Τρεις ψηφίδες αγάπης και τιμής: Μνήμη Αθανάσιου Σταυροβουνιώτη
Έφυγε ο δρυς της Κύπρου. Ο γέροντας της νήσου. Ο άνθρωπος των ολίγων λόγων, της περισσής προσευχής και του φωτεινού βίου. Ο πρωτινός μοναχός, ο αγρότης, ο διάκονος των μετοχίων, ο καλλιεργητής της γης του μοναστηριού, ο φύλακας της Μονής του Σταυρού. Ο ακούραστος λετουργός του Υψίστου. Ο μεσονυχτικός ικέτης για τα τέκνα της Κύπρου, για την Ελλάδα και τους μοναστές και τις μονάζουσες της για την ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΗ.
Ο ηγούμενος της Ιεράς Μονής Σταυροβουνίου Αθανάσιος έζησε εκ του σύνεγγυς τους θρυλικούς παλαιούς γέροντες της Μονής, ηγούμενο Βαρνάβα, Διονύσιο τον Β΄, και τους Μακάριο Σταυροβουνιώτη και Θεοδόσιο Σταυροβουνιώτη, αυτούς τους κρουνούς ευγενείας και κοινωνικού χαρίσματος. Έζησε τον πνευματικό Κυπριανό Σταυροβουνιώτη, ενώ παρά τους πόδας του σοφού και ταπεινού Γερμανού Σταυροβουνιώτη μαθήτευσε επί δεκαετίες.
Πόσες φορές δεν μας έσωσε με τις προσευχές και τις σοφές του νουθεσίες; Πόσες μεταστροφές φωτός δεν δώρισαν οι δεήσεις του οι κεκρυμμένες. Δεν επεζήτησε δόξες. Δέχτηκε με τη σοφία του αρχαίου ήθους τα σφάλματα και τις έριδες των τελευταίων δεκαετιών. Δεν είχε στρατηγικές, μεγάλα σχέδια. Είχε πίστην μεγίστην, έγνοια για τους απλούς ανθρώπους, ελεημοσύνην και φιλοξενίαν που άσκησεν επί εβδομήντα τόσα έτη σε καιρούς δύσκολους.
Κράτησε το νησί στους ώμους του, πλάι στον Γέροντά Αθανάσιο της Τροοδίτισσας και τον Γέροντα Γαβριήλ του Αποστόλου Βαρνάβα, καθώς μούλεγε ένας σοφός πρόσφατα. Με τρόπον μυστικόν, παραμένοντας επιεικής και καταδεκτικός και φιλόξενος σε όλους τους διακόνους του Ευαγγελίου. Κι ας τον παρεπίκραναν πολλοί ανθρωπίνως.
Αυτός εκεί σε έπαλξη προσευχής, μάρτυρας των θαυμάτων του Σταυρού να κρατεί ένα μοναστήρι των παλαιών πρωτινών τρόπων.
Είναι πολλά που μπορούν να γραφούν. Δεν έχουμε τη δύναμη και την εμπειρία. Μόνον την αγάπην του μαρτυρούμεν, το μοίρασμα του λιγοστού του φαγητού. Την έγνοια του για τους φτωχούς και τους αναγκεμένους. Τους λευκούς φακέλους που με ιλαρόν τρόπο έκρυβε στις τσέπες των εν ανάγκη όντων εμπλέους χαρτονομισμάτων -που τα οικονομούσε με κόπους πολλούς. Την μέριμνάν του να βρουν τον δρόμον τους οι πολλοί μεταστραφέντες από τα χρόνια του ογδόντα. Την πατρική του αγάπη για όσους πληγωμένοι από τις περιπέτειες της Κύπρου, από το πενήντα μέχρι το ογδόντα, έφταναν κοντά του για να ξανασταθούν στα πόδια τους. Και κατάφερνε να τους εμπνεύσει να γίνουν κούζες μετανοίας, κρουνοί αγωνιστικότητας και φιλανθρωπίας.
Έφυγε ο δρυς της Κύπρου. Ο γέροντας της νήσου. Ο γέροντας των γερόντων. Το αγκωνάρι το πρωτινό το αρχαϊκό, το της πρώτης εκκλησίας καντήλιν που ‘φεγγεν ακαταπαύστως και διακριτικώς τα βήματα της νήσου και των τέκνων της. Παραδίδει μονήν ακμάζουσαν και τέκνα κατά παντού της Κύπρου. Προσεύχεται τώρα πλάι στον παππού μας τον Γερμανόν για τον πονεμένον μας τόπον και για μας τους αναγκεμένους.
Γέροντα της Κύπρου μας καλέ και φωτεινέ..
Χαίρε και αγάλλου εις τας μονάς του Κυρίου μας που τόσον αγάπησες παιδιόθεν...
Για τον γέροντα Αθανάσιο Σταυροβουνιώτη
«Καλώς όρισες Ιωάννη στο μοναστήρι μας», μου είπε το 1991 και με απλότητα μού πρόσθεσε το μισό του φαγητό στο πιάτο μου. Οι συμβουλές του λίγες μα σοφές. Καίριες όταν ήταν ζήτημα κινδύνου σου προσωπικού. Έσπευδε να σε προειδοποιήσει να φωτίσει τον δρόμο σου. Δεν ήξερε τα επίθετά μας, δεν κρατούσε αρχείο, δεν ήθελε κάτι από μας γι’ αυτόν. Απλά προσευχόταν και είχε την έγνοια μας. Μας κυνηγούσαν οι προσευχές του. Το ίδιο και οι προσευχές των μαθητών του. Ευχαριστώ τον Θεό που τον πρωτόδα το 1977 και φοιτητής από το 1984 συνδέθηκα αβίαστα με το μοναστήρι και τους πατέρες του. Τους αγαπώ όλους με τη φτωχή μου πτωτική καρδία...
Κάποιους εξ αυτών θεωρώ μεγάλους μου αδερφούς και ένας μαθητής του γέροντα αναπληροί πλέον τον πατέρα μου, ενώ υπήρξε το ποκούμπιν μου από το 1998.
Ο γέροντας, ο Δρυς της Κύπρου.
Δεν θα ξεχάσω τον πόνο και τη θλίψη του για τα έργα των Τούρκων στον Ναό του χωρκού του, της Άσσιας, τις ιεροσυλίες τους. Τον πόνο του όταν μονολογούσε για το άδικο των ισχυρών της Γης έναντι των πρωτινών της Κύπρου και των ιερών τους...
Εκείνη την ώρα μιλούσε ο πόνος της ρωμέικης προσφυγιάς της Κύπρου...
Ο αγνότερος ίσως των προσφύγων μαρτυρούσε για το άδικο θρηνώντας για τους κατεχόμενούς της ναούς και τη «σφαγή» τους από τον Εισβολέα...
Όταν κάποτε μαρτυρηθεί η ελεημοσύνη του...
Όταν ιστορηθούν οι συμβουλές του και τα θαύματα που ρείθροις μυστικοίς εποίησε στις καρδίες πολλών βεβαρημένων μετά το εβδομήντα τέσσερα.
Πόσο τους στήριξε και τους οδήγησε στη μετάνοια.
Ένα από αυτά τα παιδιά του, μια κούζα ξήσιειλη μετάνοια όργωνε όλη τη Λεμεσό, στήριζε τους μοναχικούς γέροντες και γερόντισσες σε γεροκομεία και σπιτάκια...
Ένα βράδυ είδα τον γέροντα να τους αποχαιρετά... Τον διάκονο των γερόντων και τον ασκητικό φίλο του, παλιό παλληκάρι της ΕΟΚΑ. Να τους προπέμπει με χαμόγελο να τους ευλογεί...
Και το ‘νιωθες ήταν πατέρας τους και αυτοί ένιωθαν υιοί του αγαπητοί και τον θεωρούσαν σωτήρα κι οδηγό τους..
Ο παππούς της Κύπρου μας. Πόσα, άραγε, του χρωστούμε εμείς οι αλητήριοι εκείνων των δύσκολων ετών, όταν μας αξίωσε ξενίας πατρικής και αγάπης όταν πολλοί μας κυνηγούσαν, μας λοιδορούσαν και μας έκλεβαν την ελπίδα.
Ο γέροντας Αθανάσιος και ο παππούς ο Αναστάσιος Χαραλ’αμπους στον Άην Αντώνην ήταν, πιστεύω, οι κρυμμένοι οικοδόμοι πολλών μεταστροφών των πονεμένων μεταεισβολικών παιδιών και εφήβων που ‘χαν χάσει την περπατησιά τους στα δύσκολα μετά την εισβολή βιώματα πόνου και αδιεξόδου.
Αθανασίου του Σταυρωβουνιώτου φωτεινή η βιωτή και μέγιστη η ελπίς που κάρπισε με τις ευχές και προσευχές του.
Εκεί στο βουνό του Σταυρού
Ξημερώνει του Σταυρού και αρκετοί από τους οδοιπόρους του εβδομήντα και του ογδόντα, μα και πολλοί πληγωμένοι και εν καταρρεύσει μετά την εισβολή παλαιοί και πεφορτισμένοι σκέφτουνται το Σταυροβούνι τέτοιαν ώραν. Το βουνό του Σταυρού και οι άνθρωποί του. Με πρώτον ποκούμπιν τον ηγούμενον Γερμανό και την ταπεινή ζωή του. Τον ποιητήν, τον αγρότην, τον μελισσοκόμον, τον λειτουργόν του Υψίστου, τον πνευματικόν. Και πλάι ο γέροντας Αθανάσιος, το πνευματικό του παιδί, ο επίσης ταπεινός του διάδοχος. Αυτοί διάβασαν τη δυσκολία των μετά την εισβολήν καιρών και τις πληγές των ανθρώπων.
Προσευχήθηκαν πολύ για τα πληγωμένα παιδιά της νήσου. Για όσους χάσαν τον δρόμον. Με ένα τρόπον μυστικόν, με ένα ήθος αρχαίον. Με φιλοξενίαν πρωτινήν. «Να σάσουμεν κάτι να φάτε». «Έφαες, γιε μου;» «Πεινάς;»...
Πλάι τους τα παιδιά, οι νέοι που τους ακολούθησαν. Νέοι άνθρωποι. Ο καθένας με τον τρόπον, τον λόγον και τη σιωπή του. Ήταν στήριγμα πολλών. Πότε η Μόνη. Γι’ άλλους το μετόχι της Αγίας Βαρβάρας με την αγροτική του ταυτότητα, που ομοίαζε με τα σπίτια μας στα χωρκά, αλλά είχε περισσή ευλογία.
Μυστικά μονοπάτια, φωτισμένα από το Σταυροβούνι και τους ανθρώπους του. Το παράδειγμά τους. Να γίνουμε κι εμείς πρακτικοί. Να οικοδομουμε. Καταλαβαίναμε αργά–αργά πως η προσευχή γράφει ιστορία και ο Χριστός μας γυρεύει την επιστροφή μας.
Πόσα μικρά και μεγάλα θαύματα ψηλάφισαν ετούτοι οι Κυπριώτες, που έσυραν τα βήματά τους ως τα χώματα του Σταυροβουνιού, στα σπίτια του Σταυρού...
Για πολλούς λείπει απόψε ο παππούς Αθανάσιος, ο δρυς της Κύπρου. Οι παλαιοί που σαράντα–πενήντα χρόνια τον άκουσαν,τον ακολούθησαν και ένα άλλο φως πλούμισε τη ζωή τους. Απόψε νιώθουν ορφανοί.
Παρηγοριά και για μας τους μικρότερους η σιγουριά πως εύχεται στους ουρανούς και δι’ ημάς τους ουτιδανούς.
Απόψε πολλοί ενθυμούνται τα δειλινά που κατά παντού της Κύπρου ξεκινούσαν τα παιδιά του ΦΩΤΕΙΝΟΥ βουνού για να παν να προσκυνήσουν τον Σταυρό στο κοσμαγάπητο ταπεινό Σταυροβούνι των πρωτινών της νήσου ανθρώπων του Θεού.