Εγιω πολλά χαρχιά εν εθκιαβασα γιε μου. Κάτι φυλλάδες που τα παναήρκα τους ποιητάρηες. Τα βιβλία του Σκολείου του χωρκου μας που το ξησκόλισα. για το γινάτιν του θκειού μου του Πιφάνη που έλαμνεν μέραν νύχταν τον τζιύρην μου τις θκειάες μου. Ούλλοι να το τελειώσουν το σκολείο. Κορούες παλληκαρούθκια.
Εθκιάβαζα τζιαι κάτι θρησκευτικά δεφτέρκα τζιαι κάτι της πατρίδος μας ραμμένα με την ψιλήν την σακκοράφαν να μεν χαλούν να τα θκιαβάζουν πολλοί.
Θκυο ήτουν τα βιβλία που με πνάζαν πολλά. Οι εικόνες των ξωκκλησιών που άφτα τις καντήλες που μουν βοσκαρέτιν. Μα ήντα όμορφες που ήτουν μες την ησυχίαν του δάσους. Κόμα άμαν έβρεσιεν πολλά έβαλλα τις κουέλλες μες το θαλασσόσπηλιον ερωμάνιζα τζιαι έμπεννα μες το ξωκλήσσιν τζιαι ετζίηταζα τζιαι πκιον η καρκιά μου έπναζεν.
Τ' άλλον βιβλίον ήτουν τα αμμάθκια τζειντων κοπελλιών. Του Γληόρη κατα πρώτον. Τρεις φορές τον είδα. Την τρίτην δεικλά πάνω μου τζιαι λαλεί μου. Να μείνεις σαν είσαι θκειε έναν με τα ξωκκλήσια. Έναν με τα βουνά.
Τα μμάθκια του Μάρκου. Άμαν ελάλεν τα ευλοητός του εκάθουμουν πόμακρα να τελειώσει τζιαι ύστερα να του δώκω τους γηλιούς τζιαι τους πλήκους τους τυλημμένους. Έφεγγεν άλλωσπως τούτος Δράκος. Σαν τον Μακρυγιάννην μιας λοής τζιαι τον Άην Γιώρκην τον ίλαρον του χωρκού μας.
Εφίλαν το σιέριν μου τζιαι αντρέπουμουν.Ελάλουν του μάστρε Λυκούργο μα φιλάς το σιέριν του μισταρκου ούλλους τους βοσκούς.
Εγιώ γράμματα πολλά εν ηξερω μα το μμάτι το άψευτον καταλάβω το. Τζιαι τους χιλλλέες μες το προζύμιν κάτι κατάλαλων πάλε καταλάβω το. Το συφφέρον γιε μου παίζει ταμπουτσιαν πόναν μίλιν τόπον φτάννει να ακούουν τα φκιά σου.
Τούτα τα τζιουνούρκα τα βιβλία θαρκούμε εν βαρτοι που τα γράφουν. Κάμνουν τον ήλιον μεσανυχτον τζιαι τα βουνά μας κάμπους.
Πίσκώ τους γιε μου. Τώρα που ψευτήναν οι αδρώποι γυρεύκω τους λας τους πρωτινούς.
Ήντα κκιάριν είχαν γιε μου τζιαι παιθάναν νιούλικα. Αγαπούσαν μας γιε μου εμας τους φτώχούς. Τζιαι εθέλαν μας πολευτερομένους.