Μαρτης κρύος τζιαι εμπεην μέστα στιαθκια νύχταν. Μανηχος του θκιαλοηζεται τους παλιους τζιαιρος σαν αφτη τη νησκιαν οπως τοτε με τον γιον του παπα Δερκη τζιαι τον μικρον τον Τακην. Ητουν κουρασμενοι με παπουτσια καταφατσελμενα.
Θκειε Γαβριλη εν ομορφη το λαμπρον της μαντρας. Πναστε κοπέλλια. Ποψε εν χαλασμος Κυριου. Ποιος ναρτει ως δαξωδα εις τον Ακαμαν μακρά. Ελατε να δειπνισουμεν. Έλαμπαν παστην τράπεζα του δειπνου δίπλα που τη λαμπαν.
Τούτα τον κρατούν ακόμα στα πόδια του. Τουντα αμμαθκια των δεκαεφταρηων που του λαλουσαν ευκαριστω για το ψουμιν ,το χαλλουμιν τα πομηλορκα του δειπνου. Τζιαι την καντηλαν τη ζιβαναν για να βρασουν...
Ύστερις εκατάλαβε άμαν τζιαι εξήγησε εις τους ουρανόυς για μας τούντα παλληκαρούθκια πως τζείνη βραστη πόνωθεν μες την καρκιάν άμαν τους ελλιανήσκεν τες κακούχιες τζιαι τα βασανα τες νύχτες με το παος πως την ελαλούσαν αγαπην της πατριδος...
Ελευθερίαν....Πασκαν φωτος