الأربعاء, تشرين2 6, 2024

Από τις σχέσεις του τέως βασιλιά Κωνσταντίνου με την Κύπρο

Από τις σχέσεις του τέως βασιλιά Κωνσταντίνου με την Κύπρο

Του  Πέτρου Παπαπολυβίου

Απεβίωσε στις 10 Ιανουαρίου 2023, ο Κωνσταντίνος, τέως και τελευταίος βασιλιάς της Ελλάδος. Γεννημένος το 1940 στην Αθήνα, ακολούθησε την περιπετειώδη διαφυγή της βασιλικής οικογένειας μετά την εισβολή των Γερμανών στην Ελλάδα και επανήλθε μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου και την επιστροφή του Γεωργίου Β΄ στον θρόνο του. Διάδοχος από τα επτά του χρόνια, ήταν γιος του πιο συνταγματικού βασιλιά της Ελλάδας, του Παύλου, αλλά και της πιο παρεμβατικής βασίλισσας στη νεοελληνική ιστορία, της Φρειδερίκης. Στα είκοσί του χρόνια πήρε χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο στη Ρώμη (1960) και στα 24 του έγινε βασιλιάς. Ακολούθησε, λίγους μήνες μετά (Σεπτέμβριος 1964) ένας παραμυθένιος γάμος με την Άννα Μαρία της Δανίας. Τουλάχιστον έτσι παραμυθένιος φάνταζε στα παιδικά μας μάτια όταν θαυμάζαμε το πολυτελές λεύκωμα των «βασιλικών γάμων» που κυκλοφορούσε ευρύτατα στην Κύπρο στη δεκαετία του 1960, με τις εντυπωσιακές φωτογραφίες από τα Ανάκτορα και την έντονη μεθυστική μυρωδιά του γυαλιστερού χαρτιού της έκδοσης.

Το 1965 ο Κωνσταντίνος πρωταγωνίστησε στη «βασιλική εκτροπή» και στα «Ιουλιανά», οδηγώντας στην πτώση την κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου και συμβάλλοντας καθοριστικά σε μια παρατεταμένη πολιτική κρίση που «έκλεισε» με την επιβολή της απριλιανής δικτατορίας. Ο νεαρός βασιλιάς δεν βρήκε τη δύναμη να αντιδράσει άμεσα στους χουντικούς συνταγματάρχες κι όταν δοκίμασε να αντισταθεί, μετά από οκτώ μήνες, τον Δεκέμβριο του 1967, στηρίχθηκε σε λάθος συνεργάτες και αποδείχθηκε εξαιρετικά επιπόλαιος συνωμότης, απέναντι στους Απριλιανούς δικτάτορες που το σκοτεινό παρασκήνιο ήταν ο φυσικός τους χώρος. Αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Ελλάδα και όταν ξαναγύρισε, πολλά χρόνια αργότερα, ήταν πλέον, τέως βασιλιάς. Στο δημοψήφισμα του Δεκεμβρίου 1974 για το πολιτειακό, απουσίαζε μεν από την Ελλάδα και την προεκλογική διαδικασία, κάτι που χρέωνε στον Κωνσταντίνο Καραμανλή, αλλά το μεγάλο ποσοστό του ΟΧΙ στη βασιλεία (περίπου 70%) έκλεισε οριστικά τις όποιες πιθανές αμφισβητήσεις του αποτελέσματος. Η χώρα είχε άλλα πολύ πιο σοβαρά ζητήματα να ασχοληθεί και να επιλύσει.

Ο Κωνσταντίνος είχε πολλούς δεσμούς με την Κύπρο. Είναι γνωστό ότι από την εποχή του κυπριακού αλυτρωτισμού και του «Εθνικού διχασμού», οι Έλληνες Κύπριοι στην πλειοψηφία τους, μέχρι τουλάχιστον τη δεκαετία του 1960, συμπαθούσαν ή υποστήριζαν τον βασιλικό θεσμό στην Ελλάδα. Χωρίς αυτό να σημαίνει, κατά ανάγκην, ότι ήταν «αντιβενιζελικοί» ή «μοναρχικοί». Η διάσταση στην Κύπρο δεν ήταν «εσωτερική» (μοναρχικοί εναντίον αντιμοναρχικών οπαδών της Αβασίλευτης Δημοκρατίας, αυτό εμφανίζεται μόνο για την επίσημη γραμμή του ΑΚΕΛ κατά του «μοναρχοφασισμού», στην εποχή του Εμφυλίου), αλλά κάτι ευρύτερο: Ελληνικά βασιλικά ανάκτορα εναντίον Μπάκιγχαμ Πάλας. Μια αντιπαράθεση που είχε προφανή νικητή στις καρδιές του αποικιοκρατούμενου λαού, γεγονός ιδιαίτερα ενοχλητικό για τις βρετανικές αποικιακές αρχές στην Κύπρο, που επιχειρούσαν ματαίως επί δεκαετίες να κερδίσουν τον «πόλεμο των φωτογραφιών» των μελών των δύο βασιλικών οίκων στα κυπριακά σπίτια και στους τοίχους των δημόσιων οικημάτων.

Σε αυτό το κλίμα, δεν ήταν παράξενο που ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ΄ είχε στενούς φιλικούς δεσμούς με τον Κωνσταντίνο. Δεν το έκρυψε ποτέ, ούτε πριν ούτε μετά το 1974. Παράλληλα, και ο Γεώργιος Γρίβας υπήρξε γνωστός φιλομοναρχικός από τη δεκαετία του 1940 (παρότι είχε ξεκινήσει ως βενιζελικός, όπως πολλοί αξιωματικοί της γενιάς του) ενώ την περίοδο 1965-1967 βομβάρδιζε το Παλάτι με πυκνή αλληλογραφία από την Κύπρο. Ο Κωνσταντίνος από την πλευρά του ήρθε και αποχαιρέτησε τον εκλιπόντα Μακάριο, τον Αύγουστο του 1977, αποφεύγοντας να παραμείνει στην κηδεία, για να μη δημιουργηθεί διπλωματικό πρόβλημα με τους επίσημους εκπρόσωπους του ελληνικού κράτους. Αρκετά χρόνια αργότερα, τον Μάιο του 2000, επισκέφθηκε ξανά την Κύπρο, όπου τον υποδέχθηκε με εγκαρδιότητα ο τότε Αρχιεπίσκοπος, Χρυσόστομος Α΄, ενώ έδωσε συνεντεύξεις σε κυπριακά μέσα ενημέρωσης και γνωστούς Κύπριους δημοσιογράφους.

Τον Μάρτιο και τον Δεκέμβριο του 2009 είχα την ευκαιρία να γνωρίσω προσωπικά τον τέως βασιλιά της Ελλάδος. Τον επισκεφθήκαμε στο γραφείο του, στο κέντρο του Λονδίνου, την πρώτη φορά με τον Μαρίνο Σιζόπουλο, πρόεδρο της Επιτροπής της Βουλής των Αντιπροσώπων για τον Φάκελο της Κύπρου και τη δεύτερη φορά με όλους τους βουλευτές – μέλη της Επιτροπής και υπηρεσιακούς λειτουργούς της Βουλής. Μας υποδέχθηκε και μας φιλοξένησε με μεγάλη ευγένεια και μίλησε στην Επιτροπή για πολλές ώρες, απαντώντας σε δεκάδες ερωτήσεις των βουλευτών. Στη δεύτερη επίσκεψη, όπου κατέθεσε επίσημα τη μαρτυρία του για το Κυπριακό στην Επιτροπή, παρευρίσκονταν και η σύζυγός του, Άννα Μαρία, και τα παιδιά τους, Παύλος και Νικόλαος. Τα όσα ακούστηκαν μπορεί να μην έφεραν θεαματικές ανατροπές για την ιστορία του Κυπριακού, όμως ήταν εξαιρετικά χρήσιμα, με πλήθος πληροφοριών, αρκετών ώστε να κατανοηθεί η πολιτική σκέψη του Κωνσταντίνου και ο τρόπος προσέγγισης της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Ήταν πια σχεδόν 70 χρονών και ανάμεσα στις δύο επισκέψεις μας είχε δοκιμαστεί από ένα καρδιακό επεισόδιο, που τον είχε εμφανώς καταβάλει.

Η πιο δυνατή στιγμή από την πολύωρη κατάθεσή του στους Κύπριους βουλευτές (Αριστοφάνης Γεωργίου ΑΚΕΛ, Γιώργος Γεωργίου ΔΗΣΥ, Ζαχαρίας Κουλίας ΔΗΚΟ και Μαρίνος Σιζόπουλος ΕΔΕΚ) ήταν όταν, σε έντονη φόρτιση και συγκίνηση, δεν μπόρεσε να δώσει ουσιαστική απάντηση στο ερώτημα γιατί δεν αντέδρασε διαφορετικά, συλλαμβάνοντας τους πραξικοπηματίες συνταγματάρχες στο γραφείο του, την 21η Απριλίου 1967. Μας μίλησε με μεγάλη αγάπη για τον Μακάριο, αφηγούμενος χαριτωμένα ανέκδοτα περιστατικά από τη φιλία τους, ειδικά από το κοινό τους ταξίδι στο μοναστήρι του Σινά, τον Σεπτέμβριο του 1966, ενώ αποκάλυψε ότι ο πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας τον είχε καλέσει να έλθει στην Κύπρο, μετά τον Δεκέμβριο του 1967. (Εξάλλου είναι κοινό μυστικό ότι είχε βοηθηθεί και οικονομικά από τον Μακάριο, ειδικά τους πρώτους δύσκολους μήνες στη Ρώμη μετά τον Δεκέμβριο του 1967.) Σε πολλά σημεία της αφήγησής του είχε τις ίδιες θέσεις με την κύρια γραμμή της Αθήνας: Υποστήριξε ότι το Σχέδιο Άτσεσον, τον Αύγουστο του 1964, «ήταν καταπληκτική ευκαιρία» και ότι ήταν λάθος η επιστολή Μακαρίου προς Γκιζίκη, τον Ιούλιο του 1974. Απέρριψε κάθε εμπλοκή του στην κομβική απόφαση για αποχώρηση της Μεραρχίας από την Κύπρο, την οποία απέδωσε αποκλειστικά στην κυβέρνηση της δικτατορίας, ενώ για την κρίση του 1964, χαρακτήρισε ως αστειότητες τις κατηγορίες εναντίον του Μακαρίου «ότι ήθελε να μετατρέψει το νησί σε Κούβα» και τόνισε ότι ο ίδιος προσπάθησε να αποφύγει με κάθε τρόπο την ελληνοτουρκική σύγκρουση, σύμφωνα και με όσα τον είχε συμβουλεύσει ο «μπάρμπας του», δηλαδή ο πατέρας του. Με έκπληξη τον ακούσαμε να μιλά με τα καλύτερα λόγια για τη συνεργασία του με τον Γεώργιο Παπανδρέου («ήταν άνδρας» ήταν η χαρακτηριστική του φράση, με ευκόλως υπονοούμενες τις συγκρίσεις στο ελληνικό πολιτικό σκηνικό…), ενώ παραδέχθηκε ως «μεγάλο του λάθος» τις επιστολές του προς τον πρωθυπουργό το 1965 που επιδείνωσαν τη σύγκρουση επιμένοντας, όμως, ότι η στάση του για το θέμα του υπουργού Άμυνας (Π. Γαρουφαλιά) ήταν σωστή. Ως προς τη διενέργεια του πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου 1974 είπε «ότι η ανοησία δεν έχει φραγμούς» ενώ ήταν έντονα επικριτικός για τον παλιό του υπασπιστή Κωνσταντίνο Κομπόκη και τον ρόλο του, ο οποίος «τον πρόδωσε τρεις φορές», όπως υποστήριξε.

Με τον Κωνσταντίνο συναντήθηκα ακόμη μια φορά, τυχαία, στην Αθήνα το 2011. Τον είδα στην Πλατεία Συντάγματος, στη γωνία με Μητροπόλεως, μαζί με τη σύζυγό του να κατευθύνονται με τα πόδια προς το ξενοδοχείο τους, υπό τη διακριτική συνοδεία ενός ζεύγους φρουρών, με πολιτικά. Τον πλησίασα, μιλήσαμε, με θυμήθηκε και μου ζήτησε μάλιστα λεπτομέρειες για ένα έγγραφο του Φακέλου της Κύπρου που ήταν τότε στην πολιτική επικαιρότητα. Ήταν μια εποχή που η Ελλάδα σπαραζόταν από τις διαδηλώσεις των «αγανακτισμένων» και οι Έλληνες βουλευτές απέφευγαν να κυκλοφορήσουν μόνοι τους στο κέντρο των πόλεών τους για να μην δεχθούν επιθέσεις ή προπηλακισμούς από διάφορους τραμπούκους. Αντίθετα, ο Κωνσταντίνος μπορούσε πλέον να περπατά απαρατήρητος και ανενόχλητος, ως «κοινός θνητός» στην πατρίδα του. Η αντιπαράθεση για τη βασιλεία στην Ελλάδα ήταν ήδη μακρινό παρελθόν και σίγουρα η παρουσία του στη χώρα δεν αποτελούσε κίνδυνο για τη Δημοκρατία…

Listen Live