ήταν τζιαι ο κόσμος πολλής. Είπιαμεν τζιαι τα αναψυχτικά μας. Που το Μεγάλον Σάββατόν που αρκέψαμεν που το πρωίν να σάζουμεν τους λούκκους για τις καρβουννιές.Εβάλλαμεν τα παλλιά χάρτενα αυκά του ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ. Εφκάλαμεν τζιαι τες ζωγραφκιές του Αθανάση του ΒΑΠΑΡ της μοίρας που ήτουν Αγνοούμενος εν τους εφορούσαν οι τόποι. Ο σειράς μας.Αθθυμούνταν ιστορίες με τους σκοτωμένους τες λεβεγκιές τους. Λαλώ. Εννα μπερτέψουμεν πάλε. Εννά αρκέψουν. Νέο πάνω. Νέο φέρε νερόν. Νέο καλά περνάς μα οι σειράες μας πούντους
Επροτίμησα τζιαι επήα με τον μάειραν να ξηνυχτήσουμέν να σάσουμεν τα ψητά.Τις σούβλές τους οβελίες για τους αξιωματικούς.
Ο μάειρας ήτουν ένας άρκοντας που έναν χωρκόν της Πάφου.Τριχρονήτης μα άλλη πάστα.Λλία λόγιαβ τζιαι καλά.Επκιαννεν με για αγγαρείαν τζιαι έσωζεν με πολλές φορές.
Κατά το δείλις αργά ετελειώσαμεν έκάτσαμεν δίπλα που το μαγειρίον τζιαμέ που ταν η καμαρούα της μηχανής που καθάριζεν πατάτεςγια τους νέους. Μόνον τότε την εδουλεύκαμεν.Άψαμεν τσιάρον
Λαλεί μου. Αύριόν εννά σε μαζίν μου βοηθός μάειρας. Ήβρα σου τζιαι στολήν. Τχιαι με το καλόν τον άλλον μήναν φεύκεις για εκπαιδευσην μάειρας στο ΒΜΗ. Να γλυτώσεις που τα νεύρα των σειράων μου. Εκανόνισα τα με τον υποδιοικητήν. Αν έρτει τζιαι το σήμαν τζιαι φύουμεν να σιει η μοίρα μάειραν. Να μεν πεινάσουν.
Ύστερά δεικλά πάνω μου τζιαι σρωτά με. Τον ΑΠΑΡ τον έφεδρόν Ανθυπολοχαγόν τον Θεμιστοκλέους που μας έσωσεν ήντα που τον έσιεις.
Έμεινά τζιαι θώρουν τον. Ήντα που τον έχω. Αφού είμαι αγνώστου πατρός ξέρεις το.
Ξέρω το.Ήντα που τον έσιεις;
Η μάνα μου λαλεί εν ο τζιύρης μου.
Εν αλήθκεια της λαλεί μου. Την νύχταν που τραυματίστειν τζιαι ενόμισεν εννά πεθάνει. Έδωκέν μου έναν πλήκον. Ο,τι γράφει δαμέσα να κάμεις για το γιον μου. Χρωστώ του τα. Ακούεις μαείρα. Ακούω είπα του. Ύστερις εγλύτωσεν. Επήαν πέντε του Σεπτέβρη τζιαι επήρα του τον πίσω. Επρόλαβα τζιαι θκιάβασα τα όμως.
Τώρα που να πάεις εις την Χώραν εννάρτει να σέβρει. Εννά τον καταλάβεις. Κουτσέφκει λλίον που τα τράμματα. Εν ούλλα κανονισμένα. Εννα πάτε στο Διοικητήριον να σ αναγνωρίσει. Να του καλοφερτεις. Συγχώρα τον. Πολλές φορες στην πρώτην γραμμήν έκλαιεν για λλέου σου. Αμαν λαλουν τα μεγάφωνα. Ο μάειρας στο ΚΕΠΙΚ εν τούτος τζιαι τηλεφωνά. Εν καλά ο γιος μου μάειρα. Να τον ηγλέπεις μάειρα.
Εκλαψα ομπρος του. Ο μάειρας ήταν σαν τον αρφόν μου πον είχα.
Το Πάσκαν του εβδομήντα πέντε ήτουν το καλλύτερον της ζωής μου. Είδα τζιαι τον τζιύρην μου. Ήρτεν τζιαι εφαεν μιτά μας. Μες τη βράσην του γλεγκιου. Λαλεί τους. Σειράες κυριε λοχαγέ. Ξέρετε πόσον σας αγαπώ. Για λλέου σας τζιαι στη φωθκιάν. Όμως όποιος πειράξει το νέον.....Εν γιος μου. Σε δέκα μέρες εν να το λαλούν Θεμιστοκλέους. Κανονίζω τα χαρκιά. Για πρώτην φοράν έκλαψεν τζι ο λοχαγός. Το λιοντάριν των αντιεροπορικών. Το παλλήκάριν που κάθετουν ούλλον εισβολήν τζιαι τζείνος σκοπευτής.
Σαν εχορεύκαμεν επκιαν με μες τα αγκάλια του ο πατέρας μου πρώτην φοράν. Ήμουν ο γιος του τσιακκου του ΑΠΑΡ.
Τζείνον το Πάσκαν το πρώτον ύστερα που τον πόλεμον. Το εβδομήντα πέντε ήτουν ΑΝΑΣΤΑΣΗ καθεαυτόν για μέναν τζιαι τον πατέραν μου που σωπιννέν τόσα χρόνια...