Διδαχή εις όποιον άνθρωπον, το καλόν λογαριάζει να πράξει μα αναβάλλει το και συλλογάται
O δούκας, ο οφειλέτης και ο Πατριάρχης Τον ίδιον καιρόν που ομιλούμεν και μνημονεύουμεν, ότε ο Νείλος με τα τερτίπια και τα γινάτια του πολύ εδυσκόλευεν τους γεωργούς, καθώς αργούσε να πλημμυρίσει . Εβρέθηκε , λοιπόν, έναν πλάσμαν του Θεού εις ανάγκην πολύ μεγάλην και αναζητούσε δανεισμόν από φίλον του εκλεκτόν δούκαν εις το αξίωμα. Δυστυχώς ο αναφερόμενος δούκας ήταν εις τα έργα αμεελής και δεν εγρηγορούσεν να του
παραδώσει τα πρεπούμενα αργύρια και χρυσία να μην τον γυρεύουν εις τα στενά και να τον δυσκολεύουν με λόγια άπρεπα οι δανειστάδες μες τις πλατείες και τα καπηλειά της Αλεξάνδρειας.
Ο δούκας έταξεν του επειγόμενου αδελφού και καταπού φαινόταν είχεν εις τον νουν να του δώσει τα πρεπούμενα αργυρά και χρυσά. Εκαθυστερούσεν , όμως, και ένα μεσημέρι που δεν άντεχε άλλο ο άνθρωπος του Θεού αποφάσισε να μην απελπίζεται. Έπιασε τη στράτα και εκατέβηκεν εις τους τόπους του λιμανιού της πόλεως μαζί με άλλους πολλούς πονεμένους κοντά εις τον αξιοθαύμαστον Πατριάρχην , την τελευταίαν του ελπίδα. Εστάθηκε εμπρός εις τον Πατριάρχην και άρχισε να του ανιστορά τα πάθια και τους καημούς του καθώς και των εισπρακτόρων τις κακοτροπίες.
Πριχού τα λόγια να τελέψει ο απελπισμένος δούλος του Χριστού επολογήθην του ο Άγιος: Δίδω σου τέκνον μου αν τα έχεις ανάγκην να γλυτώσεις από τους πολλούς τους πειρασμούς αυτής της κακοχρονιάς». Ο Πατριάρχης κάθε φοράν που άκουγε πόνον και δοκιμασίαν να του ανιστορούν και περιστάσεις δύσκολες έμπαινε εις τη θέση δοκιμαζόμενου ανθρώπου. Έλαβεν ο άνθρωπος του Θεού τα αναγκαία και επήγε και εξόφλησε τους δανειστές και τους φοροεισπράκτορες.
Μα η ιστόρηση δεν τελειώνει την ώρα που ο στενοχωρούμενος άνθρωπος επήγε και επλήρωσε τους σκληρούς και άκαρδους δανειστές. Την επομένην νύχταν ο συναφερόμενος δούκας είδεν όραμαν διδακτικότατον. Είδεν, λοιπόν, πως έστεκε απέναντι από ένα θυσιαστήριον. Εκεί εποιούσαν πολλοί προσφορές. Έδιδαν μιαν και ελάμβανον εκατόν. Κοντά του ήταν ο Πατριάρχης ο καλός. Τότε κάποιος άνθρωπος λέγει στο δούκα: « Κύριε Δούκα πάρε την προσφοράν και πρόσφερε τηνεις το θυσιαστήριον.» Επειδή πολύ εδίσταζε ο Δούκας έτρεξε ο Πατριάρχης που ήταν πιο πίσω και την έλαβε και την επρόσφερε δια να λάβει , όπως όλοι οι άλλοι που εθυσίαζαν, άλλες εκατόν δώρον από το θυσιαστήριο.
Πολύ εταράχτηκε ο Δούκας. Από το πρωίν εδιαλογίζετουν τι να σημαίνει το όραμα της νυχτός. Εν τω μεταξύ ενεθυμήθη τον πονεμένον φίλον του και έστειλε τον υπηρέτη να τον φέρει. Μα όταν ήλθεν ο φίλος του δεν ελάμβανε τα ασημένια και τα άλλα χρυσά νομίσματα που του έδιδε. Επαραξενεύτηκε ο Δούκας μα επολογήθηκε ο φίλος του και λέγει του: Επρόλαβε ο Πατριάρχης μας ο Ιωάννης ο αγαπητός. Μέχρι να αναθυμηθείς , φίλε μου Δούκα τιμημένε, εκινδύνεψα να απελπιστώ. Μα ευτυχώς εφωτίστηκα και επήγα εις το λιμάνι και εσυνάντησα τον Πατριάρχη και πριχού τελέψω την παράκλησιν μου εμέτρησε τα χρειαζούμενα χρυσά και επήγα και επλήρωσα.» Εγύρισεν προς τον φίλον του: « Φίλε μου αγαπημένε, συγχώρα με δια
την στενοχωρίαν που σου επροξένησε η αμέλεια και η καθυστέρησαη μου. Γνώριζε , όμως, πως ορθώς τα λέγεις. Στ’ αλήθεια επρόκαμεν ο Πατριάρχης και αλοίμονον εις όποιον άνθρωπον, το καλόν λογαριάζει να πράξει μα αναβάλλει το και συλλογάται.
Κάθησε, όμως, φίλε μου να σου ιστορήσω όραμαν που είδα εψές το βράδυν για την προσφοράν που ανάβαλλα και εβασάνιζα σε.» Εκάτσαν όλοι: ο φίλος και οι υπηρέτες και είπεν τους ο Δούκας τι έπαθεν εις το όραμαν του.