Του Σαράντου Καργάκου
Δημοκρατία χωρὶς ἀξιοκρατία εἶναι κέλυφος χωρὶς οὐσία. Ἡ δημοκρατία δομεῖται πάνω στὴν ἀρχὴ τῆς ἰσότητας. Ἀλλὰ ἰσότητα δικαιωμάτων δὲν σημαίνει ἰσότητα ἀνάμεσα στοὺς ἄξιους καὶ στοὺς ἀνάξιους. Γιὰ νὰ ὑπάρχει ὁμαλὴ λειτουργία σὲ μιὰ δημοκρατικὴ κοινωνία, πρέπει νὰ κυριαρχεῖ ἡ ἀρχὴ τῆς ἀξιοκρατίας. Μὲ τὸν ὅρο ἀξιοκρατία ἐννοοῦμε τὸ νὰ μπορεῖ ἕνας πολίτης νὰ παίρνει ἕνα ἀξίωμα μὲ κριτήριο τὴν προσωπικὴ του ἀξία, τὶς ἰδιαίτερες ἱκανότητες καὶ τὸ ἦθος του. Μὲ ἄλλα λόγια τὰ κριτήρια γιὰ τὴν ἐπιτυχία του πρέπει νὰ εἶναι ἀξιοκρατικά. Ἄρα ἡ ἀξιοκρατία ἀντιστρατεύεται τὸν φαβοριτισμὸ (εὐνοιοκρατία), τὸν νεποτισμὸ (οἰκογενειοκρατία), τὸν φατριασμό, τὸν καριερισμὸ καὶ τὸν ἀριβισμὸ, δηλαδὴ τὸ φθάσιμο σ’ ἕνα σκοπὸ μὲ κάθε λογῆς μέσο καὶ κυρίως μὲ τὸ μέσον. Ὅλες αὐτὲς οἱ μικρότητες κατεβάζουν στὸ ἐπίπεδο τῆς συναλλαγῆς τὴ στάθμη τῆς πολιτικῆς καὶ κοινωνικῆς ζωῆς. Ἀντίθετα ἡ ἀξιοκρατία εἶναι τὸ κύριο ἐξυγιαντικὸ συστατικὸ τῆς δημοκρατίας. Τὸ εἶχαν διαπιστώσει καὶ διατυπώσει ποικιλοτρόπως οἱ Ἀρχαῖοι. Σὲ νεώτερη ἐποχὴ τὸ αἴτημα γιὰ ἀξιοκρατία εἶχε διατυπωθεῖ ἀπὸ τὸν Ρήγα Βελεστινλῆ στὸ 5ο ἄρθρο τοῦ Συντάγματός του: «Τὰ ἐλεύθερα ἔθνη δὲν γνωρίζουν καμμίαν ἀξίαν προτιμήσεως εἰς τὰς ἐκλογὰς (ἐπιλογὰς) των παρὰ τὴν φρόνησιν καὶ τὴν προκοπὴν, ἤγουν καθένας, ὅταν εἶναι ἄξιος καὶ προκομμένος διὰ μίαν δημοσίαν δούλευσιν (ἀξίωμα, ὑπηρεσία), ἠμπορεῖ νὰ τὴν ἀποκτήσει». Πιὸ ἐπιγραμματικὰ τὸ Α΄ Ἑλληνικὸ Σύνταγμα τῆς Ἐπιδαύρου (1/1/1822) στὸ 6ο ἄρθρο του ἀναφέρει: «Ὅλοι οἱ Ἕλληνες, εἰς ὅλα τὰ ἀξιώματα καὶ τὰς τιμὰς ἔχουσι τὸ αὐτὸ δικαίωμα. δοτὴρ δὲ τούτων μόνη ἡ ἀξιότης ἑκάστου».
Δυστυχῶς γιὰ τὸν τόπο μας, παρὰ τὴ συνταγματικὴ ἐπιταγὴ, τὸ αἴτημα γιὰ ἀξιοκρατία λειτούργησε σὰν εὐχὴ καὶ ὄχι σὰν ζῶσα πραγματικότητα. Οἱ Ἕλληνες, στὴ σχεδὸν διακοσιόχρονη πολιτικὴ πορεία τους, τὴ μοναδική πολιτικὴ πρακτικὴ ποὺ γνώρισαν ἦταν τὸ ρουσφέτι, ποὺ τὸ ἀνήγαγε σὲ ἐπιστήμη ὁ πατέρας τῆς ἑλληνικῆς ρουσφετολογίας, ὁ Ἰω. Κωλέττης, ὁ ὁποῖος ἔλεγε συχνὰ καγχαστικά: «Μήπως τὰ τρώγω ἐγὼ; Οἱ Ἑλληνάδες μου τὰ τρῶνε»! Ἄς σημειωθεῖ ὅτι ἡ λέξη ρουσφέτι εἶναι τουρκικὴ καὶ σημαίνει παροχὴ σὲ κομματικό φίλο. Στὴν Ὀθωνικὴ περίοδο οἱ Βαυαροὶ θὰ ἐξευρωπαΐσουν τὸ ρουσφέτι, προάγοντας τὸν θεσμὸ τῆς καμαρίλας. Ὁ ὅρος ἀπὸ τὴν ἱσπανικὴ λέξη camara καὶ ἀπὸ τὸ σχηματισμὸ μιᾶς ὁμάδας αὐλικῶν ποὺ ἤλεγχαν τὴ σκέψη τοῦ Ἱσπανοῦ ἡγεμόνα. Ὅλα τὰ ἀντιοθωνικὰ κινήματα (ποὺ δὲν ἦσαν καὶ λίγα) εἶχαν σὰν κύριο σύνθημα τὸ «Κάτω ἡ Καμαρίλα». Διότι οἱ εὐνοούμενοι τοῦ βασιλιᾶ μονοπωλοῦσαν ὅλα τὰ ἀξιώματα. Μοιραῖα ἡ νόθευση τῆς πολιτικῆς μας ζωῆς ἐντάθηκε καὶ ἐπιτάθηκε περισσότερο ἐξ αἰτίας τῆς κακῆς λειτουργίας τῆς Βουλῆς, τὴν ὁποία καυστικώτατα ὁ ἀνακαινιστὴς τῆς ἑλληνικῆς δημοσιογραφίας, ὁ Βλάσης Γαβριηλίδης, εἶχε ὀνομάσει «παθολογικὸν μουσεῖον τῆς Συναλλαγῆς καὶ Γενιτσαρικὸν πάνθεον τῆς ὀλιγαρχικῆς τυραννίας». Ὑπῆρξαν εὐτυχῶς καὶ λαμπρὲς ἐξαιρέσεις καὶ φωτεινὰ διαστήματα πολιτικῆς ζωῆς. Ἀλλὰ σὲ γενικὲς γραμμὲς τὰ κόμματα, ἰδίως κατὰ τὰ μεταπολιτευτικὰ χρόνια ἀντὶ νὰ ἀνεβάζουν τὸ πολιτικὸ ἦθος τῶν μελῶν τους, λειτούργησαν ὡς φατρίες καὶ συχνὰ ὡς κλίκες. Ἡ λέξη κλίκα (ἀπὸ τὸ γαλλικό clique=ὁμάδα χειροκροτητῶν) ἐκφράζει τὸν ἐσμὸ τῶν ἀτόμων, τὰ ὁποῖα περιστοιχίζουν ἕναν ἱσχυρὸ τῆς πολιτικῆς καὶ μὲ κολακεῖες ἀποσποῦν τὴν εὔνοιά του. Ἔτσι τὰ ἀξιώματα ἔγιναν φέουδο τῶν «ἡμετέρων». Καὶ ὅσες φορὲς στὸν τόπο ἐμφανίστηκε κάποια ἀξία, καταβλήθηκε κάθε προσπάθεια γιὰ νὰ μειωθεῖ καὶ νὰ ἐκδιωχθεῖ. Ἔτσι ἡ περιβόητη ἰσότητα λειτούργησε ὄχι πρὸς τὰ πάνω ἀλλὰ πρὸς τὰ κάτω.
Δυστυχῶς ἀπὸ τὸν κανόνα τῆς «μεσοκρατίας» δὲν ξέφυγε οὔτε ἡ πνευματική μας ζωή. Τὰ πανεπιστήμια καὶ ἡ ἀκαδημία, ἀντὶ νὰ γίνουν παραγωγὴ ἤθους, ἔγιναν προαγωγοὶ τοῦ «ἡμετερισμοῦ» καὶ ἄσυλα ἐν πολλοῖς μετριοτήτων. Δὲν ἔλειψαν εὐτυχῶς οὔτε λείπουν οἱ φωτεινὲς ἐξαιρέσεις. Πάντως, δὲν ἔγιναν ἀκαδημαϊκοὶ ὁ Καζαντζάκης, ὁ Σικελιανός, ὁ Βάρναλης, ὁ Σεφέρης, ὁ Ρίτσος, ὁ Ἐλύτης, ὁ Καροῦζος, ὁ Χατζηδάκης, ὁ Θεοδωράκης καὶ πλῆθος ἄλλοι ἄξιοι. Αὐτὸ ἔκανε καὶ κάνει πολλὰ ἔξοχα πνεύματα ποὺ γεννᾶ ὁ τόπος μας νὰ αὐτοεξορίζονται καὶ νὰ ἐπιδιώκουν ἀνάδειξη στὸ ἐξωτερικό, λαμπρύνοντας μὲ τὸ ἔργο τους ξένες πατρίδες. Μοιραῖα, αὐτὸ ποὺ διαπιστώνει ὁ νέος, ὅταν εἰσέρχεται στὸ στίβο τοῦ ἐπαγγελματικοῦ ἀγώνα εἶναι τοῦτο τὸ φρικτὸ: σημαντικὸ δὲν εἶναι ἡ προσωπικὴ ἀξία ἀλλὰ τὸ μέσον. Εἴδαμε ποῦ μᾶς ὁδήγησε ἡ κατάσταση αὐτὴ. Σίγουρα στὸ νὰ εἴμαστε ἠθικὰ ψοφοδεεῖς καὶ πολιτικὰ νήπιοι. Τρώγαμε ἀσυστόλως τὰ δανεικὰ καὶ δὲν καταλαβαίναμε ὅτι τρώγαμε τὶς σάρκες μας. Γιὰ τοῦτο φρονῶ ὅτι καὶ ἡ νέα γενιὰ ποὺ τώρα εἰσέρχεται στὸν πολιτικό στίβο, ὅσες ἐκλογικὲς μάχες κι ἄν κερδίσει, θὰ εἶναι οὐσιαστικὰ ἡττημένη ἄν δὲν κερδίσει πρῶτα τὴ μάχη τῆς ἀξιοκρατίας.
Πρόκειται γιὰ τὴ μάχη τῆς ἀνθρώπινης ἀξιοπρέπειας.
ΚΟΝΤΡΑ 03/12/2016