Βράδυ του Οκτώβρη και ταξιδεύουμε σε μια άλλη φτωχότερη Λεμεσο που χαιρετούσε , χαμογελούσε έστω και πονώντας ενδόμυχά. Σε μια εποχή που στην εφηβεία γυρεύαμε λύτρωση μες τις δυσκολίες του ο καθένας και η καθεμιά που ήταν στο Δημοτικό στην εισβολή ,την προσφυγιά. Το ταξίδι δεν ήταν εύκολό ιδιαίτερα για όσους δεν βρήκαν εύκολά την αλήθεια όντας βουτηγμένοι μες την ευαισθησία και μετέβαινάν στη Λευκωσία μέσω Τροόδους ή ακόμη χειρότερα περπατητοί από τα βουνά και βρεγμένοι μες τους δύσκολους χειμμάρους ζωής.
Νύχτά και δεν είναι ώρα για απόπειρές αυτοβιογραφίας μα συχνά στοχαζούμε πως είμασταν μια γενιά που πλήρωνε λογαριασμούς χωρίς να μετέχει σε διχασμούς.
Περπατούσαμε ως μια γενιά αναγκασμένη να παλαίψει απέναντί σε ελίτ και παγιωμένους προνομιούχους που συχνά επαναλάμβαναν πως δεν σου αναλογούσε αυτό που πάλευές να φτάσεις. Ύστερα γνώρισες τους αληθινούς ποιητές. Ένας απο τους πρώτους έγραφε: Στον ίσκιο μιας βελανιδιας χωράνε τα όνειρά μου"
Από κοντά και ο Μιχάλης της Λευκωσίας που έγραφε για τον αρχαίον τρόπο της Κύπρου και τους πρωτινούς της. Ο Θεοδόσης Νικολάου ο βιω και λόγω ποιητής που με συνέτιζε πάντα με τους στίχους του , τη μορφή του.
Έτσι είπα να στραφούμεν πίσω στα αληθινά για να ζήσουμε το παρόν περιπατώντας στο μέλλον αργά αργά, αλήθινα και ρωμέικα Βάλτε έναν κρασίν να πιούμεν εις υγείαν των σκολείων των γειτονιών μας της φιλίας των αισθημάτων της χαρμολύπης...Εις υγείαν των δασκάλων των ευεργετών μας...
Στρώστε έναν τραπεζι εορτής να συγχωρέσουμεν να συγχωρεθούμεν να βάλουμεν μιαν αρκήν αληθείας και αγάπης..
Άτε αρκεψεν πάλε να φλυαρεί.Ετο εκαταφεραμεν τα κουτσα στραβά. Να πορευτούμεν καλλύτερα τωρα τζιαι να πάει. Να αθθυμούμαστεν να λαλούμεν μιαν ευχήν για τους διπλανους για τους δυσκολεμένους σαν την αφεγγιάν μας...
Ενεφανέν που τα ποτζιει τζι ειπά του να κοπιάσει...Καλως μας ήρτες φίλε μου που ήρτες που τα ξένα...Είδες τους ούλλους που ποτζιει ε πε μου το τζιαι μέναν...Να αθθυμηθούμεν τζειντο Φως που μας εκράτεν πάντα...Να πνάσουμεν αληθινα .