Και στη μνήμη η δύσκολη ζωή των ανταρτών εκείνους τους κρύους χειμώνες των δασών μας.
Ήταν πολλή κρυάδα γιε μου. Όι πως είμαστεν αμάθητοι μα στα χωρκά μας ήτουν νάβρεις έναν στιάδιν, έναν σπήλιον να συβράσεις να μαντηστεις να ποκαματήσεις.
Τότες που πηά εις του μάστρου μου του Λυκούργου άμαν εκαταζητήθηκαμεν οι θκυο με τους πολύγραφους ήτουν η μάνα του Σειμώνα.
Εσιόνιζεν. "Άσσιημον τζιαιρον ήβρετε νάφκήτε στα βουνά αντάρτες ρε κοπέλλια"
Επολοήθηκα λαλώ του "Μάστρε έχω το να πεθανω που το πολλήν το σιόνιν μα εγιω στην Ομορφίτα ζωντανός εν ημπεννω ξανά"
Χρόνους παστα βουνά.
Κρυάδες μες το πάος.
Σουππίν λουμίν μιαν νύχταν πόξυλοι εκτυπήσαμεν μιαν πόρταν τελευταίαν νου χωρκού δικού μας.
Εκράννοιξεν ο γέρος.
Εκατάλαβεν τον μάστρον.
Εξαναβοήθησεν μας τον προηγούμενον σειμώναν.
"Ελάτε μέσα παιθκιά μου"
Έβαλεν ξύλα να δρατσιάσει το λαμπρον μες τη νησκιάν.
Ερέξαμεν κοντα τζιαι οι πέντε.
Εβρασεν νερόν ο γέρος ο Πελοπίδας.
Εκαμεν τσια ίν σπατσιάν, σακομηλιάν, έφκαλεν ποξαμάθκια, χαλλόυμιν.
Εμείς εγλαρώσαμεν κοντα στη βράστην της νησκιάς.
"Έχω ρούχα του γιου μου πον εις την Αστράλιαν. Να αλλάξουν τουλάιστον οι μιτσιοι"
Ο μάστρος εκαθετουν εις το τραπέζιν σύννους.
"Να ππέσουν νάκκον οι μιτσιοι. Τρια μερόνυχτα παρπατούμεν για να τους φύουμεν. Εγώ εννα μείνω σκοπός"
"Καλο το γιο μου μάστρε Λυκούργο"
Έγυρα μες το πάλωμαν τζιαι το πέφτζιν.
Ώρες εν ένωθα τα ποθκια μου.
Επόνουν τη μέσην μου, που τες φατσιες του Σιεμεττή, του Μπάρλοου.
Χαράματα ακούαν τα νέα ο μάστρος τζι ο παππούς.
Πόξω έβρεσιεν.
Το χωρκόν ήταν έξω του κλοιού ερευνών.
Δίπλα που το σπίτιν είσιεν ποταμόν κατακοφτον εφτά μίλια.
Χρόνους να τον περπατήσει άθρωπος σιειμώναν.
"Ώραν περιστασην" λαλεί ο θκειός μας ο Πελοπίδας ο Στιαθκιας "εννα σας ηφκάλω εγιώ. Έσιει σπήλιον βαθκιά κάτω. Ήξερεν τον ο τζύρης μου τζιαι βρίσκω τον να σας χώσω"
Ορφανέψαμεν τζιαι στο βουνόν. Εζησαμεν δύσκολά διχα τον μάστρον μας μα εν επκιαστηκαμεν ως το Μάρτην του πενήντα εννιά πουρτεν η διάταγή να κατεβούμεν που το βουνόν.
Τρίτην ημέραν λαλώ της μάνας μου "Εν να πα τζιαι νάρτω"
Έπκια τη μοτόραν τ αρφού μου.
Έφκαιννα ούλλον βουνά.
Δείλις επέζεψα πόξω που του γέρου του Πελοπίδα.
Έκοφκεν ξύλα.
Ελούθειν των δαρκων άμαν με είδεν.
"Εχάσαμεν τον μάστρον μας" λάλει μου.
Άψεν τη νησκιαν.
Ούλλη νύχτα εμιλούσαμεν για τους σιειμώνες μας τζιαι την ελευθερίαν μας.
Κατά τα ξηφώθκια έπεσα εις τη μονήν μου την παλιαν.
Την άλλην ημέραν το δείλις ήρτα με τη μοτόραν στο χωρκόν.
Τζιαι που τότες εν έφυα.
Ούτε γύρεψα αξίωμαν ή θέσην.
Χαλάλιν οι κόποι τζι οι κρυάδες της πατρίδας.