Κυρ, Νοε 24, 2024

ΒΙΟΣ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΕΛΕΗΜΟΝΑ

ΒΙΟΣ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΕΛΕΗΜΟΝΑ

1. Αρχινώ σήμερα να ιστορήσω τον βίον του συντοπίτη μου Αγίου Ιωάννη του πολλά γνωστού και Ελεήμονα. Κατά πρώτον θα σας πω για τους γονείς του που ήταν συγχωριανοί μου και αυτοί. Ο πατέρας του ελέγετουν Επιφάνιος σαν τον Δεσπότην μας εκείνον τον τρανόν που εθαυματούργησε πολλά. Της μητρός του
το όνομα ήταν κοσμία και ήταν όμορφη πολλά και εις την ψυχήν ζηλευτή.

Η γέννησις του καταπώς λεν οι γραφές το έτος πεντακόσια πεντήκοντα πέντε στην Παλιάν Λεμεσόν που τότε την έλεγαν Αμαθούντα και ήταν κτισμένη εις
το γιαλόν. Έπερνεν ο Επιφάνιος το τέκνον του και εβγαίναν να περπατήσουν εις την ακρογιαλιάν για να παίξει και να χαρεί το πολλά ωραίον του Θεού κτίσμα, την
θάλασσαν και τις ομορφίες της, το κύμα, τους αφρούς, να ακούει τα τραγούδια της.

Όποιον εσυναντούσαν τους χαιρετούσε και τους τιμούσε.Ανοίγαν τα ξωπόρτια να μπεί ο άρχοντας ο Επιφάνιος, που εκυβέρναν τη νήσον με φόβον Θεού και αγάπην δια του Κυπριώτες περισσήν. Έβλεπεν ο Ιωάννης μικρός και ελάμβανε παράδειγμα και ωφελείτο πολύ.

Εις το σχολείον με πόθον ζηλευτό εμελετούσε και μορφωνόταν κατά την τάξιν του τότε καιρού. Εμαθήτευσεν εις εναρέτους δασκάλους και σοφούς μα περισσότερο εγνώρισε μετά πολλής χαράς τας γραφάς τας ιεράς.

Κοντά εις την μητέρα εμάθαινε αλήθειες για τη ζωή και εδιδάχθη τον τρόπον του αληθινού πλούτου, τον θησαυρόν τον εν ουρανοίς. Η οικογένεια του ήταν
πλούσια και εις την Ρωμανίαν ξακουστή. Μα ο καλός Ιωάννης εκατάλαβεν τις συμβουλές της μητρός του της Κοσμίας και δεν ελογάριαζεν τα μαξούλια, τα πουγκιά
και τα γεννήματα που έπεμπεν ο Πλάστης μας εις το αρχοντικόν τους.

Στους καιρούς που ήταν ο Άγιος παιδίν και έπαιζεν με αγάπη μες στις στράτες με τα γειτονόπουλα του εβασίλευεν την Ρωμανίαν αυτοκράτορας ξακουστός. Ο
Ιουστινιανός με το όνομαν, άντρας χαλκέντερος τόσον που τον επαινεύαν οι παλατιανοί για ακοίμητον. Μα στο βίο του ανθρώπου ύστερα από την πτώσιν που
γελάστηκαν οι Πρωτόπλαστοι από τον μισόκαλον όφιν , δε βρίσκεται άνθρωπος στ’ αλήθεια αθάνατος και ακοίμητος. Έτσι και ο Ιωάννης εκοιμήθηκε σύμφωνα με τις γραφές και καταπώς μαρτυρούν όσοι γράφουν και μσώζουσιν τα γενόμενα κατά τον καιρόν του αυτοκράτορα Ηράκλειου. Εκείνου του σεμνού και αληθώς γενναίου ανδρός, του παλληκαριού που αδελφοκτόνος τον τραγουδούσιν ακόμη στις τάβλες και τα πανηγύρια ωσάν βασιλιάν σοφόν, άνθρωπον που προσευχόταν και επολέμαν και εκυβερνούσε με το δίκαιον και τον νουν τον απερήφανον και δεν άκουεν το θυμόν όστις είναι σύμβουλος τυφλός και μέθυσος και.

2. Τα παιδικά και νεανικά χρόνια

Αναγιώννετουν ο Ιωάννης και υπάκουεν στους γονείς του και πολλά επρόκοψεν ο ευλογημένος. Ο Συμεών ο Μεταφραστής που έγραψεν τον βίον του προ ετών πολλών εξηγά με σοφίαν: « Αφού είχεν τέτοιους γεννήτορες ο Άγιος δε διαφόρεσεν και δεν επαράλλαξεν από τον βίον που ακολουθούσαν, αλλά μάλλον
αγωνιζόταν και εγονάταν και ίδρωνεν να τους στολίση με τα έργα και τους λόγους του, περισσότερον. Για να ξεχωρίζει από τους καρπούς το δένδρον και όχι από το δένδρον ο καρπός να περηφανεύεται και να ομορφαίνει. Αλλά μάλιστα δια το τέκνον του ο πατέρας να σεμνύνεται και να αγάλλεται η ψυχή του από τις προκοπίδες και από τα όσα βλέπουν οι οφθαλμοί του».

Τόσον ήταν υπάκουος ο Ιωάννης που εκρόστηκε και ας μην ήθελεν, βαθιά η ψυχή του ας μην επιθυμούσε τηντου γάμου κοινωνίαν. Ήθελαν οι γονείς του να τον
παντρέψουν με μιαν κόρην θαυμαστήν και προκομένην. Εκαταδέχτηκε και επαντρεύτηκεν όταν έφτασεν εις «μέτρον ηλικίας» για να να μην παρακούσει του
πατρός και της μητρός την συμβουλήν μα εζούσε με εγκράτεια και διήγεν τον έγγαμον με σωφροσύνην. ‘ωσπου και εποφάσισεν να κάμουν παιδιά με την συμβίαν του αφού του εσύστησαν πολλά και πολλύν καιρόν εσυμβουλεύαν τον τον οι συγγενείς του και ανθρώποι που ενόμιζαν πως το καλόν επράτταν.
Εχάρηκεν το δίχως άλλον όταν αξιώθηκεν να ακούσει κλ/άματα μωρού μες το αρχοντικόν του. Εζούσε και αγάπα τη συμβίαν του και τα δειλινά άμαν επέστρεφεν
με τα τέκνα του που τότες εταχταρ’ιζαν και εγελούσαν και εχαρίζαν του την ευχαρίστησιν που ανθρώποι αμέτρητοι επιθυμούν διακαώς πάνω σε τούτην την γην.

3. Δοκιμασίες και η αντιμετώπιση των δυσκολιών

Οι βουλές των ανθρώπων πότε γίνουνται και φορές πολλές δε στέκει δυνατόν να γενούσιν. Στέκει και συλλογίζεται ο άνθρωπος παλάτια για να κτίσει και αποθαυμάζεται, τα βλέπει εμπρός του τα ξοπόρτια, τα σώσπιτα, τις καμάρες. Μα περνά ο χρόνος κι αντί μαστόρους να’χει στα χωράφια του , παλάτια για να κτίζει, βρέθεται γεωργός εις την αστοχίαν και μόλις που έχει να ταϊσει τα παιδιά του. Για στον πόλεμον τοξότης φεύγει κι έχει στην προσταγήν του πεζούραν και καβαλλαρίαν. Για αποφασίζει, από τον Θεόν φωτίζεται και το μικρόν το σπίτιν του αρκεί τον και δίνει, χαρίζει τα περισσευούμενα σε γειτόνους φτωχούς κι άλλους
πολλούς ανήμπορους ανθρώπους λυπημένους… Έτσι έγινεν και στο βίον που ιστορούμε. Όταν εφάνηκε του Ιωάννη πως παίρνει ένα δρόμον, μιαν οδόν και
ακολουθεί του Θεού τα ρήματα , ανθρώπους κατά τις προσταγές Του να αναγιώσει, άλλες εφανήκαν οι βουλές του Κυρίου που δεν τις ξέρει πάνω σε ετούτην την γην κανένας. Εξόν από εκείνους που άμαν θέλει φωτίζει τους ο Πλάστης μας από τα ύψη τα μεγάλα σαν να μας σκέπει.
Μετά λίγον καιρόν αφού ετεκνοποίησεν τον ηύρεν συμφορά. Επεθάναν τα τέκνα του τα πολλαγαπημένα και ύστερα από ημέρες μετρημένες τον άφησεν και η
αγαπημένη του και από την λύπην της την πολλήν και επήγεν να βρει τις καθαρές των παιδιών της. Ελυπήθηκεν ο Ιωάννης μα δεν απελπίστηκεν καθόλου και αποφάσισεν να ζήσει με ελπίδαν μεγάλην παρά την καταδρομήν , την συμφοράν του θανάτου.
Απήλθαν οι οικείοι του προς Κύριον και αυτός εγονάταν και επροσεύχετουν ωσότου εφωτίσθην και έκαμεν τα θλιβερά γενόμενα «αιτίαν αρετής» καταπώς γράφει και ο σοφός της Εκκλησίας συναξαριστής.

Καταπώς οι γραφές μαρτυρούσιν τον εφώτισεν ο Θεός και εγένην μεγάλος της φιλανθρωπίας εργάτης και έδιδεν από τα έχει του εις όποιον του εζήταν και εις
άλλους που ήταν σε περίστασιν και ανάγκην, γειτόνους και περαχωρίτες. Τόση ήταν η ελεημοσύνη που επλούμιζεν τον βίον του ώστε εμαθεύτηκε το καλόν σε φτωχούς και άρχοντες, σε χωρία και πολιτείες, από την Καρπασίαν ως αψηλά στις κώμες των βοσκών εις τον Ακάμαν. Ως και στην Κωνσταντινούπολιν έφτασεν το όνομαν και οι προκοπές του. Έμαθεν για λόγου του και ο πολλά ξακουστός ο βασιλιάς ο Ηράκλειος και εθαύμασεν τον άνθρωπον που ανάστησεν η γη της Κύπρου εις την Αμαθούνταν.

4. Τον καιρόν που ομιλούμεν ήταν ο θρόνος της Αλεξάνδρειας χωρίς Πατριάρχην και μεγάλος χειμώνας και καταιγίδα εις τα πνευματικά εβασάνιζεν τους
Χριστιανούς. Tότε έμαθαν οι αδελφοί πως εις τους τόπους μας εζούσεν έναν παλληκάριν ταιριαστόν δια την περίστασιν και έστειλαν πρεσβείαν να κάμει τα
πρεπούμενα για να έλθει δεσπότης να γενεί και βοσκός να μαντρίσει τα πρόβατα που μεγάλην δυσκολίαν επερνούσαν.
Ο βασιλιάς έστειλεν ανθρώπους δικούς του και ήλθαν εις την Κύπρον και κατέβηκαν από τα καράβια εις την Αμαθούνταν. Ήταν και τότε το λιμάνι της ξακουστό σε ντόπιους και περαστικούς, Αλαμανούς και άλλους πολλούς. Τους εκαλοδέχτηκεν ο Ιωάννης και τους υπάκουσε σαν τον ορμήνευαν να έλθει να πάνε στη Βασιλεύουσαν κάτι για να του ειπεί ο βασιλιάς. Μετά από λίγες ημέρες αφού τους εφιλοξένησεν με αγάπη και τιμές ο Ιωάννης, άνοιξαν πανιά για την Πόλην την
Βασιλεύουσαν.
Εκείνον τον χορόν έπαρχος της Αιγύπτου ήταν ένας άνδρας αγαθός ονόματι Νικήτας και ήταν πατρίκιος εις τον τίτλον. Φίλος καλός και έμπιστος του Ιωάννη
επόθησε και εκείνος ό,τι ήθελεν και ο απλός λαός του Θεού να ιδεί και να χαρεί.
Επίσκοπον να αξιωθεί να αποθαυμάσει τον Ιωάννην εις τον μέγα θρόνον τον καλόν του Αγίου Μάρκου ο οποίος συνέγραψεν το ξακουστόν εις τον κόσμον ευαγγέλιον Χριστού. Ευαγγέλιον Χριστού πολυδιαβασμένον. Τα έργα, τους λόγους, τον σταυρόν και την Ανάστασην ιστορεί δια να ακούουν οι χριστιανοί και να μαθαίνουν το άγιον φως που έφερεν ο Κύριος εις την γην δια να μας σώσει. Να φύγει ο θάνατος από τον βίον μας και τα παιδιά και την καρδιάαν μας. Ήξερεν ο σοφός Νικήτας τον Ιωάννην καλά και εσκέφτηκε για το καλόν να ειπεί του βασιλιά να μην ακούσει την ταπείνωσιν του καλού του υπηκόου και να του αναγγείλει λόγον καλόν δια να του αναγγείλει λόγον καλόν δια να τον πείσει με καλοτροπίαν εις την μάντραν του Χριστού της Αλεξάνδρειας να χειροτονηθεί Δεσπότης. Και αν τύχει πάλιν και δεν θελήσει με το καλόν να ακολουθήσει τις νουθεσίες και τις τιμές του Αυτοκράτορα του ξακουστού της Ρωμανίας διαταγήν να του αναγγείλει ο Ηράκλειος, την πράξιν την πολυπλούμιστην να μην αρνηθεί.
Τι να κάμει και ο Ιωάννης αρνήθηκεν εις την αρχήν μα ο βασιλιάς σαν να ήταν ορμηνεμένος δεν εδέχτηκεν τις αιτιάσεις του δούλου του και έδειχνεν γινάτιν
μεγάλον και θέλησιν και τιμήν να τον αποστείλει έτσι κι αλλιώς Πατριάρχην.
Τι να κάμει ο ευλογημένος; Εδέχτηκεν για να μην γίνεται ιστόρηση μεγάλη και λόγος εις τις στράτες και τα καπηλειά της Πόλης ότι δεν εκρόστειν ο Ιωάννης την
βουλήν του λαού και του μεγάλου του βασιλέα.

5. Οι άρχοντες και οι κύριοι

Πολλοί επερίμεναν τον Ιωάννην εις την Αλεξάνδρειαν όταν έφθασεν με το καράβιν από την Αμαθούνταν την πολυαγαπημένην. Μα ο Ιωάννης δεν εκαθυστέρησεν, καθόλου δεν εστάθη ν’ αποθαυμάσει την πόλιν. Μόνον από την ιδίαν νύχταν έπεψεν εις τες στράτες να βρουν όσους ερριγούσαν. Φωτιές ν’ ανάψουν να τους σπιτώσουν, να τους καλοκρατούν, φαγητόν καλόν να μαγειρέψουν, τραπέζι να στρώσουν για τους άρκοντες. Έτσι τους έλεγεν και έτσι τους ετίμαν. Και περισσότερον ακόμα κυρίους και μαστόρους τους επροσφώναν και τους ετίμαν.
Όπως τον παλαιστήν, τον ονομαστόν πεχλιβάνη, που λούζεται το λάδιν να γλιστρούν όσοι γινάτιν έχουν να τον παλέψουν, να τον νικήσουν, έτσι και ο Ιωάννης
λουσμένος μες τη χάρη , να μην μπορούν οι δόλιοι, οι πονηροί να τον νικήσουν, να τον φυλακίσουν εις το θέλημα τους, εβάλθην να ξεχερσώσει τα αμπέλια του Κυρίου του, να τα αποκαθαρίσει από τα πολλά θεριασμένα ζιζάνια των αιρέσεων. Κατά που αρχίνησε τα έργατα στην Αλεξάνδρεια εχρεώθη επτά τον αριθμόν εκκλησίες μα έκαμε τον σταυρόν του και εστάθη και έκτισε ναούς πολλούς, διότι επέστρεψαν εις τις αγκάλες της Εκκλησίας μας όσοι εγελάστηκαν από τις διδασκαλίες του Πέτρου του Κναφέως, όστις επρόσθετεν λόγους δικούς του εις τους Ύμνον τον Τρισάγιον ο άφοβος, ο πλανεμένος.
Έγινεν ο Άγιος και κτίστης και πουργός και έβαλε θεμέλιους πολλούς και με τη βοήθεια του Θεού και τις ευχές των πονεμένων που τους εστάθη συμπαραστάτης,
αξιώθηκε γρήγορα να δει μες τα χωριά και τις πολιτείες που έβλεπε ποιμένας πολλά νοσοκομεία, φτωχοτροφεία και άλλα πολλά έργατα καλά, σπίτια για τους ξένους, σιτηρέσια για το λαό που πεινούσε. Εφρόντισε και για τις μανάδες τις φτωχές, τις κόρες που δεν είχαν τόπο για να γεννήσουν. Έκτισεν τους κατοικίες καλές, επτά σπίτια σε τόπους διάσπαρτους μες την πόλιν με όλα τα τεριαστά και με τις μάμμες, νοσοκόμες και φάρμακα πολλά.
Εσκέφτηκεν ακόμη και εφωτίσθη να βοηθήσει και πολύ να μεριμνήσει και για να μην μπαίνουν στον πειρασμόν από της φτώχειας τα κακά Για τα χρειαζούμενα
τους έδιδεν και τους ενουθέταν, πολλά τους εβοήθαν.

5β. Πρώτες μέρες στην πατριαρχία

Είναι καιρός , όμως, να κάμωμεν λόγον για τις πράξεις του Ιωάννη, ευθύς μόλις ενθρονίστηκε Πατριάρχης.
Πρώτα επρόσταξεν να έρθουν μπροστά του όλοι της Εκκλησίας οι οικονόμοι και άλλοι όσοι είχαν αξίωμαν και διακόνημαν στους ναούς. Με αγάπη τους είπεν
λόγον καλόν. Για την εργασία στον αμπελώνα του Χριστού. Μετά τους ορμήνεψε να βγουν στις στράτες, τις ρύμες και τα μονοπάτια της πολιτείας. Να βρουν και να
γράψουν σε κατάστιχον όλους τους αφέντες, τους κυρίους του πατριάρχη. Οι οικονόμοι όλοι συγχύστηκαν και εζητούσαν εξηγήσεις. Τότε ο σοφός Ιωάννης
εξήγησε τι ήθελε να κάμουν: « όσους γνωρίζετε φτωχούς και διακονητές τους ονομαζετε, ακούστε τι καλό μεγάλο μπορούν να μας χαρίσουν. Να μας βοηθήσουν ,
μπορούν. Παράδεισο σε μας να παραδώσουν. Πάρτε λοιπόν τις στράτες σας, τώρα,στενό και σπίτι ερειπωμένο να μη σας ξεγελάσει. Όπου φτωχός, όπου μικρός
στους δρόμους, χωρίς πατέρα ή προστάτη. Όπου έχει χήρα κι ορφανά, νέους αρρωστεμένους. Αγάπην κάμετε πολλήν όλοι τους να καταγράφουν βοήθεια να
λαμβάνουν, να μην κακοπερνούν».

Εβγήκαν οι οικονόμοι, Θεός να τους φυλάει εβγήκαν και εμέτρησαν επτά τόσες χιλιάδες. Μέσα στα στενοσόκακα, μέσα στα παραδρόμια ένας οικονόμος ευσεβής, καλός και προκομμένος μοναχός, ανακάλυψε ακόμη πεντακόσιους κρυμμένους φτωχού;, ανήμπορους και αδύνατους ανθρώπους.
Προτού τελειώσουν με τους φτωχούς αφέντες τους , άλλη σοφή προσταγήν τους έδωσε και πιάσαν δρόμους και στενά οι συνετοί οικονόμοι. Όπου είχεν έμπορους, μικρούς πραματευτάδες, όπου πωλούσαν κι αγοράζανε τους έδεωσαν διαταγή καλή του επισκόπου.
Ν’ αφήσουνε τα δυο σταθμά, ν’ αφήσουν να ξεχάσουνε τα δυο τους βαρίδια.
Ένα το ζύγι να πωλούν έναν και ν’ αγοράζουν. Αν τύχει ν’ αρνηστούν. Αν τύχει ισχυρογνώμοι πολύ να παρακούσουν προστάζει ο Δεσπότης μας μεγάλην τιμωρίαν.
Όποιος φανεί εγωπαθής και δεν μας υπακούσει με τη ψευτιά αν θέλει τα πουγκιά σε μιαν ημέρα να γεμίζει, φτωχός πολλά θα καταντήσει. Φτωχός, από τους φτωχότερους της πόλης. Όλα του τα υπάρχοντα θα βγουννα πουληθούνε να δούνε όλοι οι Αλεξανδρινοί τι έπαθεν ο δολερός να μην γυρεύουν σκοτεινά, ψευτιές για να πλουτίζουν.

Εφώναξε και τους κριτές κάτι να τους αναγγείλει. Μαζευτήκαν όλοι και ήταν συγχυσμένοι. Τότε έπεφταν στο αμάρτημα της σιμωνίας για να αδικούν τους φτωχούς. Όταν εμετρήθηκαν ήταν όλοι παρόντες. Βγήκε ένας υπηρέτης και μετρούσε μισθόν μεγάλο, πουγκιά πολλά στον καθένα. Πουγκιά πολλά να ζουν αυτοί και τα παιδιά τους και να τους περισσεύουν. Κατόπιν βγήκε ο Πατριάρχης για να εξηγήσει . Λόγον τους είπε σοφόν για τις πτώσεις της φιλαργυρίας και για τον άδικον χρυσόν
που κατέκαψε πολλούς ανθρώπους και σπίτια. Γι’ αυτό, τους λέει ,να αφήσετε το άδικο και το καλό να ακολουθάτε και χωρίς το δίκαιο να μην κρίνετε ποτέ, να μην
αποφα;σίζετε βιαστικά και μόνο από την όψη και τα υπάρχοντα του κατηγορούμενου.
Άκουσαν οι κριτές και ελυπήθηκαν και έφυγαν όλοι σκυφτοί για τις οικίες τους και πολλά επροσβάλτηκαν. Έστειλαν ύστερα μέχρι να νυχτώσει όλα τα πουγκιά για να δείξουν στον Πατριάρχην ότι μετανόησαν.
Ο σοφός και ενάρετος Ιωάννης με αυτές τις θαρραλέες πράξεις του κέρδισε τις καρδιές και την αγάπη των Αλεξανδρινών. Από τις πρώτες ημέρες της πατριαρχίας
του πολλοί τον ονομάζουν άνθρωπο της αγάπης και του ελέους.

6. Οι υπηρέτες… και η θλίψη του Πατριάρχη.

Όταν τα έκαμε τούτα ο σοφός Ιωάννης ενόμισεν ο δίκαιος πως οι φτωχοί ήταν σε καλήν μοίραν και πλέον ήταν δύσκολον να τους αδικούν. Μα έναν πρωϊν που εβγήκεν να περπατήσει μοναχός του μες τις στράτες της πολιτείας του τον εκόντεψεν δειλά ένας φτωχός και του απήγγειλεν μιαν αλήθειαν και πολλά επικράθηκεν ο πατριάρχης. Επέστρεψεν εις το πατριαρχείον και επρόσταξεν τους υπηρέτας έξω να βγάλουσιν τον θρόνον να μην μπορεί κανένας να εμποδίζει τους φτωχούς που επιθυμούν εις τον ποιμέναν τους να έρθουν , αίτησιν δια να του ειπούν.
Πολλά εθύμωσεν τους υπηρέτας δια την προσωποληψίαν και την κακήν τους κρίσιν.
Από τότε εις και μόνος ανήρ και δίκαιος έστεκεν δίπλα του όταν άκουε τα φτωχά και πονεμένα του τέκνα τι έπαθαν και τι θέλουν καλώς δια να ζώσι. Έτσι μετά
τούτου του γεγονότος εγλύτωσε τον λαόν από την αδιακρισίαν των υπηρετών του που έστεκαν στην πόρταν και αδίκως εκρίνασι ποιος να εισέλθει και ποιος δεν ημπορεί τον Πατριάρχην τον καλόν να ιδεί να αποθαυμάσει.
‘Έναν άλλον δειλινόν ο Πατριάρχης πολλά λυπημένος εκάθετουν εις τον τόπον τον συνήθη, έξω του ναού. Κατά την πέμπτην απογευματινήν , προτού να
σουρουπώσει, έκαμε να φύγει λουσμένος στα δάκρυα. Τον είδαν οι μπιστικοί του μα δεν το έκαμνεν η καρδιά τους να τον ερωτήσουν. Ευτυχώς ευρέθη εκεί άνθρωπος νουνεχής και σώφρων, ο Σωφρόνιος, φίλος του καρδιακός και συμπολεμιστής θαρραλέος και άφοβος, δυνατός. Άνδρας που τον εβοήθαν εις τους αγώνας κατά της δαιμονιώδους και αιρετικής μανίας των αθέων Ακεφάλων.
Ο Σωφρόνιος ερώτησεν τον Πατριάρχην: « Τι έπαθες πολυπλούμιστε των αρετών αρχιποιμένα και ετάραξες μας όλους πολλά και με το πρόσωπον σου που
σκυθρώπιασε και λυπημένον το βλέπουμεν σήμερον, ολημερίς»; Ποια άραγε η αιτία της ταραχής και της πολλής σου λύπης»;
Επολογήθην ο Ιωάννης και του είπεν: «Τέκνον Σωφρόνιε, φίλε μου έμπιστε και ζηλευτέ, σήμερα καμμίαν εργασίαν δεν έπραξα. Μήτε μισθός μου πρέπει. Κάθομαι εδώ από το πρωϊν, κανένας δεν εφάνηκε, να διακονήσω, να χαρώ, αγάπη να του δώσω. Η λύπη μου είναι περισσή. Κόπον εις τον Χριστόν δεν έπραξα κανέναν. Τίποτε δεν εξώφλησα, για τα που χρωστώ και που έπραξα , φτωχός εγώ ικέτης.» Ο σωφρόνιος, χωρίς σκέψιν πολλήν επολογήθην ο καλός για να τον γλυκάνει: « Σήμερα
είναι μέρα χαράς , μεγάλε μου Δεσπότη. Να νιώθεις ευχαρίστησιν, ειρήνη και ευτυχίαν, για την ειρήνην που έφερες σ’ αυτήν την πολιτείαν. Έβγα στις στράτες για
να δεις μικρούς, μωρά, μεγάλους. Κανένας πλέον δεν έχει έριδαν , κατηγορίαν. Μόνον ζουν χωρίς καυγά, το φθόνο, τα’ άλλα αγκάθια. Ωσάν άγγελοι σκέφτονται.
Ωσάν άγγελοι ζούνε.»
Εχάρηκε ο Πατριάρχης και εχάθηκε ευθύς από την καρδιά του η αθυμία άπασα και επλημμύρισε όλος χαρά, ο ταπεινός, ο πράος, ο γλυκύτατος της Αλεξάνδρειας πατριάρχης. Εσήκωσε εις τον ουρανόν το ταπεινόν του βλέμμα και είπεν, μετά γνώμης γλυκιάς και δυνάμενης: « Ω Πλάστη μου που είσαι στα ψηλά, πολλά ευχαριστώ σε που αξίωσες τον δούλον σου τον αμαρτωλόν να επισκοπεί ποίμνιον καλόν. Επίσκοπος και ιερεύς αχράντων μυστηρίων.»

7. Η όμορφη θυγατέρα

Παρέκβασιν αναγκαίαν ποιούμεν αγαπητέ αναγνώστη δια να διηγηθούμεν ιστορίαν που ανήγγειλεν ο άγιος Ιωάννης εις τους μπιστικούς του δια να τους δώσει
να καταλάβουν το μεγάλον της φιλανθρωπίας και της ελεημοσύνης κέρδος. Την ιστορίαν αυτήν την εδιηγήθηκεν ο Πατριάρχης εις την περίστασιν εκείνην που
εσκανδαλίστηκαν οι οικονόμοι του , όταν έρχονταν οι προσφυγούδες της Συρίας καλοντυμένες και μες τα κοσμήματα στολισμένες και εδιακονούσαν βοήθειαν δια να ζήσουσιν εις την προφυγιάν.
Έλεγεν τους ο Ιωάννης : Ήταν μια νύχτα της Αμαθούντος με λίγην θαλάσσιαν δροσιάν και κρυφοπυράν και σαν εκοιμούμουν ήσυχος είδα μπροστάα μου καθαρά
μιαν κορασιάν εστολισμένην και όμορφην με πρόσωπον ακτινοβολών περισσότερον και από του ηλίου την δόξαν. Είχεν στεφάνιν στα μαλλιά με της ελιάς τα φύλλα και τα κλαδιά ήταν καμωμένον. Κάποιος μου άγγιξεν εις το πλευρόν και εξύπνησα. Ήταν η κόρη που έβλεπα εις τον ύπνον μου. Αληθινή και φωτεινή σαν την εθώρουν και στον ύπνον μου. Εσκέφτηκα, εσυλλογίστηκα: μήπως είναι κόρη, είναι όραμα, είναι του Χριστού σημαίο ή είσαι του μισόκαλου μεγάλον πλανευτήριον; Λέγω της: κόρη, ποια είσαι, πόθεν έρχεσαι και ποια είναι η αφεντιά σου; Και μες το αρχοντικό μας το τριμάνταλο, το σφιχταμπαρωμένο ήντα γευρεύεις κόρη μου; Δεν εφοβήθεις; Δεν εντράπηκες να έλθεις μέσα εδώ να με ενοχλήσεις τέτοιαν ώραν; Μέσα στο φως σαν ήταν, με εκοίταξεν και με χαράν και χαμόγελον ιλαρόν
λέγει μου τα παρακάτω λόγια: «Εγώ είμαι κόρη παστρική, του βασιλιά γενιά. Πρωτόθρονη και πρωτοθυγατέρα του, κόρη του πολλοτιμημένη». Ευθύς εγονάτισα
δια να την προσκυνήσω, να της αποδώσω την πρέπουσαν τιμή. Μου εξαναμίλησεν: «Αν με έχεις εις τον βίον σου σύντροφον και παραστάτην πολλά θα σε φιλέψω. Στο βασιλιά θεννά σε πάρω κι ευθύς θα σε αγαπήσει, θα σ’ έχει φίλον του καλόν περίτου από βεζύρην. Αγάπην έχει μου περισσήν, μεγάλην παρρησίαν απόκτησα τόσους χρόνους κοντά του. Εγώ περισσά εμίλησα για την αγάπην των πλασμάτων. Για το χατήριν μου εκατέβηκεν στην γην άνθρωπος να σώσει τους ανθρώπους, τα παιδιά του.
Χωρίς καιρό να χάσω εσηκώστηκα και εκίνησα μες το σκοτάδι δια την εκκλησία. Εγκλυκοχάραξε και ξάφνου μπροστά μου εσυνάντησα άνδρα γυμνό, ημιθανή, τρέμοντα από το ψύχος. Πολύ τον ελυθήθηκε η καρδιά μου. Εγονάτισα σιμά του, τον εσκέπασα με το καλόν μου πανωφόριν. Άρχισεν σιγά-σιγά να συνεφέρνει και
να με ευγνωμονεί με τα μικρά κουρασμένα του μάτια. Ακολούθησα τον δρόμον μου κρυώνοντας ολίγον. Προτού να φθάσω εις τον ναόν, μπροστά μου εφάνηκε άνδρας μες τα λευκά ντυμένος. Ένα πουγκίν ολόπλουμον και ολόγιομον χρυσά μου έδωσε. Κωνσταντινάτα, νομίσματα της Ρωμανίας πλουμιστά. Ευχαρίστως τα εδέχτηκα μα μέχρι να φτάσω στο πέρα στενό άλλαξα γνώμη και εσκέφτηκα να επιστρέψω να του τα δώσω πίσω, αφού χρεία δεν τα είχα. Μα άφαντος έγινε ο άνθρωπος που ήταν μες τα λευκά ντυμένος. Τότε ήταν που εκατάλαβα πως όραμα από τον Θεό αξιώθηκα ο ελεεινός εγώ να δω και δώρον Του μες τα χέρια μου να κρατώ ξημέρωμα μες τα στενά της Αμαθούντας.
Από τότε έτυχεν μου πολλές φορές να λάβω δώρον, παροχήν εκατονταπλασίονα της ελεημοσύνης που έδιδα εις τους φτωχούς, εις ορφανόν, εις χήραν και εις άλλον του Θεού πλάσμαν. Πολλές φορές ο Θεός ετήραν την υπόσχεσιν  του να μου δίδει ανταπόδοσιν πολλαπλάσιαν των όσων εγώ ο αμαρτωλός εχορήγουν ως δωρεάν και ως βοήθειαν.

8. Ο διάκονος Δαμιανός

Πολύ εμερίμνα ο άνθρωπος του Θεού και δια την συμφιλίωση και την πολιτείαν των κληρικών και των ποιμένων. Μιαν ημεραν όταν άκουσε πως ένας
διάκος ονόματι Δαμιανός δεν εσυμφιλιωνόταν με έναν άλλο δούλο του Θεού και εκρατούσε κακίαν, εγύρεψε από τον αρχιδιάκονο με τρόπον εις την εκκλησίαν, καθώς Ελειτούργουν , να του δείξει τον διάκονον Δαμιανόν. Έτσι και έγινεν μα ο Πατριάρχης δεν εξήγησε σε κανέναν τι σκεφτόταν. Όταν επλησίασεν ο Δαμιανός να
κοινωνήσει και καθώς ήταν εις την πρέπουσαν σειράν , όπως ορίζει η τάξη , λέγει του Πατριάρχης: « Ύπαγε πρώτον διαλλάγηθι τω αδελφώ σου και τότε ελθών αξίως μεταλάμβανε των αχράντων του αμνησικάκου Χριστού μυστηρίων». Εντράπηκε τότε πολύ ο διάκονος και με όρκους πολλούς εσυμφώναν με τον Πατριάρχην πως θα συγχωρηθεί με τον αντίδικον του και δεν θα μνησικακεί πλεόν εις τον βίον του. Όταν είδαν οι κληρικοί και οι ποιμένες του , πολύ εδιδάχτηκαν και εφοβούνταν μήπως πάθουν ωσάν τον καημένον τον διάκονον τον Δαμιανόν, όστις δια το γινάτιν του και τον εγωισμόν έπαθεν τέτοιον πάθημαν και ύστερα αναγκάστηκε να συνετιστεί.

9. O Πατριάρχης, τα συμβούλια και η μνήμη θανάτου

Σε μιαν επίσημην γιορτήν, μα και σε άλλες κατά την κρίσιν μου, πιστεύω πως εγένοντο προς διδαχήν τα παρακάτω: Εισερχόντουσαν μέσα στο μεγάλο Συνοδικόν
όπου ήταν πολλοί συναγμένοι. Και δούλοι και λαός , προύχοντες και οικονόμοι.
Εισερχόντουσαν λοιπόν οι φιλόπονοι λεγόμενοι και έλεγαν , χωρίς ντροπήν εις τον Πατριάρχην: « Το μνήμα το της σης οσιότητος δέσποτα, ατελείωτον καθέστηκεν .
Επιτρέψη ουν η αγιοσύνη σου να τελειωθεί, διότι ουκ οίδεν ποίαν ώραν ο ……….έρχεται ».
Το γενόμενον τούτο παράδοξον εσκέφτηκε και έπραξε ο άνθρωπος του Θεού δια να βρει αφορμήν ομιλίας και συντυχίας πνευματικής εις το Συμβούλιον και εις
άλλας εορτάς. Έτσι εγινόταν αφορμή για μνήμη και μελέτη θανάτου, όπως εγινόταν και παλαιότερα εις την ενθρόνισιν των αυτοκρατόρων της Ρωμανίας. Τότε που
εισέρχονταν με τέσσερα ή πέντε κομμάτια μαρμάρου πολλών ειδών και χρωμάτων οι τεχνίτες και οι οικοδόμοι των τάφων και ερωτούσαν: « Ποίου μετάλλου κελεύει το μνήμα αυτού γενέσθαι το κράτος σου;» Είναι γι’ αυτό το περιστατικό που άκουσε ο Πατριάρχης και αποφάσισε να κάμει και αυτός το ίδιον και ακόμη διδακτικότερον.

10. Ο Άγιος Ιωάννης και ο Όσιος Σεραπίων
Εμελέτα και εδιάβαζε τις γραφές τις ιερές ο όσιος Ιωάννης. Του άρεσαν , καθώς μαθαίνουμε, και οι βίοι των Αγίων Πατέρων και ιδιαιτέρως όσων εδούλευαν
μισθωτοί εις τους κάμπους και τα άλλα χωράφια της ελεημοσύνης. Εχαίρονταν και έλαμπεν το πρόσωπο του Οσίου, όταν έλεγεν τα ιερά παθήματα και τα ευλογημένα έργα του αγαπημένου του Οσίου Σεραπίωνος του Σιδωνίου. Ο Σεραπίων έδιδεν πολλά. Ό,τι μπορούσε και ό,τι κρατούσε. Έδωσε μια φορά το μαφόριν του και μέχρι να πάει περπατητός ολίγον πιο κάτω εσυνάντησε αδελφόν που εκρύωνεν. Έδωσεν και εις αυτόν το στιχάριν του. Έμεινε το Ευαγγέλιον παραμάσχαλα να τον φυλάει. Τότε κάποιοι τον ερώτησαν: « Τις σε απέδυσεν αββά;» Αποκρίθηκε ο ¨οσιος , κρατώντας και δείχνοντας το άγιον Ευαγγέλιον εις την δεξιάν του : «ούτος με απέδυσεν.»
Εις μιαν άλλην περίστασιν αναγκάστηκε να πουλήσει το αγαπημένον του Ευαγγέλιον για να μπορέσει να ελεήσει εμπερίστατον αδελφόν του. Επίσκασεν ο μαθητής του το Ευαγγέλιον και ερωτούσε τον δάσκαλον του τι έγινεν. Αποκρίθηκε χωρίς φόβο ο Άγιος Σεραπίωνας: « Πίστευσον , τέκνον, αυτόν τον λέγοντα μοι
‘Πώλησον τα υπάρχοντα σοι και δος πτωχοίς. Αυτόν επώλησα και έδωκα αυτοίς ίνα εν ημέρα κρίσεως έχωμεν παρρησίαν προς αυτόν.
Σε μιαν άλλην πε΄ριστασιν για να βοηθήσει μιαν χήραν φτωχήν και ανήμπορην αποφάσισεν και την έπεισεν να τον πουλήσει εις κάτι μίμους ειδωλολάτρες. Τα κατάφερε ο Σεραπίωνας μετ’ ολίγας ημέρας να τους οδηγήσει εις τον δρόμον τον καλόν και τον ευλογημενον, αφού κατά πρώτον ελέησεν με τα πωλητήρια του την φτωχήν χήραν.
Έμεινε και εθαύμαζεν ο Άγιος Ιωάννης και σύνδακρυς για την αρετήν και την δια Χριστόν σαλότητα του δούλου του Θεού Σεραπίωνος. Έλεγεν τα και με συγκίνηση εδιηγόταν τα θαυμαστά έργα του Σεραπίωνος εις τους διοικητάς και τους προύχοντας της Αλεξάνδρειας: « Πόσον ωφέλιμον για τους δούλους του Υψίστου να
μελετούν τους βίους των Αγίων Πατέρων. Ο Κύριος μου ο Χριστός μάρτυρας, αδελφοί. Ενόμιζα μέχρι σήμερα ότι έπραττα ολίγον τι. Οι διανομείς, οι ταπεινοί μου
δούλοι και η ταπεινότητα μου, καθώς έδιδα ό,τι είχα και τα χρήματα που εκράταγα.
Σήμερα, όμως, που έμαθα πως από την αγάπη, τη συμπόνοια, επωλούνταν , για να βοηθήσουν και ελεήσουν τους εν ανάγκη αδελφούς, δεν ξέρω τι να πω και τι να
απολογηθώ εις τον αφέντην μου τον Βασιλέα ημών Ιησούν Χριστόν.

11. Ο φτωχός υπηρέτης

Ένας από τους υπηρέτες του ήταν σε μεγάλη ανάγκη και δυσκολία. Εις εσχάτην εκατάληξεν φτώχεια. Δίχως να τον βλέπει κάποιος επροσπαθούσε να του δωρίσει δυο λίτρες χρυσού. Ο υπηρέτης αντιστεκόταν και έλεγε στον Πατριάρχη: «Εάν ταύτα δέξομαι δέσποτα ουκέτι έχω όψιν προσέχειν εις το τίμιον σου και αγγελικόν πρόσωπον». Μα ο Πατριάρχης με το καλόν και με ευλογημένην επιμονήν αντείπεν του μπιστικού του: «Δέξαι γαρ, φησίν, αδελφέ, ούπω το αίμα μου υπέρ σου
εξέχεα ως ενετείλατο μοι ο Δεσπότης μου και πάντων Χριστός.»

12. Πρόσφυγες από τη Συρία

Έτρεχαν τα φτωχά παιδιά των γειτονικών πολιτειών στην Αλεξάνδρεια. Είχαν ακούσει και εγνώριζαν καλά για τον καλό Ιωάννη. Όταν έφτασαν στην όμορφη πόλη
ανακουφίστηκαν. Άνοιξε τις αγκάλες της η Εκκλησία του Χριστού. Πολλά εθυσίασαν οι μπιστικοί και οι διάκονοι για την περίθαλψιη και όλα όσα πρέπουν σε τέτοια
περίσταση.
Τις μέρες εκείνες αν περνούσες από τα πολλά σπίτια της Εκκλησίας θα’βλεπες πλήθος ανθρώπων μέσα στους ξενώνες, τα ευλογημένα πανδοχεία και τα λοιπά
νοσοκομεία. Τα κτίσματα αυτά είχαν κτιστεί από τους συνετούς Αλεξανδρινούς και ήταν αφιερωμένα στον Κύριο ημών Ιησούν Χριστόν και στην αγάπην που οι λόγοι του επαρουσίαζαν. Οικονόμοι πολλοί, νοσοκόμοι και ιατροί, με φροντίδα πολλή, μεριμνούσαν για τους άρρωστους , χωρίς να ζητούν πληρωμή.
Πολλά χρήματα εδίδονταν και εις τους υγιείς άστεγους. Ήταν η περίσταση τέτοια και ο Πατριάρχης πρόσταξε να μην λυπηθούν οι οικονόμοι και να ενισχύσουν
τα φτωχά και καταπονημένα τέκνα της Συρίας.
Έρχονταν , όμως, εις τα παγκάρια των ευλογημένων επιτρόπων κόρες πολλές στολισμένες με κοσμήματα όμορφα και ακριβά. Κοσμήματα που μόνον οι χρυσοχοί
οι ξακουστοί της Συρίας ξέρουν να λειτουργούν, με πλουμιά και στολίδια. Οι επίτροποι, υπάκουοι στους λόγους του Πατριάρχη, αδιαφορούσαν στην αρχή για τα
δακτυλίδια και τα περιδέραια. Ύστερα, όμως, έτρεξαν στον σοφόν Ιωάννη να του ειπούν τις σκέψεις και τις ενστάσεις τους.

Τόλμησαν μάλιστα να ζητήσουν ευλογία και προσταγή για να μην δίδουν βοήθειαν, όπου παρατηρούν πολλά χρυσά, ρούχα καλά και άλλα πολλά στάδια. Ο Πατριάρχης πολλά λυπήθηκε και είπε λόγον αυστηρόν και συμβουλήν εις τους οικονόμους. Να  μην ανησυχούν για τα στολίδια και τα κοσμήματα. Να πράττουν κατάπως είναι προσταγμένοι, να ελεούν χωρίς λογισμούς και πονηριάν. Εξηγήσεις, ανακρίσεις και κουβέντες να αποφεύγουν για να μην στενοχωρούν τα παιδιά του Χρριστού, τα φτωχά και δεδιωγμένα. Όσα δίνουμε, τους λέει ο Πατριάρχης, είναι του Χριστού και δεν έχομεν λόγον να αρνούμαστε και να παραμελούμε την ελεημοσύνη. Να ελεούμε χωρίς φόβο και ο Κύριος θα οικονομήσει να μην στερηθούμε τα νομίσματα και τα χρυσά. Όσοι είναι ταγμένοι να ακολουθούν οδόν φιλανθρωπίας , είναι καλύτερα να αφήνουν κατά μέρος την ολιγοπιστία. Έχει ο Θεός για τα κατοπινά. Δε θα στερέψουν της Εκκλησίας τα πουγκιά ούτε και οι προκοπάδες.
Εκείνες τις μέρες ήταν στην πόλιν και ένας ξένος. Αυτός όταν είδε τις αγαθοεργίες του Πατριάρχη και των διακόνων… αποφάσισε να τον δοκιμάσει. Έβαλε ρούχα παλιά, ντύθηκε ζητιάνος και καθώς ο Ιωάννης μιλούσε στους αρρώστους, κόντεψε και του είπε: « Ελέησε με γιατί ήμουν αιχμάλωτος και έχω πολλήν ανάγκην». Ο πατριάρχης ευθύς διάταξε και του έδωσαν έξι νομίσματα.
Ο ξένος τότε έτρεξεν και άλλαξε ρούχα και πρόφτασε τον Ιωάννην σε άλλο στενό και πάλιν εζήτα. Ο Πατριάρχης δίχως καθυστέρηση λέγει στον διαδότη:
«Δώσε του έξι νομίσματα του ευλογημένου και πονεμένου τέκνου.» Όταν έφυγεν ο ξένος, ο διανομέας έσκυψεν και λέει κρυφά στον Πατριάρχην: «Δεσπότη μου είναι ο ίδιος που συναντήσαμε και στο νοσοκομείον. Έβαλεν άλλα ρούχα και πήρε δυο φορές βοήθεια». Ο Πατριάρχης δεν απάντησε. Προτού, όμως, νυχτώσει, ο ξένος
ντυμένος, με άλλα ρούχα ζητούσε βοήθεια. Ο διαδότης έσπρωχνε τον Πατριάρχη με τρόπο για να του δώσει μήνυμα πως είναι ο ίδιος και ήρθε πάλι για ελεημοσύνη. Ο Ιωάννης χωρίς να σαστίσει, λέει στον βοηθό του: « Δώσε του δώδεκα νομίσματα, μήπως και είναι ο Πλάστης μας ο Χριστός και δοκιμάζει μας». Εθαύμασε ο
οικονόμος και έδωσε στον ξένο και έφυγε και μπήγε στην πατρίδα του.

13. O Πατριάρχης και ο Κοσμάς ο δίγαμος

Τον καιρόν εκείνον εχρειάστηκε η Εκκλησία μας πολλά εις την Αλεξάντρειαν και για να συντρέξει τους πρόσφυγες της Συρίας, αλλά και εις την χώραν της Αιγύπτου ήταν πείνα μεγάλη. Ο ευλογημένος και πολυδύναμος ποταμός , ο Νείλος ο πολυδούλης , που ταΐζει ανθρώπους και κτήνη και του Θεού τα κτίσματα, δεν
υπερχείλισε τον χρόνον που ομιλούμεν. Ω, μεγίστη δυσκολία, τραγωδία και εμπόδιο για το λαό και τους άρχοντες, μα και για τον Άγιον, που με ατέλειαν και ανημποριάν, ένεκα των παθών και των αμαρτημάτων μας, ανιστορούμεν τον βίον του και ομιλούμε για να ακούσουν όλοι οι γειτόνοι, οι γνωστοί και μακρινοί, οι ομόλαλοι και οι ομόθρησκοι ημών.

Ο Άγιος έδωσεν πολλά, εχάρισε εδώ και κατά παντού προς ανακούφιση και βοήθεια των εν περιστάσει. Τα μπαούλα, οι κασέλλες και τα χρυσόπουγκα της
Εκκλησίας εμείναν χωρίς έναν φολερόν. Θεέ μου και ο επίσκοπος ο Πατριάρχης έβαλεν τα παιδιά του, τους οικονόμους να μετρήσουν και τα χάλκινα και όλα τα
ξενομερίτικα τα νομίσματα που εβρέθουντο και όλα κατά Θεόν τα εθυσίασεν για το καλό των φτωχών πλασμάτων που είναι , για να μην τα λησμονούμε, πολυαγαπημένα και πολυπλούμιστα τέκνα του κυρίου ημών Ιησού Χριστού, του ηγαπημένου, του Φωτοδότη, του όντως Ελεήμονα.

Δεν εθυσίασε ο Πατριάρχης τα ταμεία της Εκκλησίας μόνον, μα αναγκάσθηκε να ποιήσει δανεισμόν πέραν των χιλίων λιτρών χρυσού και πάλιν δεν επαρκούσαν και
η πείνα επλήθαινε λες και ήταν ακόρεστες και ατέλειωτες οι δοκιμασίες και οι κακοκαιρίες του χρόνου εκείνου περί του οποίου ανιστορούμεν. Ελυπόταν πολύ.
Θλίψις μεγάλη εβάρυνε τους ηθλημένους και πεπειραμένους εις το καμίνιν των δοκιμασιών, ώμους του. Ουδείς δεν εβρισκόταν για να τον δανείσει και η πείνα, η
ασιτία του λαού επλήθυνε και το δάκρυ και το κλάμα των μωρών παιδιών πολύ επονούσαν την ψυχήν του.

Τότε ένας δίγαμος πονηρός , ονόματι Κοσμάς που πολλά ήθελεν παρά τους κανόνας και τις παραδόσεις της του Χριστού Εκκλησίας να γίνει ιεροδιάκονος και λειτουργός του Υψίστου, αποφάσισε πως ήταν η ώρα η κατάλληλη να πραγματοποιήσει την σφαλερήν επιθυμίαν του. Απόσωσεν νομίσματα μυριάδες και
απέστειλεν εις τον Δεσπότην γράμμα. Εσκέφτηκεν ο δόλιος πως η διακονία είναι κάτι προς αγοράν, δημοπρασίαν και απέστειλεν επιστολήν και προσφοράν να το
πλειοδοτήσει με χρήμαν , με χρυσόν και άργυρον περισσόν και μετρημένον.
Με τον υιόν του που απέστειλεν, έταζε του Πατριάρχη χρυσάφιν εκατόν και άλλες πενήντα λίτρες και σίτον όμορφον από τα καλά χωράφια. Κιλά πολλά, αμέτρητα μιλιούνια, καθώς λέγουν οι ευλογημένοι της νήσου γεωργοί. Πολλές χιλιάδες μόδια σίτου χρυσού που θα χάριζαν άλευραν αρκετήν και κμαλήν δια άρτους
άκοπους και πολυτίμητους και ωφέλιμους για το αγαπημένον του ποίμνιον.
Όταν εδιάβασεν ο τρισμακάριστος Πατριάρχης τον λόγον τον γεγραμμένον, που του έστειλε με τον υιόν του ο μέγας κτηματίας Κοσμάς , έστειλεν άνθρωπον
έμπιστον του ο Άγιος να του μηνύσει να έλθει κάτι για να του ειπεί. Όταν έφθασεν , του εμίλησεν ο πατριάρχης και είπεν τα λόγια τούτα, καθώς τα γράφει εις το
πεφωτισμένον βιβλίον του ο επίσκοπος της Νεαπόλεως ο Λεόντιος ο αγαθός και σοφός: « Η μεν προσφορά σου πολλή και τω καιρώ αναγκαία, αλλ’ επίμωμος εστίν,
και γινώσκεις ότι εν τω νόμω πρόβατον οίον δ’ αν ήν μέγα, ει μη άμωμον ην, εις θυσίαν ουκ ανεφέρετο, και δια τούτο ουδέ τη προσφορά του Κάιν προσέσχεν ο Θεός. Ότι δε είπας, αδελφέ, ‘εξ ανάγκης και νόμου μετάθεσις γίνεται’, περί του νόμου της παλαιάς είπεν ο Απόστολος. Επεί πως φησίν ο αδελφός του Κυρίου Ιάκωβος ότι «όστις τελέσει πάντα τον νόμον, πταίσει δε ενί, γέγονεν πάντων ένοχος». Και περί των πτωχών μου και αδελφών μου και περί των της Εκκλησίας, ο θρέψας αυτούς πριν γεννηθώμεν, εγώ και συ, αυτός Και νυν τρέφει αυτούς, μόνπον εάν τους λόγους αυτούς ατρώτους διαφυλάξωμεν, ο γαρ τότε τους πέντε άρτους πληθύνας, δύναται και τα δέκα μόδια του ωρείου μου ευλογήσαι. Διο εκείνο λέγω προς σε τέκνον, το εν ταις Πράξεσι ειρημένον: « Ουκ εστιν μερίς ουδέ κλήρος εν τω μέρει τούτω.»
Ο Κοσμάς , μετά από τα λεγόμενα του Πατριάρχη ,έφυγε κατηφής και άπρακτος, διότι δεν εκατάφερε να ξεγελάαει τον Άγιον. Όταν εξήλθε από την πόρτα,
νάσου και εισέρχεται απεσταλμένος από το λιμάνιν αγγελιαφόρος να του αναγγείλει το νέον το καλόν και το γλυκόν μαντάτον. Ήρθαν, έφτασαν τα καράβια της
Εκκλησίας από την Σικελίαν, όπου ήταν απεσταλμένα για να φέρουν σιτάριν για τα πεινασμένα τέκνα του. Μόλις το άκουσεν ο Ιωάννης εγονάτισεν και είπεν εις τον
Θεόν ευχαριστίαν: « Όντως , οι ζητούντες τον Κύριον και τους της Εκκλησίας κανόνας φυλάσσοντες, ουκ ελαττωθήσονται παντός αγαθού. Ευχαριστώ σοι,
Δέσποτα, ότι ου στεναχώρησας τω δούλω σου εις χρήματα πωλήσας την χάριν σου.»

14. O δούκας, ο οφειλέτης και ο Πατριάρχης

Τον ίδιον καιρόν που ομιλούμεν και μνημονεύουμεν, ότε ο Νείλος με τα τερτίπια και τα γινάτια του πολύ εδυσκόλευεν τους γεωργούς, καθώς αργούσε να
πλημμυρίσει . Εβρέθηκε , λοιπόν, έναν πλάσμαν του Θεού εις ανάγκην πολύ μεγάλην και αναζητούσε δανεισμόν από φίλον του εκλεκτόν δούκαν εις το αξίωμα. Δυστυχώς ο αναφερόμενος δούκας ήταν εις τα έργα αμεελής και δεν εγρηγορούσεν να του παραδώσει τα πρεπούμενα αργύρια και χρυσία να μην τον γυρεύουν εις τα στενά και να τον δυσκολεύουν με λόγια άπρεπα οι δανειστάδες μες τις πλατείες και τα καπηλειά της Αλεξάνδρειας.
Ο δούκας έταξεν του επειγόμενου αδελφού και καταπού φαινόταν είχεν εις τον νουν να του δώσει τα πρεπούμενα αργυρά και χρυσά. Εκαθυστερούσεν , όμως,
και ένα μεσημέρι που δεν άντεχε άλλο ο άνθρωπος του Θεού αποφάσισε να μην απελπίζεται. Έπιασε τη στράτα και εκατέβηκεν εις τους τόπους του λιμανιού της
πόλεως μαζί με άλλους πολλούς πονεμένους κοντά εις τον αξιοθαύμαστον Πατριάρχην , την τελευταίαν του ελπίδα. Εστάθηκε εμπρός εις τον Πατριάρχην και
άρχισε να του ανιστορά τα πάθια και τους καημούς του καθώς και των εισπρακτόρων τις κακοτροπίες.
Πριχού τα λόγια να τελέψει ο απελπισμένος δούλος του Χριστού επολογήθην του ο Άγιος: Δίδω σου τέκνον μου αν τα έχεις ανάγκην να γλυτώσεις από τους
πολλούς τους πειρασμούς αυτής της κακοχρονιάς». Ο Πατριάρχης κάθε φοράν που άκουγε πόνον και δοκιμασίαν να του ανιστορούν και περιστάσεις δύσκολες έμπαινε εις τη θέση δοκιμαζόμενου ανθρώπου. Έλαβεν ο άνθρωπος του Θεού τα αναγκαία και επήγε και εξόφλησε τους δανειστές και τους φοροεισπράκτορες.
Μα η ιστόρηση δεν τελειώνει την ώρα που ο στενοχωρούμενος άνθρωπος επήγε και επλήρωσε τους σκληρούς και άκαρδους δανειστές. Την επομένην νύχταν ο
συναφερόμενος δούκας είδεν όραμαν διδακτικότατον. Είδεν, λοιπόν, πως έστεκε απέναντι από ένα θυσιαστήριον. Εκεί εποιούσαν πολλοί προσφορές. Έδιδαν μιαν και ελάμβανον εκατόν. Κοντά του ήταν ο Πατριάρχης ο καλός. Τότε κάποιος άνθρωπος λέγει στο δούκα: « Κύριε Δούκα πάρε την προσφοράν και πρόσφερε τηνεις το θυσιαστήριον.» Επειδή πολύ εδίσταζε ο Δούκας έτρεξε ο Πατριάρχης που ήταν πιο πίσω και την έλαβε και την επρόσφερε δια να λάβει , όπως όλοι οι άλλοι που
εθυσίαζαν, άλλες εκατόν δώρον από το θυσιαστήριο.
Πολύ εταράχτηκε ο Δούκας. Από το πρωίν εδιαλογίζετουν τι να σημαίνει το όραμα της νυχτός. Εν τω μεταξύ ενεθυμήθη τον πονεμένον φίλον του και έστειλε τον
υπηρέτη να τον φέρει. Μα όταν ήλθεν ο φίλος του δεν ελάμβανε τα ασημένια και τα άλλα χρυσά νομίσματα που του έδιδε. Επαραξενεύτηκε ο Δούκας μα  επολογήθηκε ο φίλος του και λέγει του: Επρόλαβε ο Πατριάρχης μας ο Ιωάννης ο αγαπητός. Μέχρι να αναθυμηθείς , φίλε μου Δούκα τιμημένε, εκινδύνεψα να απελπιστώ. Μα ευτυχώς εφωτίστηκα και επήγα εις το λιμάνι και εσυνάντησα τον Πατριάρχη και πριχού τελέψω την παράκλησιν μου εμέτρησε τα χρειαζούμενα χρυσά και επήγα και επλήρωσα.» Εγύρισεν προς τον φίλον του: « Φίλε μου αγαπημένε, συγχώρα με δια την στενοχωρίαν που σου επροξένησε η αμέλεια και η καθυστέρησαη μου. Γνώριζε , όμως, πως ορθώς τα λέγεις. Στ’ αλήθεια επρόκαμεν ο Πατριάρχης και αλοίμονον εις όποιον άνθρωπον, το καλόν λογαριάζει να πράξει μα αναβάλλει το και συλλογάται.
Κάθησε, όμως, φίλε μου να σου ιστορήσω όραμαν που είδα εψές το βράδυν για την προσφοράν που ανάβαλλα και εβασάνιζα σε.» Εκάτσαν όλοι: ο φίλος και οι υπηρέτες και είπεν τους ο Δούκας τι έπαθεν εις το όραμαν του.

15. Ο οργισμένος πτωχός

Ωφέλιμον και προς την αρετήν οδηγεί ημάς τους φτωχούς και φορτωμένους αμαρτίαν μεγίστην , το γενόμενον μιαν ημέραν εις τον περίβολον της μεγάλης εκκλησίας της Αλεξάνδρειας. Εφάνην εκεί εμπρός εις τον Πατριάρχην ένας φτωχός και εγύρευε βοήθεια εις νομίσματα φολερά. Ο μακάριος Ιωάννης εδιάταξεν να του δώσουν δέκα φολερά, μα ο φτωχός εγύρευεν περισσότερα και έλεγεν υβρισίες και ήθελεν περισσά να του δώσουν. Ετυφλώθηκεν τότε από θυμόν ένας των οικονόμων και ετοιμάζετο να τον δείρει για να παραιτήσει τους κακούς λόγους και τις ύβρεις.
Επρόφθασεν ο Πατριάρχης τον οικόμον του και έλεγεν εις τους λοιπούς της συνοδείας του και επετίμαν τους για την οργήν τους: « Αφήστε το πονεμένον τέκνον,
το φτωχόν. Άνοιξε, τέκνον, το προχείριν με τα πολλά νομίσματα. Και χρυσά και εργυρά να πάρει όσον λογάριν θέλει ο φτωχός. Εγώ υβρίζω με τις πράξεις και τους
λόγους, τας αδυναμίας μου, εξήντα έτη συναπτά και δεν θα αντέξω τον λόγον τον απελπισμένον από αυτόν τον φτωχόν δούλον της ποίμνης μου.»
Έλαβεν ο υβριστής φτωχός και ρακένδυτος τα φολερά που ήθελεν και επήγεν εις την δουλειάν του. Εθαύμασαν και οι οικονόμοι την υπομονήν και την ταπείνωσιν
του Πατριάρχου και ποιμένα τους.

16. Οι σύμβουλοι του Οσίου

Συμβούλους είχεν αρκετούς ο Άγιος Ιωάννης. Μέγιστοι τούτων οι δυο πεφωτισμένοι άνδρες, ονομαστοί τότε του λόγου χειριστές και των αληθειών μύστες.
Τα ονόματα τους ήταν παντού γνωστά. Ιωάννης Μόσχος και Σωφρόνιος. Γενναίοι και ανδρείοι εις την πάλιν μετά των αφρόνων και ακαθάρτων του Σεβήρου οπαδών.
Κώμες πολλές και εκκλησίες εγλύτωσαν από τα θεριά του ψεύδους και της αποστασίας. Πολλά τους ηγάπησεν τους θεόσοφους και πολυμορφωμένους φίλους
και παραστάτες και συμβούλους του ο Άγιος.

17. Περί των ραθύμων κατά τη Θεία Λειτουργία
Όπως και στις μέρες μας , αγαπητέ αναγνώστη, βρίσκονται αδελφοί ράθυμοι και δίψυχοι και θέλουν να εξέρχονται του οίκου του θεού, πριχού τελέψει η
Λειτουργία και η ακολουθία, είχαν εις την Αλεξάνδρειαν το αυτό σύστημα. Όταν ετελείωνεν η ανάγνωση του Ευαγγελίου υπό του διακόνου εβγαίναν έξω του ναού και αρχίζαν ιστορήσεις και αργολογίες και άλλες συναφορές. Εγινόταν όχλος μέγας και αταξία εις τον περίβολον του ναού και αυτό δεν ανέπαυεν τον Πατριάρχην.
Μιαν Κυριακήν όταν ετελεέιωσεν το ανάγνωσμα και προτού προλάβει ο διάκονος να κτεβεί του άμβωνος άρχισαν να εξέρχονται από το ναό. Τότε δεν έχασε
καιρόν ο μακάριος και εβγήκε εις τον περίβολον και εκάθησε εν μέσω του όχλου.Εσυγχύστηκαν οι ράθυμοι αδελφοί και ερωτούσαν τον άγιον τι έπαθεν και
εβγήκεν έξω του Ναού. Απάντησεν ο Πατριάρχης και τους είπεν μεγαλοφώνως: «Παιδιά μου. Όπου τα πρόβατα ευρίσκονται της ποίμνης, είναι πρέπον να τα βλέπω
και εγώ ο ποιμένας τους. Για μπαίνετε μέσα στο ναό και ακολουθώ σας , για μένουμε όλοι δαχαμαί εις τον περίβολον. Πάντως έχω στενοχωρίαν μεγάλην. Κατέρχομαι του πατριαρχείου δια να χαρώ ημέραν Κυριακήν μετά των τέκνων μου εντός του ναού και τα τέκνα μου ραθυμούν και εξέρχονται εις τον περίβολον. Δεν μπορούσα , άραγε να τελώ την Λειτουργίαν εις το Πατριαρχείο με την ησυχίαν μου και τους λιγοστούς. Έρχομαι , όμως, κοντά σας για την αγάπην και την ευλογημένην κοινωνίαν.»
Όταν έκαμε δύο και τρεις φορές αυτήν την συναφορά ο μακάριος εσωφρονιστήκαν, εδιορθωθήκαν και πολλά εφοβούνταν να εξέλθουν του ναού προ
της απολύσεως.

18. Οι αργολόγοι κατά τη Θεία Λειτουργία

Ύστερα από καιρόν εταιριάσαν μερικοί αμελείς και εσυζητούσαν μέσα στην εκκλησία την ώρα της Λειτουργίας. Ο πατριάρχης δεν ανεχόταν την αταξία και τους είπε να βγουν έξω με τα παρακάτω λόγια: « Έρχεστε τέκνα μου για να προσευχηθείτε και όχι για να αναγγέλλετε τα βιοτικά και άλλα. Εις το Ευαγγέλιο διδάσκει μας ο
μακαριστός Ματθαίος: « Ο οίκος του Θεού προσευχής κληθήσεται ». Μην έρχεστε εις τον ναόν για να τον ποιήσετε σπήλαιον αδίκων και ληστών και απίστων.»

19. Ο Όσιος και οι μοναχοί

Αγαπούσε και τους μοναχούς ο Ιωάννης και τους τιμούσε τα μέγιστα. Από τον καιρόν που ήταν λαϊκός εις την Αμαθούντα εσύναξε δυο τάγματα μοναχούς και τους
έκτισε κελλιά στο γύρο στο γύρο δυο εκκλησιών που πολλά εγειτόνευαν. Ήταν αφιερωμένες η μία εις την Παναγία μας και η άλλη εις τον άγιον Ιωάννην. Έκτισε και
τις δύο με δικά του νομίσματα χρυσά που τα είχεν ο άξιος κληρονομίαν από τους γονείς του.
Εντολήν άφησεν εις τους μοναχούς, έγνοιαν να μην έχουν καμμίαν για τα βιοτικά. Να επιμελούνται της προσευχής και των ακολουθιών και να τον μνημονεύουν εις τις λειτουργίες και τις αγρυπνίες και στις προσευχές εντός των κελλιών τους. Όλα τα χρειαζούμενα θα τα είχαν από τα χωράφια του τα πολλά που είχεν έξω ολίγον από την Αμαθούντα.
Εκροστήκαν του από τότε οι μοναχοί και πολλά επροκόψαν εις την προσευχήν και εις όλα τα έργα της αρετής.
Έκθαμβοι στέκουμεν ομπρός εις τον βίον και τα έργα του Πατριάρχου που ήταν οσιότερος και ασκητικότερος πολλών ερημιτών και ασκητών. Εγεννήθηκε και
ανετράφηκε εις πολιτείαν ξακουστήν . Δεν ανεχώρησεν εις έρημον μήτε εκλείσθη εις μονήν. Ενυμφεύθηκε και απέκτησεν τέκνα και όμως παρέμεινε πιστός εις τις
παραδόσεις και την τάξιν της μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας. Δι’ αυτό και επρόκοψεν Και έμεινε ξακουστός τηρητής των ασκητικών παραδόσεων και της
σωτηριώδους εντολής της ανυποκρίτου αγάπης.

20. Ο ενάρετος Αναγνώστης

Έμαθεν ο Πατριάρχης την προκοπήν και την φιλανθρωπίαν ενός αναγνώστου και του εφώναξεν να τον χειροτονήσει ιερέαν. Όταν έφυγεν με χαράν ο αναγνώστης
για το προνόμιον της ιεροσύνης. Ερώτησεν ένας οικονόμος τον Πατριάρχην: « Ποίον το άθλημα και η αρετή του αναγνώστου τούτου και τιμάς τον τόσον γέροντα μου; » Τότε ο Πατριάρχης του εδιηγήθηκε την ιστορίαν του φιλακόλουθου και ταπεινού αναγνώστη και το πώς ωφέλησεν τον ομότεχνον του τσαγγάρην και κληρικόν και γείτονα του. « Τέκνον μου, ο τιμώμενος σήμερον αναγνώστης δουλεύει επί έτη πολλά εις την αγοράν ως τσαγγάρης και γειτνιάζει με άλλον ομότεχνον του κληρικόν. Ο τιμώμενος έχδει τέκνα πολλά εις αριθμόν και γονείς και πενθερόν και πενθεράν και σύζυγο να θρέψει. Με την βοήθειαν του Θεού τους συντρέχει επιτυχώς και σήμερα εξ όσων ξέρω καλώς διάγουν. Ο γείτονας του αν και εδούλευεν περισσότερο και εορτές και Κυριακές ακόμη, δεν εμπορούσε και εδυσκολευόταν να κερδίσει και τα ολίγα δια τη δική του τροφή. Εφθονούσε και τον εύπορον σύντεχνον του και μιαν ημέραν που άλλο δεν άντεχεν λέγει στο γείτονα του με όρκον : « Σύντεχνε μα τον Θεόν ομολόγα μου πού τα βρίσκεις τα μαλάματα και τα χρυσά και τα αργυρά. Εγώ που δεν ανασηκώνω το κεφάλιν τον ήλιον να αποθαυμάσω και την τέχνη δουλεύω περισσότερον από την αφεντιά σου, γιατί εφτώχυνα και παιδεύουμαι ο φτωχός.
Επολογήθην ο σοφός και ενάρετος αναγνώστης και του λέγει: « Ήμουν ωσάν εσένα εις τη δουλειά δοσμένος και δεν επρόκοπτα και αποφάσισα να μην παρακούω
και να επιμελούμαι την αργίαν της Κυριακής και από τότε εις την επιστροφήν βρίσκω χρυσά, πότε αργυρά, πότε κωνσταντινάτα. Επρόκοψα και εμεγάλωσα τις τέχνες μου και επλήθυνα και τους παραγιούς μου. Αν το επιθυμεί η αφεντιά σου να έρχεσαι να οδεύουμε μαζί και να μοιράζουμε τα ευρεθέντα εις τα στενά και τις στράτες.»

Κατόπιν των λόων τούτων άρχισε να ακολουθώ τον ενάρετον αναγνώστην ο αμελής σύντεχνος του και οικονόμησεν του ο Θεός και εδιάβαινε από καλού ως καλύτερον και επλούτισε και ήταν χαρούμενος και δεν εφθονούσε τον γείτονα του.
Μιας δε ημέραν ο ενάρετος αναγνώστης ομολόγησε του σύγτεχνου την πάσαν αλήθειαν: « Αδελφέ μου, αναγκάστηκα να σου ειπώ ένα ψέμα, δια τον Θεόν, το
οποίον σε ωφέλησεν και εσένα και το φτωχό πουγκί σου. Δεν έβρισκα εις τας οδούς μαλάματα και κωνσταντινάτα χρυσά, μα εις τον ναόν εβρίσκαμεν και οι δυο μας
ευλογίαν και αγάπην παρά του Θεού. Καθώς εγυρεύαμεν την βασιλείαν των ουρανών με ικεσίες και παρακλήσεις, μας έστελλε ο Θεός όλα τα επίγεια να μας παρασταθούν, να μας εις τον βίον μας και να μας παρηγορήσεις. Σε έσπρωξα με το μικρό το ψέμα ,για να εισέλθεις εις τον λιμένα και ευτυχώς εισήλθες και πολύ επαρηγορήθης. » Άκουσεν ο οικονόμος την διήγηση του Πατριάρχη και πολλά ωφελήθηκε.

21. O αιχμάλωτος και η ευεργεσία των μνημοσύνων

Θανατικό μεγάλο έπεσεν επί την πόλιν του Πατριάρχη , μα ο Άγιος δεν εφοβήθηκεν και επερπατούσεν απανταχού της Αλεξάνδρειας και εβοήθα και εσυμπαραστέκετουν. Έλεγεν και εις τους θαρραλέους συνοδούς πόσον ωφέλιμον είναι εις την ζωήν του χριστιανού να βλέπει και να ενθυμείται νεκρώσιμες
ακολουθίες και μνήματα και μνημεία γλυπτά και πολυκέντητα μάρμαρα κοιμητηρίων.
Εκαθόταν ο τριμακάριστος και επαράστεκεν αρρώστους εις την τελευτήν τους και μετά το πέρας του ψυχορραγήματος τους έκλεινε τους οφθαλμούς μετά προσευχής και κατανυκτικοτάτων ύμνων.
Εις τους οικείους των κεκοιμημένων επαράγγελλε να τηρούν χωρίς αμέλειαν και γογγυσμόν την τάξιν των μνημοσύνων. Για να τους πείσει και για να τους
πληροφορήσει τους εδιηγήθηκεν ένα γεγονός διδακτικόν: « πριν από λίγον καιρόν οι δόλιοι Πέρσες αιχμαλώτισαν άνθρωπον συντοπίτην μου Κυπριώτην και τον
αλυσοδέσαν εις την φυλακήν την καλουμένην ‘ Λήθην’. Έτυχεν τον ίδιον καιρόν τέσσερις συντοπίτες μας να σκάψουν την φυλακήν και να φύγουν και εμβούσιν εις
καράβιν. Όταν έφτασαν εις την Κύπρον είπαν στους οικείους του αιχμαλώτου ότι απέθανε και τονέθαψαν εις τόπον τινά έξωθεν της φυλακής της καλουμένης ‘Λήθη’.
Όπως εφάνηκε κατόπιν ήταν άλλος εκείνος που έθαψαν. Ομοίαζε πολύ του αιχμαλώτου και γι’ αυτό εγελάστηκαν οι συντοπίτες μας.
Επέρασαν τέσσερα έτη σωστά και ιδού έφθασεν εις την Κύπρον ο αιχμάλωτος. Οι συγγενείς και οι γονείς του εχάρηκαν πολύ και ύστερα είπαν εις τον πονεμένον αιχμάλωτον και για τα μαύρα μαντάτα που τους έφεραν και για τα μνημόσυνα που ετηρούσαν τρις του έτους. Επολογήθην ο αιχμάλωτος και ερωτά τους
συγγενείς του : « Ποιες ημέρες και ποιους μήνες μου εκάμνετε τα κόλλυβα και τα μνημόσυνα;» Οι γονείς του εσκέφτηκαν και απαντήσαν με σιγουριά: « Γιε μου
καταπώς θυμόμαστε, μνημόσυνα ετηρούσαμεν τα άγια Θεοφάνεια, την Κυριακήν του Πάσχα και την Αγίαν του Θεού Πεντηκοστήν.»Τότε ο ελεύθερος πλεόν αιχμάλωτος άρχισσε να παίρνει όρκους και να τους λέει τα παρακάτω θαυμαστά: « Τις τρεις μέρες του χρόνου που μου λέγετε, ερχόταν άνδρας λευκοφόρος, φωτεινός ωσάν του ήλιου το φως και έλυνε τα σίδερα και τις αλυσίδες που ήμουν κλειδωμένος και επεριπατούσα ελεύθερος , χωρίς να με βλέπει σκοπός ή των δεσμών μου ο φύλακας. Την επομένην ημέραν, όμως, εβρισκόμουν κλειδωμένος, αλυσόδετος και πάλιν εις τα σίδερα.»
«Μετά από αυτό το γεγονός, έλεγεν ο Πατριάρχης, εδιδαχτήκαμεν όλοι οι Αμαθούσιοι ότι μεγάλην άνεσιν συναντούν οι κεκοιμημένοι από την τέλεσιν των
μνημοσύνων.»

22. Ο Πατριάρχης και οι περιπέτειες ενός καραβοκύρη

Καιρός λόγο να κάμουμε για την θαυμάσιαν του Πατριάρχου ευεργεσίαν προς καραβοκύρην αγνώστου ονόματος, όστις πολύ εβοηθήθη σε πάμπολλες δυσκολίες και
καταδρομές που αντιμετώπιζε έναν καιρόν, κακόν καιρόν, πολλά καραβοπνίχτην. Ο καραβοκύρης ήταν ξένος και έπαθεν ζημιάν μεγάλην και τι να κάμει ήρθε και εζήταν βοήθειαν περισσήν από τον Πατριάρχη. Ευθύς ο Ιωάννης του δίδει πέντε λίτρες χρυσού. Ο καραβοκύρης πήγε στα εμπορεία της Αλεξάνδρειας και αγόρασε φορτίον και εμίσθωσε αχθοφόρους και το εβγάλαν πάνω στο πλοίον. Προτού περάσει λίγη ώρα και ιδού το φορτωμένον πλοίον «έξωθεν του φάρου» να κλυδωνιζεται και να βουλιάζει ολίγον κατ’ ολίγον. Ευτυχώς τελικά έχασε μόνο το φορτίον, διότι ήταν κοντά στην ξηράν και με προσπάθεια το πλοίο δεν εχάθηκε. Ο καραβοκύρης δεν απελπίστηκεν και έτρεξε στον Πατριάρχην για να τον συντρέξει στην ανάγκην του. Ο ιωάννης τον εσπλαχνίσθη και τον συμβούλευσε: « Πίστευσον, αδελφέ, ει μη συνέμιξας τοις χρήμασιν της εκκλησίας τα λοιπαθέντα σοι χρήματα, ουκ ενανάγεις .
Από κακών γαρ έχεις αυτά και συναπώλεσαν και τα από καλών». Σπλαχνικός , καθώς ήταν, εδιάταξεν να του δώσουν και πάλιν δέκα λίτρες χρυσού.
Επήγεν ο καραβοκύρης εις τους εμπόρους και αγόρασεν φορτίον και ανοίχτηκε στο πέλαγος για να βρει λιμάνι να πωλήσει τα γεννήματα και τα λοιπά που
εφόρτωσε. Καθώς το πλοίον εταξίδευε, μεγάλη καταιγίδα εξέσπασε και μόλις εσώθηκαν από το ναυάγιον ο πλοίαρχος και οι ολίγοι ναύτες. Πλοίον και φορτίον
εχαθήκαν όλα. Απελπίστηκε ο καραβοκύρης και εβρισκόταν στο χείλος της καταστροφής. Τον εγλύτωσεν, όμως, από τον πειρασμόν ο Πατριάρχης που μόλις
μόλις το έμαθεν το κακόν, έστειλεν άνθρωπον έμπιστον του και εμήνυσε στον καραβοκύρη να μην φοβηθεί και να έλθει τρεχάτος κοντά του να του βρει λύση εις τη
δύσκολην περίστασιν και στην τραγωδία που έπαθεν.

Μετά από πολλούς παρηγορητικούς λόγους του οικονόμου επείστηκε και ήρθε μπροστά στον Πατριάρχην, μα ήταν σκονισμένος πολλά εις το πρόσωπον και ο χιτώνας του ήταν ξεσκισμένος. Είδεν τον ο Πατριάρχης σε τέτοιαν κατάντια και τον ενουθέτησε: « Ίλεως σοι, ευλογητός ο Θεός, πιστεύω αυτώ ότι από
σήμερον ου ναυαγείς εως ου αποθάνης, Τούτο γαρ σοι συνέβη διότι και αυτό το πλοίον σου εξ αδικίας ην κτισθέν». Ματά ταυτα ο Πατριάρχης επρόσταξεν να του
δώσουν ένα πλοίον, που εις τους τόπους εκείνους το ονομαζουν « δόρκωναν» , πλήρες σίτου, περί τις δυο χιλιάδες μόδια.

Επαράλαβε το νέον πλοιάριον ο καραβοκύρης και εξανοίχτηκε εις το πέλαγος. Καθώς εδιηγήθηκε αργότερα του εσυνέβηκαν τα εξής: « Είκοσι νυχθήμερα ηρμενίζαμεν σφοδρώ ανέμω μη δυνηθέντες όλως γνωρίσαι το πού υπάγομεν μήτε από άστρον μήτε από τόπον, μόνον δε ότι εθώρει ο κύβερνος τον πάπαν συν αυτώ κρατούντα τον αυχένα και λέγοντα αυτώ: ‘ Μη φοβηθής, καλώς αρμενίζεις». Ύστερα από είκοσι ημέρας ταξίδιν δύσκολον και τρικυμισμένον εφτάσαν εις τας νήσους της Βρετανίας εις μίαν πόλιν. Εκεί μετά χαράς ο της πόλεως διοικητής εδέχτηκε να αγοράσει όλον τον σίτον εις τιμήν πολύ συμφέρουσα. Κάθε μόδιον σίτου να δίδουν οι Βρεττανοί είτε χρυσόν νόμισμα είτε « ισόβαρον φορτίον κασσιτέρου». Εσκέφτηκε ο καραβοκύρης και αποφάσισε να λάβει το αντίτιμο και με τους δυο τρόπους ήτοι το μισόν φορτίον να πληρωθεί εις χρυσόν και το υπόλοιπον εις κασσίτερον.

Το θαύμαν δεν τελειώνει εις το σημείον τούτο, αλλά ακολουθεί σημείον και θαύμα επιπροσθέτως θαυμαστόν. Αφού εκάλαραν το πλοίον οι ναύτες και ο καραβοκύρης και έπλεαν για την Αλεξάνδρειαν εβρήκαν ανέμους βολικούς και θάλασσαν ειρηνικήν , χωρίς θυμούς, εσκέφτηκεν ο καραβοκύρης να πλευρίσει το καράβιν του το καλοτάξιδον εις την Πεντάπολιν. Την πόλιν την γνωστήν και ως Κυρήνην. Ήταν εις την πόλιν ετούτην ένας έμπορος, που ήταν από παλιά αγοραστής των πραματιών του. Αγόρασεν ο φίλος του πενήντα λίτρες και τις επήρεν εις το παζάριν, όπου είχεν τόπον δικόν του, σπίτια πολλά και αγόραζεν και επουλούσε πάμπολλα γεννήματα και άλλα χρειώδη πολύτιμα. Έδοξεν του εμπόρου να δοκιμάσει τον κασσίτερον αν ήταν πρώτος ή ύστερος. Όταν τον εκόντεψε στη φωτιά, τι να δει ο ευλογημένος; Το φορτίον που του επώλησε ο καραβοκύρης δεν ήταν συμφωνημένο.
Ήταν ασήμι καθαρόν και καλοδουλεμένον. Εσκέφτηκε και πολύ εσυλλογίστηκε ο έμπορος. Ελυπήθηκε διότι ενόμισε πως ο φίλος του δοκιμάζει την τιμιότηταν του. Γι’
αυτό του έδωσε ασημικό αντί κασσίτερο, όπως ήταν καθαρή η συμφωνία τους.
Εφορτώθηκε τις πενήντα λίτρες του ασημιού και εκατέβηκε ο ευλογημένος εις το λιμάνι και επρόκαμεν τον καραβοκύρην και του επαραπονέθηκε και λέγει του: «Ο Θεός συγχωρήσοι σοι. Τι γαρ; Εύρες με ποτέ επιθέτην προς σε, ότι άργυρον αντί κασσίτερου πειράζων με έδωκας;» Εσυγχύστηκεν προς στιγμήν ο καραβοκύρης, μα ύστερα από λίγο εφωτίστηκε και εκατάλαβε και λέει στον φίλον του: «Ζη Κύριος, εγώ εις κασσίτερον αυτό έχω. Ει δε ο ποιήσας το ύδωρ οίνον, αυτός δι’ ευχών του πάπα και ίνα πληροφορηθής, δεύρο εις το πλοίον και βλέπεις τα εταίρια των μαζίων των έλαβες». Βγήκαν ευθύς πάνω στο καράβι και τι να δουν. Ο κασσίτερος ήταν ασήμι καθαρό, πολυκοσκινισμένο. Μετά ταύτα αναγκάστηκε ο πολλά καλόν , τον πολυφημισμένον. Και είπεν του και για το καράβιν του που ήταν της Εκκλησίας.

Για το παραπάνω συμβάν αναφέρει και εξηγεί ο ξακουστός επίσκοπος της Νεαπόλεως ο Λεόντιος: « Και ου θαύμα , ω φιλόχριστοι, ο γαρ τους πέντε άρτους πληθύνας και πάλιν το ύδωρ Αιγύπτου εις αίμα μεταποιήσας και την ράβδον εις όφιν μετασχηματίσας και την φλόγα εις δρόσον μετενέγκας, ακαμάτως και
τούτω το παράδοξον εποίησεν, ίνα και τον εαυτού θεράποντα πλουτίση και τον ναύκληρον ελεήση.»

23. Το πάπλωμα του Πατριάρχη

Καθώς ιστορούν οι κουβικουλάριοι, που έβλεπαν και είχαν την έγνοια των σπιτιών της Εκκλησίας και του Πατριαρχείου, έτυχε μιαν ημέραν να συναντήσει τον πατριάρχην εις το κελλίν του ένας κτηματίας πολλά πλούσιος. Πολύ εσυγχύστηκε ο κτηματίας, όταν επαρατήρησε το κελλί και τα φτωχά στρωσίδια, ένα χαλί στο δάπεδον παλαιόνκαι ένα ράσον πολυφορεμένον. Όταν εχαιρέτησε τον Πατριάρχη εκατηφόρησε εις το παζάρι και αγόρασε ένα πάπλωμα πολλά ακριβόν και
όμορφο. Επλήρωσε τριάντα έξι χρυσά νομίσματα, καταπώς μαρτυρούν οι οικονόμοι.
Κατά το απόγευμαν απέστειλε το πολύτιμο πάπλωμα και τον επαρακαλούσεν με όρκους και παρακάλια να μην το αρνηθεί , να του κάμει τη χάρη να το δεχτεί και να σκεπάζεται τις νύχτες να μην κρυώνει. Υποσχέθηκε ο Άγιος και για να τηρήσει τις υποσχέσεις του τη νύχτα εσκεπάστηκε με το πάπλωμα του κτηματία. Εβασανιζόταν, όμως, ο δίκαιος, δεν μπορούσε να κλείσει μάτι και εμονολογούσε και έλεγε: « Ποιος να το πιστέψει μπορεί πως ο Ιωάννης ο αμαρτωλός και ο φτωχός στις αρετές και τις καλοσύνες, εσκεπάστηκεν απόψε με πάπλωμα των εκατόν πλουμιών, με πάπλωμα που έδωσαν για να το αγοράσουν τριάντα έξι ολόβαρα και ολόχρυσα κωνσταντινάτα.
Απόψε που μέσα στις οδούς αρκετοί κρυώνουν αδελφοί μου. Άραγε πόσοι αυτή την ώρα ριγούν από το δριμύ το ψύχος; Πόσοι μ’ έναν ψαθίν, παλιόν ψαθίν, μισό για σκέπασμα, τ’ άλλο μισό για στρώμα, πασκίζουν να κουλλουριαστούν για να τους χαριστεί ο ύπνος. Είναι πολυάριθμοι οι αδελφοί μες τα στενά κουλλουριασμένοι και τρέμουν και δεν μπορούν για λίγο να αποκοιμηθούν. Πόσοι απάνω στα βουνά και μες τα χιόνια, πόσοι λάχανα ονειρεύονται, από εκείνα που πετάν οι μάγειροι και οι οικονόμοι μου, πόσοι μέσα στα μαγειρεία της επισκοπής θέλουν να εισέλθουν και λίγο ψωμίν παλαιόν μεσ’ τους ζωμούς να το δροσίσουν; Και άλλοι τόσοι απλώς να μυρίσουν το κρασί των κελλαριών μας ονειρεύονται; Ξένοι πολλοί μες την πόλιν μας έρημοι και λυπημένοι κάθονται μες την αγοράν, καθώς βρέχει δυνατά. Άραγε είναι λίγοι οι φτωχοί που φορούν τα ίδια κουρέλια χειμώναν και θέρος και βασανίζονται;
Αχ, Ιωάννη, και συ εξισκοπίστηκες και περιμένεις τα αγαθά της βασιλείας σαν πίνεις και κρασίν και τρως και ψάρια ολόφρεσκα! Αχ, Ιωάννη, και απόψε μες το κελλί  σου έβαλες πάπλωμα των τριάντα έξι χρυσών κωνσταντινάτων και εκατόν πλουμιών.
Εξημέρωσε ο Θεός και ο Ιωάννης έστειλε το πάπλωμα να πωληθεί μ’ έναν έμπιστον οικονόμον. Βλέπει το ο κτηματίας, πάλιν αγόρασεν το και πάλιν απέστειλεν το δώρον. Όταν έγινε το ίδιο και για τρίτην φοράν, επουλούσεν ο οικονόμος και αγόραζεν ο κτηματίας, λέει του ο δίκαιος , αστειευόμενος και έμπλεως χαράς: « Ίδωμεν τις περικακεί , εγώ ή συ;»

Ύστερα δε εξηγούσε: « Εάν επί σκοπώ του δούναι τοις πτωχοίς, άνθρωπος δια μεθόδου δύναται καλοθελώς αποδύσαι τους πλουσίους και αυτό το υποκάμισον αυτών, ουχ αμαρτάνει, μάλιστα εάν εισίν άσπλαχνοι τινες και σκηφοί, δύο ταύτα κερδαίνει ο τοιούτος, εν μεν ότι τας ψυχάς εκείνων σώζει, δεύτερον δε ότι
και αυτός εκ τούτου μισθόν ουκ ολίγον εσχήκει.» Δια να εξηγήσει και αποδείξει τον λόγον του έλεγεν και δια τον Άγιον Επιφάνιον και δια τον Επίσκοπον Ιεροσολύμων Ιωάννην. Ο Επιφάνιος ο Όσιος , με τέχνην περισσήν επήρεν τα πολλά τα ασήμια του Πατριάρχη Ιωάννη και τα έδωσε εις τους πολλούς.
24. O ανηψιός του Πατριάρχη και ο κάπηλος Ο Πατριάρχης είχεν έναν ανηψιόν ονόματι Γεώργιον. Ο Γεώργιος εφιλονίκησεν με έναν κάπηλον καταμεσίς της αγοράς και επροσβάλτηκε και εθύμωσε για την αγένεια και την αθλιότητα του κάπηλου. Επήγε εις τον Πατριάρχην σύνδακρυς και πονεμένος και δεν μπορούσε να από το παράπονο του να ομιλήσει , να εξηγηθεί με τον Άγιον για τα συμβάντα και την πολλήν αχαριστίαα του καπήλου της αγοράς.
Με λόγους γλυκούς εκατάφερεν τον ο Πατριάρχης ο καλός να κατευνάσει τον θυμόν του: « Πώς και εμπόρεσε, γιέ μου , να ανοίξει το στόμα του να σου
αντιμιλήσει; Πίστεψε , γιέ, μου πως θα του κάμω σήμερα ένα μάθημα που θα μείνει ποθαυμαζόμενη και πολλά θα παραξενευτεί η Αλεξάνδρεια ολάκερη ». Όταν είδε πως εσυνέφερε ο ανηψιός του και έδιωξε τη λύπη από την ψυχήν του….Ενόμισεν ο Γεώργιος πως ο θείος του ο Πατριάρχης θα φωνάξει τον οικονόμον, θα τον διατάξει να πάει εις την αγοράν και να προσβάλει τον κάπηλον. Ενόμισεν πως θα μαστιγώσουσιν τον κάπηλον και θα τον προσβάλουν μες το πλήθος της αγοράς της Αλεξάνδρειας.
Μα ο Πατριάρχης εσυνέχισε τους λόγους του, αφού με αγάπην τον εφίλησε: « Γιέ μου, αν είσαι στ’ αλήθεια ανηψιός μου, να καταφέρεις να είσαι έτοιμος για
πολλές προσβολές, και για ξυλοδαρμόν από τον τελευταίον δούλον, από τον καθέναν άνθρωπον, διότι η συγγένεια μας δεν αγρωνίζεται από το αίμαν, αλλά από την αρετήν και την ομορφιά της ψυχής.
Όταν έφτασεν εις το Πατριαρχείον ο επάνω των καπήλων επιστάτης, του έδωσε παραγγελιά να μην εισπράττει « μήτε δημόσια, μηδέ ενοίκιν εκ του εργαστηρίου αυτού, ήν γαρ και αυτό της αγιωτάτης εκκλησίας». Και όλοι έμειναν έκπληκτοι μπροστά στη μεγαλοκαρδίαν και την μεγαλοψυχίαν και τη συγχωρητικότητα του Πατριάρχη. Έτσι εκατάλαβαν τι εσήμαινε ο λόγος: « Θα του κάμω σήμερα έναν μάθημα που θα μείνει ποθαυμαζόμενη η Αλεξάνδρεια ολάκερη». Αντί να τον πληρ΄’ωσει με εκδίκηση επλούμησε τον κάπηλον μετά μεγάλης ευεργεσίας.

25. Ο Πέτρος ο Τελώνης

Είχεν την καλήν συνήθειαν ο Άγιος και εσύναγεν γύρω του κόσμον, μεγάλους και γέροντες, φτωχούς και πολυφημισμένους άρχοντες. Έλεγεν τους λόγους χρυσούς,
περί των Αποστόλων και του Κυρίου του Χριστού μας, περί των λόγων, των θαυμάτων και της χάριτος. Ιστορούσε και πολλές παραβολάδες και της ζωής του
πολλά ψυχοφελή γεγονότα.
Μιαν φοράν εσύναξε γύρω του κόσμον και έλεγεν τους για τον Πέτρον το Τελώνην: « Πριχού με φέρουν οι βουλες του θεού του Πλάστη μας και του πατριάρχη η
γνώμη εις την Αλεξάνδρειαν ποιμενάρχη, είχα εις την υπηρεσίαν μου εις την Κύπρον έναν αγαθόν υπηρέτην.Ο υπηρέτης μου αυτός έκαμεν μισθωτός εις έναν τελώνην εις την Αφρικήν ονόματι Πέτρον. Ο αφέντης του, καθώς εδιηγείτουν, ήταν πολλά φιλάργυρος και δεν εχαλάλιζεν τίποτε. Ήταν πλούσιος πολλά, μα και πολύ τσιγκούνης, φιλάργυρος υπερμέτρως.
Μιαν ημέραν εσυναχτήκαν οι άκληροι της πολιτείας και εμνημονεύαν τους αγαθούς πλουσίους, που ήταν ελεήμονες και τους εβοηθούσαν και ελαφρώναν τα βάρη
της φτώχειας της μεγάλης. Εκαταριούνταν τους φιλάργυρους και τους πλουσίους της σκληροκαρδίας. Μέσα σε αυτούς εκατέτασσαν και τον αφέντην του τον Πέτρον τον Τελώνην. Έλεγαν για τα πλούτη του κι εμαρτυρούσαν και για τη φιλοχρηματίαν του.
Εμαρτυρούσαν πως δεν έδωσεν εις την ζωήν του καμμίαν ευλογίαν, ποτέ του δεν ελέησε φτωχόν, άρρωστο και διαβάτη.
Τότε ένας από τους άκληρους, τους φτωχούς, εσυμφώνησε, πολλά να τον πλουμίσουν από τις ελεημοσύνες που ελάμβαναν, ανεκατάφερνεν τον Τελώνην τον
φιλάργυρον να του δώσει ελεημοσύνη. Επήγεν ο φτωχός και έκατσε εις την θύραν την αψηλήν του οίκου του Τελώνου. Άρχισε να πολυλογά, να κλαίει, να φωνάζει.
Επροξένησε μεγάλην ταραχήν και όταν τον άκουσε ο Τελώνης εξήλθε του οίκου και τον έσπρωχνε και τον έβριζε σκαιότατα για να πάρει δρόμο και να φύγει να μην τον εξοργίζει με τους λόγους του που ήταν στ’ αλήθεια δυνάμενοι και κουραστικοί. Εδίωκεν τον ο Τελώνης, γινάτιν ο διακονητής δεν έφευγεν. Πάνω στην ώραν που εκαυγάδιζαν, εισήρχετο της θύρας ο φούρναρης, κομίζων εις τας χείρας του πινάκιον επτά άρτων.
Εθύμωσεν ο Πέτρος και με οργήν άρπαξεν έναν άρτον και εσημάδεψε τον ζήτουλαν να τον τιμωρήσει δια την ταραχήν και την πρόκλησιν. Αρπάζει το ψωμίν ο διακονητής επήγεν εις τους αγαπητούς συντρόφους του και εζητούσε την αμοιβή του και ορκιζόταν ότι έλαβε τον άρτον δια χειρός του Πέτρου του Τελώνη , του φιλάργυρου. Ύστερα από δυο ημέρες , καθώς εκοιμόταν ο Πέτρος, που ήταν στο κρεβάτι ασθενής, είδεν οπτασίαν ότι ήταν όμηρος εις το κριτήριον του Θεού. Ένας ζυγός βρισκόταν πιο κάτω φορτωμένος με τις πράξεις και τις φυλαργυρίες. Είχε και πλήθος δαίμονες και επανηγύριζαν για τις πολλές του αμαρτίες, που ετοποθετούσαν εις την πρώτην πλευρά του ζυγού. Εις την άλλην πλευράν, αγγέλοι από τον ουρανόν ολίγοι αγωνίζονταν να βρουν τα καλά που έπραξε εις την ζωήν του. Μα δεν έβρισκαν εύκολα αγαθοεργίες, διότι ο Πέτρος ήταν Τελώνης και πολύ βεβαρημένος.Ευτυχώς ήταν και ο φύλακας ο άγγελος του και τους είπε για τον άρτον που έριξε ο ευλογημένος, σημαδεύοντας το διακονητή που εφώναζε εις το ξωπόρτι του. Τότε έβαλαν οι άγγελοι τον άρτον και εβάρυνε τόσον που ισοζύγισε και δεν ενίκησαν οι κακοτροπίες και οι αμαρτίες. Εγύρισαν οι αγγέλοι και λένε στον Τελώνη: ‘ Επέστρεψε εις το αρχοντικό σου και πράξε ψυχικά πολλά, δώσε ευλογίες και ελεημοσύνες να βαρέσεις τον ζυγόν από την πλευράν του άρτου, αλλιώς θα σε πάρουν ετούτοι οι μισόκαλοι που δεν έχουν σπλάχνισιν καμμίαν και είναι σκοτεινοί πισσούρι.’ Εκατάλαβεν ο Πέτρος πόση ήταν η αξία της βοήθειας εις τους φτωχούς, τα κέρδη τα μεγάλα και τα μαξούλια εις τους ουρανούς που σου δωρίζει η ελεημοσύνη. Γι’ αυτό άρχισε από την ημέραν εκείνη να ελεεί τους πονεμένους και όλους τους φτωχούς και δεν τον εκακολογούσε κανένας πλέον εις την πολιτείαν, αλλά μάλλον οι ανέστιοι και οι άκληροι εις τας συνάξεις τους τον επαίνευαν και τον εξυμνούσαν.
Έγινε πολύ ενάρετος και ελεήμων. Μιαν ημέρα βρήκε ένα ναυαγό γυμνό και τον εσπλαχνίσθηκε. Του έδωσε το πανωφόριν το ακριβόν δια να παρηγορηθεί από το
ψύχος. Ο φτωχός ο ναυαγός εντράπηκε να φορέσει τέτοιο πολυπλούμιστον ρούχο και αποφάσισε και επούλησε και αγόρασε αλλαξιές δυο-τρεις καινούριες και άλλα
νομίσματα συμπλήρωμα. Ο Πέτρος όταν το πληροφορήθηκε άρχισε να κλαίει. Μα ο άγγελος που τον εφύλαγε δεν τον άφησε μέσα στην λύπη. Εφανερώθηκε στον ύπνο του και τον ευχαρίστησε για το ρούχο που του έδωσε. Εκατάλαβε μετά τούτο ο Πέτρος περισσότερο το παλαιό όνειρο και την ωφέλεια που είχε ο ίδιος από τις παροχές και τις ελεημοσύνες.

26. Νικήτας

Εγράψαμε περί του Πατρικίου Νικήτα και προηγουμένως εις το Βίο που ανιστορούμε. Ήταν ο άνδρας αυτός φίλος του Αγίου, αλλά κ΄’αποτε λόγω των καλοθελητών και ανθρώπων που έλεγαν πολλά και διαβολές εις τον άρχονταν Νικήταν για τις αγαθοεργίες και τις καλοσύνες του Πατριάρχη. Οι συκοφάντες οι δόλιοι επαρουσίαζαν τον όσιον ως απερίσκεπτον και ανοικονόμητον. Επίστεψε ο Πατρίκιος ότι ο όσιος σπαταλά και διασπαθίζει αλόγιστα τα χρυσία της μητρός
Εκκλησίας χωρίς μέτρο και σκέψη.
Εσηκώθηκε ο Νικήτας, καθώς ήταν φουρκισμένος του θυμού και ανέβηκε εις το Πατριαρχείον και είπεν λόγον πολύ βαρετόν: «Το βασίλειον , δέσποτα μου, είναι σε
στένωση και έχει ανάγκη των χρυσίων που καταξοδεύεις εδώ κι εκεί. Είναι κάλλιον , δέσποτα μου, να τα δώσεις εις την δημόσιαν σακέλλαν για να γίνουν έργα πολλά και κοινωφελή , να τα βλέπει ο λαός να μας μνημονεύει.» Χωρίς να θυμώσει ο Όσιος του απάντησε: «Δεν το βρίσκω ορθόν και πρέπον, κύριε Πατρίκιε, να σου φορτώσω όλα τα μαξούλια της τιμίας Εκκλησίας, δια να τα πάρεις εις τα σπίτια και στην προσταγήν του βασιλέα της Ρωμανίας. Όλα τα χρυσά και τα ασημικά και τα λοιπά μαξούλια της μητρός Εκκλησίας ανήκουν εις τον επουράνιον βασιλέα, τον Κύριον μας τον Χριστόν και δεν μπορώ να σου τα δώσω προσφοράν να τα κάμει χρήσιν το βασίλειον. Πράξε ουν καταπώς νομίζεις. Σύρε κάτω εις τας αποθήκας και τα θησαυροφυλάκια.
Εκατέβηκε τυφλωμένος ο Πατρίκιος και χωρίς ντροπήν έδωσε διαταγή εις τους εργάτες και εις τινας των στρατιωτών του να συνάξουν όλες τις αποθήκες των
νομισμάτων και όλα τα πολύτιμα από το κατώι του Πατριάρχου και εξεκίνησε για το αρχοντικόν του. Την ώραν που εκατέβαιναν οι μισθωτοί του πατριάρχη με τα
πολύχρυσα κεράμια , έβγαιναν απεσταλμ΄ένοι από το λιμάνι οικονόμοι και άλλοι μισθωτοί της Εκκλησίας φορτωμένοι κεράμια που έγραφαν απέξω πως ήταν «μέλιν
πρωτείον» και «μέλιν δευτερείον» και «μέλιν ακάπνιστον». Τα επρόσεξεν ο Πατρίκιος και επεθύμησεν το μέλιν της αφρικής και λέγει του πατριάρχη- ότι ήξερεν
πως δεν ήταν μνησίκακος, αλλά έμπλεως συγχωρήσεως- να του αποστείλει μέλιν ολίγα κεράμια δια το ονομαστόν κελλάριν του.
Όταν επεζέψαν τα κεράμια, ο οικονόμος που ήταν απεσταλμένος από το λιμάνι, έδωσε στον Πατριάρχη τα χαρτιά που του έδωσαν εις το λιμάνι και εξήγησε
στον Όσιο πως δεν ήταν γεμάτα μέλι τα κεράμια, μα ήταν χρήματα χρυσά και αργυρά πολύτιμα. Ευθύς ο Πατριάρχης εφώναξε έναν άλλον οικονόμον ξεκούραστον και του έδωσε αγγελία γραπτή να την παραδώσει εις τον Πατρίκιον με έναν κεράμιον που έγραφεν έξω σε πινακίδα «μέλιν πρωτείον». Έδωσε και παραγγελιά εις όσους θα πηγαίναν με τον οικονόμον τι να πράξουν όταν φθάσουν έμπροσθεν του Πατρίκιου.
Επήγαν οι μισθωτοί και ο οικονόμος. Εβρήκαν τον πατρίκιον Νικήταν εις το τραπέξι. Του έδωσαν το κεράμιον και τη γραφή. Εδιάβασε ο Νικήτας τους παρακάτω
λόγους του Πατριάρχου: «Ου μη σε ανώ ουδ’ ου μη σε εγκαταλείπω. Αψευδής και Θεός αληθινός, εχορήγησεν ημίν αντί ων επήρεν η ενδοξότης σου. Τον ουν Θεόν τον πα΄σιν τροφήν και ζωήν παρέχοντα , άνθρωπος φθαρτός στενώσαι ου δύναται, έρρωσο.»
Τότε άνοιξαν οι μισθωτοί του Πατριάρχη το κεράμιον και το άδειασαν πάνω εις το τραπέζι του Πατρίκιου και είπαν με μια φωνήν : «Όλα τοι εθεάσω ανερχόμενα
χρήματα αντί μέλιτος γέμουσιν». Κατά πρώτον εθυμώθηκεν ο Πατρίκιος , μα όταν εδιάβασε λόγους του Οσίου εσυγκινήθηκεν και είπε: « και ζη Κύριος , ούτε Νικήτας στενώσει αυτόν. Άνθρωπος γαρ εστίν και αυτός φθαρτός και αμαρτωλός». Μετά ταύτα άφηκεν το τραπέζιν στρωμένον ο Πατρίκιος και έδωσεν διαταγήν να φορτωθούν τα όσα επήρεν και να τα επιστρέψουν οι μισθωτοί του πίσω εις το πατριαρχείον. Επήρεν μαζί του δώρο από τα δικά του τρία κεντηνάρια και εκίνησε για τα σπίτια του Πατριάρχη. Όταν έφθασε, έβαλε μετάνοια του οσίου και του εζήτησε να πρεσβεύει εις τον Άγιον Θεόν δια να του συγχωρέσει. Εξομολογήθηκε του Αγίου πως εγελάστηκε πολλές φορές από συκοφάντες και άλλους φθονερούς ανθρώπους και εζήταν του να τον βάλει επιτίμιον για τα ανομήματα του. Δεν του εθυμώθηκε ο Άγιος , θαυμάσας την μεταμέλειαν του και τους καλούς του λόγους. Από τότε είχαν περισσήν αγάπην μεταξύ τους. Γράφει το πολλά ωραία ο Επίσκοπος Λεόντιος εις το πολυφημισμένον σύγγραμμα του: « Τοιαύτη δε αμφοτέρων συνεδέθη έκτοτε εκ Θεού αγάπη, ως και σύντεκνον γενέσθαι αυτόν του πολλάκις ειρημένου λαμπροτάτου ανδρός.»

27. O Πατρίκιος Νικήτας και η αγορά της Αλεξάνδρειας

Είπαμεν και εις το πρότερον κεφάλαιον για μιαν διαφωνίαν του Οσίου με τον Πατρίκιον Νικήταν και για την μεγάλην την μεταξύ τους αγάπην. Έτυχεν , όμως,
άλλην μιαν φοράν, ύστερα από καιρόν αρκετόν και πάλιν να συνομιλήσουν, να φιλονικήσουν και να λογοφέρουν έμπροσθεν του Συμβουλίου. Είχαν μιαν διαφωνίαν
για την αγοράν της πόλεως. Ο Πατρίκιος ήθελεν να την βάλει εις μιαν τάξη καταπώς έκρινεν , για να κερδίζει περισσότερον η επαρχία τους που ήταν πολυφημισμένη εις άπασαν την Ρωμανίαν. Ο Όσιος δεν εσυμφωνούσε. Έφερεν ένσταση και αντιστεκόταν διότι είχεν την έγνοια των φτωχώ της πολιτείας. Κατά την κρίσιν του πολλά θα εζημίωναν από τα σχέδια του Πατρίκιου. Έγινεν θέμαν μεγάλον μπροστά στο Συμβούλιον και ήταν και οι δυο πολυπικραμμένοι. Εφύγαν και οι δυο τους για τα σπίτια τους « και η μεν του Πατριάρχου αντίστασις και πικρία υπέρ της εντολής του Θεού υπήρχεν, η δε του Πατρικίου κέρδους χρηματιστικού ένεκεν». ‘Όταν επέρασεν η ώρα και εκόντευε να σουρουπώσει , να νυκτώσει, έστειλε ο Πατριάρχης ανθρώπους δικούς του έμπιστους, ένα πρωτοπρεσβύτερον δίκαιον και άλλους εκλεκτούς του κλήρου να πουν λόγον καλόν και αγαπητικόν εις τον Πατρίκιον Νικήτα. Επήγαν οι απεσταλμένοι και ανήγγειλαν εις τον Πατρίκιον: « Δέσποτα ο ήλιος προς δυσμάς εστίν». Εκατάλαβεν ο Νικήτας των λόγων τα νοήματα και επήρε τον δρόμον και το παραδρόμι και έφτασε εις το Πατριαρχείο. Ήταν ο Πατρίκιος πολύ συγκινημένος από την υπόμνηση του πατριάρχη, διότι με όσα του εμήνυσε ο Ιωάννης εννόησε τους λόγους του Αποστόλου Παύλου δια τον παροργισμόν και τον εξοργισμόν μας που δεν πρέπει να συναντά τη δύση του ηλίου. Μόλις τον είδεν ο δίκαιος επολογθηκε και του είπε: « Καλώς ήλθεν ο υιός της Εκκλησίας, ο υπήκοος της φωνής αυτής».

28. Τα Συμβούλια του Πατριαρχείου

Είχεν και ο δίκαιος Ιωάννης συμβούλιον . είχεν και συμβούλους και υπηρέτας. Πολλά τους αγάπαν και πολλά περισσά τον ετιμούσαν. Εσυμβούλευεν τους τακτικά
να αποφεύγουν τους περιττούς λόγους και εις την πράξιν τους ενουθετούσε με το παράδειγμα του. Το Συμβούλιον εσυνέρχετο κατά τις παραδόσεις καθημερινώς και δεν εκαταγίνετο με λόγους ασύνετους και περιττούς. Ήταν και κάποιες περιστάσεις  που επέβαλλαν ενασχόληση με θέματα ποικίλα και κουραστικά. Είχεν ποικίλες μέριμνες το Πατριαρχείον, ζητήματα οικονομικά και προβλήματα ακόμη πολιτικά.
Επρόσεχεν ο Πατριάρχης πάντοτε να κοσμούν τις συνάξεις διηγήσεις των Πατέρων, βίοι θαυμαστών ανδρών και αγίων. Εμερίμναν και για την εξήγησιν της Αγίας
Γραφής και την επίλυσιν αποριών και τον φωτισμόν ζητημάτων δογματικών. Ήταν ανάγκη να γίνονται οι εξηγήσεις αυτές για να κατατοπιστεί ο λαός που εκινδύνευε από τους πολυωνύμους αιρετικούς και πολυάριθμους Θεοδοσιανούς, Βαρσανουφίτες και Γαϊετάνους.
Εσυνέβαινε καμμιά φορά κάποιος του συμβουλίου ή των λοιπών παρισταμένων να γελιέται και να αρχινά ιστορίες και λόγους κακούς, καταλαλίες και τα λοιπά περιττά. Ο Άγιος κατ’ αρχάς δεν του εθύμωνε. Έκανε υπομονή και αν συνέχιζε να θορυβεί και να θορυβεί και να ταράζει το συμβούλιον και εις άλλας περιστάσεις , με τρόπον εσυμβούλευεν τους κλητήρες και τους υπηρέτες εις το εξής να μην του επιτρέπουν την είσοδον για να βλέπουν και οι υπόλοιποι να διδάσκονται.

29. Ο Μόδεστος και οι Ναοί των Ιεροσολύμων.

Πολλοί ήταν οι ικανοί και φωτισμένοι άνδρες που εμπήκαν εις την προσταγήν του , εμβλέποντες εις το πρόσωπον του άξιον ακόλουθον του Χριστού, τον οδηγόν
που εζητούσαν δια να εργαστούν και πλουμίσουν με τα χαρίσματα τους την Εκκλησίαν του Χριστού. Αυτοί τον εβοηθούσαν ποικιλοτρόπως με συμβουλές και
γνώμες,εργασίες εποπτικές, οικονομίες και διαχειρίσεις, αποστολές και άλλες πνευμετικές μέριμνες για την καλήν του λαού διαβίωσιν και την προστασίαν του από
τους από τους πλανεμένους και φθονερούς ποικιλώνυμους ασεβείς αιρετικούς.
Εκλεκτός και τιμώμενος υπό του πατριάρχου ήταν και ο Τοποτηρητής του θρόνου των Ιεροσολύμων Μόδεστος. Ούτος ανήρ δίκαιος και ταπεινός, σοφός και
χαριτωμένος είχεν το χάρισμαν να νουθετεί και μορφώνει τους περί αυτόν μαθητεύσαντας. Εις την σοφίαν και την σύνεσιν του Μοδέστου εμαθήτευσαν και οι
εκλεκτοί Ιωάννης και Σωφρόνιος, οι ελέγχοντες παντοιοτρόπως τους αιρετικούς, οι προστάτες του ποιμνίου της αλεξάνδρειας , τους οπο΄πιους προσέελαβεν επί τούτου ο  Πατριάρχης.
Tον Μόδεστον αγαπούσε ο Πατριάρχης και για τον ζήλον και την επιμέλειαν του εις την εργασίαν της ανοικοδόμησης πολυαρίθμων και περικαλλών ναών εντός
της πόλης του Χριστού. Όταν δε εδοκιμασθη σφοδρά η πόλις και εθλίβη ο τοποτηρητής Μόδεστος δια την εισβολήν των Περσών και την πυρπόλησιν πολλών
εκκλησιών, του Ναού του κυρίου και άλλων ναών της πόλεως, ο συμπαθέστατος Ιωάαννης δεν ολιγώρησεν. Έσπευσεν αμέσως και απέστειλε, καθώς αναφέρει ο
επίσκοπος Λεόντιος εις το σύγγραμμα του « χίλια μεν νομίσματα, χίλια δε σακκία σίτου και χίλια οσπρέου, χίλιας λίτρας σιδήρου, χίλια κόλαθα μαινομένης, χίλια
ασκαλώνια οίνου και χιλίους Αιγυπτίους εργάτας». Με γράμμα δε τόνιζε στον επίσκοπο Μόδεστο πως πολύ επιθυμούσε να βοηθήσει στην ανοικοδόμηση του Ναού
της Αναστάσεως, αν ήταν δυνατό.Επιπροσθέτως τον ικέτευε να αποφύγει την καταχώρηση του ονόματος του σε οποιονδήποτε δίπτυχο, αλλά να παρακαλεί τον Θεό να τον εγγράψει εις τας αληθείς δέλτους της εν ουρανοίς Εκκλησίας.

30. Η αστόχηση των καραβιών

Πολλές δοκιμασίες αντιμετώπισεν ο δίκαιος Ιωάννης εις την περίοδον της ποιμαντορίας του. Μία εξ εαυτών ήτον η μεγάλη ζημία που έπαθεν ο στόλος της 
Εκκλησίας εις την Αδριατικήν θάλασσαν.Καταπώς μαρτυρούν οι ομόχρονοι του τα πλοία ήταν σίγουρα πέραν των δεκατεσσάρων και ήταν καλά φορτωμένα
«Συρόφορτα ιμάτια και άργυρον και πράγματα αναγκαία, ως συμψηφισθήναι τον όγκον του απελθόντος εις απώλειαν ποσού κεντηνάρια τριάκοντα τέσσερα». Όταν δε εναυλόχησαν τα πλοία εις την Αλεξάντρειαν, οι καπεταναάιοι και οι λοιποί ναύτες, αφού ερίξανε τες άγκυρες και φοβούμενοι , λόγω της συμφοράς, δεν ενεφανίσθησαν έμπροσθεν του επισκόπου, αλλά «εκτάτησαν προσφύγιον».
Ο Πατριάρχης, όταν επληροφορήθηκεν τις λεπτομέρειες τουελλιμενισμού και τον φόβον των καπετάνιων και των λοιπών ναυτιλλομένων, τους εμήνυσε χωρίς
διόλου να ταραχθεί. « Ο Κύριος , αδελφοί μου, όπως μας τα επροσέφερε χωρίς φειδώ, εθέλεησε να μας τα υστερήσει. Τούτο εθεώρησε καλόν δι’ όλους μας και προς
παιδαγωγίαν μας υστέρησε ως φορτία. Εσείς μη φοβείσθε και μη αναζητείτε καταφύγιον και κρυπτήν διότι δεν οργίσθηκε μαζί σας και ουδείς θα σας κατηγορήσει. Ο γαρ Κύριος πάλιν μεριμνήσει περί της αύριον».
Την επαύριον , αφού εμαθεύτηκεν το κακόν μαντάτον, τον έσπευσαν πολλοί πιστοί, για να παραμυθήσουν τον επίσκοπον δια την συμφοράν που του έλαχεν.««Ξέρω αδελφοί , για την θλίψιν όλων μας. Η αστοχία των καραβιών της εκκλησίας μας , πιστέψετε το, διδάσκει όλους μας πως ο ταπεινός Ιωάννης ευρέθη αίτιος. Υψηλοφρόνησα εις τα του Θεού και εδόκουν ότι μεγάλα έργα ποιώ, διαδιδότων ανθρώπων.Οικονόμησεν ο Κύριος μας να μου συμβεί το θλιβερόν τούτον δια να με
σωφρονήσει και συμμορφώσει, προτού κερδίσει την καρδίαν μου λογισμός δόξης και υψηλοφροσύνης δυσθεράπευτος και βλάσφημος. ‘Η γαρ ελεημοσύνη τον μη νηφοντα πολλάκις υψηλοφροσύνην επαίρει, η δε ακούσιος συμφορά ταπεινοί τον ελεήμονα’.
Καιρός, αδελφοί, να διδαχθώ από τους προπάτορας Δαυίδ και ιώβ και τους λόγους τους για την ταπείνωσιν και την υπομονήν, ‘Εγώ ουν κακών εγενόμην αίτιος’. Απώλεσα την διάδοσιν με τα ατοπήματα της κενοδοξίας μου και υστέρησα πλήθος αγαθών από τους πολλούς τον αριθμόν δοκιμαζομένους απόρους και εν ανάγκη ευρισκομένους. Ας μην απελπισθώμεν. ‘Ουκ εγκαταείψει ημάς’.Δια τους φτωχούς θα μεριμνήσει , παρά τα λάθη μας τα φρικτά και τον ατελή μου βίον. ‘Ου μη σε ανώ,ουδ’ου μη σε εγκαταλείπω’ και ‘Ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν’, τους ευλόγησεν και τους επροέπεμψεν εις την οικίαν τους, δότι είχεν ήδη νυκτώσει. Ήκουσαν τους λόγους του Ιωάννη οι πιστοί και σκέπτοντο την παρηγορίαν που τους εδώρησεν, ενώ είχαν ανηφορήσει εις το Πατριαρχείον δια να τους δωρήσουν όση παραμυθίν εδύναντο. Εθαύμασαν δε την αρετήν του και την ταπείνωσιν του.

31. Ο απατεώνας που δεν επέστρεφε τα δανεισμένα στον Πατριάρχη

Αναφέραμε και σε άλλες περιπτώσεις και ευκαιρίες για την απερίσπαστην ευλογημένην συνήθειαν του σοφού Πάπα να συντρέχει και να στηρίζει χρηματικώς
όλους τους εν ενάγκη. Εσυνήθιζεν δε ο όσιος να δανείζει κααι εύπορους πολίτες της Αλεξάνδρειας και των περιχώρων.
Ένας έμπορος που εγνώριζε την αρετήν αυτήν του Πατριάρχη εζήτησε και εδανείσθη υπ’ αυτού είκοσι λίτρες χρυσού. Μετά δε ολίγον καιρόν αρχίνησεν ν’
αρνιέται τον δανεισμόν και εφρόντιζεν να διαψεύδει τον Πατριάρχην, οικονόμους και άλλους ανθρώπους που ήταν μάρτυες της πράξης του δανεισμού. Ο Πατριάρχης του εφέρθη με ευγένειαν και συγχωρητικότητα, μηδέν ζητήσας δια το χρέος. Οι οικονόμοι, όμως, ανυπόμονοι τυγχάνοντες και ευερέθιστοι, εζητούσαν να διορθώσουν την αδικίαν με δίκην και τιμωρίαν. Εσκέπτοντο δε και να τον τιμωρήσουν δια ραβδισμών πολλών. Επληροφορήθηκεν ο Πατριάρχης τα
σχεδιαζόμενα και τους συνεκέντρωσεν όλους και τους ανήγγειλεν προσταγήν όπως αποφύγουσιν όποιαν ενέργειαν καταγγελίας, τιμωρίας ή διαπόμπευσης του
δανειζομένου εμπόρου. Οι οικονόμοι αντιδρούσαν και του έλεγαν: «Ου δίκαιον, δέσποτα, ό έχουσιν λάβει οι πτωχοί ίνα ούτος ο άσωτος λάβη». Είχε δε την υπομονήν ο Πατριάρχης να τους εξηγήσει τα δύο ατοπήματα εις την περίστασιν αυτήν του ασεβούς δανειζομένου. Περιέγραψεν την ανυπομονησίαν και την ακράτειαν τους εις το ζήτημα της τιμωρίας κμαι ετόνιοσεν το κακόν παράδειγμαν το οποίον εδόθη εις τους παρόντες πιστούς. Ως δεύτερον ατόπημα περιέγραψεν την ανυπακοήν εις τον Κύριον και τους λόγους Του: « από του α΄λιροντος τα σα μη απαίτει».Μετα δε πολλούς λόγους και νουθεσίας έπεισε όλους τους οικονόμους της Εκκλησίας δια το ωφέλιμον της ελεημοσύνης και το συμφέρον της υπομονής. Προέβαλεν ως προτιμητέον το αποστερείσθαι και αδικείσθαι παρά το αναζητείν το δίκαιον και την εξόφλησιν των οφειλομένων. Ετελείωσεν δε τον λόγον με την διδαχήν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. «Αγαθοποιείς γαρ φησίν, τω αδελφώ σου, καθώς ευπορεί η χειρ σου, ουχί εκ των διαδικαστών και μεσιτών, εκ του αδικούντος ευλογοφανώς εκφερομένων».

32. Εγκύκλιοι για την αποχή από τους αιρετικούς

Ηγάπα ο όσιος την ορθήν πίστιν της Εκκλησίας και εμεριμνούσε δια τον παραδειγματισμόν του ποιμνίου και των συνεργατών του. Αναφέραμε και εις άλλο
κεφάλαιον δια τον Σωφρόνιον του οποίου τους λόγους εσυνιστούσε με θέρμη και τις διδαχές επαινούσε δια την ορθότητα και την εύστοχην ανατροπήν της αιρετικής πλάνης και των πλάνων κακοδοξιών.Συχνά δε ο σοφός Ιωάννης επ’ ευκαιρία των εορτών και μεριμνών δια τας σχετικάς επιστολάς εφρόντιζε δια την αναφοράν της αληθείας και την κατάδειξιν της πλάνης και των αιρέσεων. Επέμενε εις τας εγκυκλίους επιστολάς και δια την αποφυγήν « της των ετεροπίστων
κοινωνίας».Προέβαλλεν ως προτιμητέαν την ακοινωνησίαν εάν λόγω περιστάσεων ήτο αδύνατη η προσέγγισις ορθοφρονούντος ναού. Έλεγεν δε και τα παρακάτω
σωτήρια εις τας ειρημένας επιστολάς: «Μη τοίνυν, δυσωπώ υμάς, ω τέκνα, τοις τοιούτοις ευκτηρίοις προσψαύετε, μη. Παρακαλώ, μήτε επί κοινωνίαν μήτε εις ευχήν
μήτε εις παρακοίμησιν. Ακούσωμεν των τριών παίδων λεγόντων, επειδή ουκ ήσαν εν Ιερουσαλήμ ίνα θύσωσιν, όπου ο Θεός παντί τω Ισραήλ εθέσπισεν, ουκέτι, φησίν, ουδέ ολοκαύτωσις ουδέ θυσία, ου τόπος του κρπώσαι ενώπιον σου και ευρείν έλεος. Και πάλιν, επειδή γαρ τοις ισραηλίταις οι αλλόφυλοι έλεγον: ‘άσατε ημίν εκ των ωδών Σιων’, ανταπεκρίναντο: ‘Πώς άσωμεν την ωδήν Κυρίου επί γης αλλοτρίας;’Και ο Παύλος δε, ω τέκνα , τούτο αινισσόμενος έλεγεν: ‘ Ου δύνασθε τραπέζης Κυρίου μετέχειν και τραπέζης δαιμονίων’ και μετ’ ολίγον ‘Ποια γαρκοινωνία φωτί προς σκότος;’ Ει γαρ νόμισμα παραχαράξιμον αντί βασιλικού ου καταδεχόμεθα λαβείν, πώς βασιλικής κοινωνίας την αιρετικήν μεταλαμβάνειν ου θεομίσητον;»

33. Ο ορφανός υιός ενός ευεργέτου άρχοντος

Ένας των οικονόμων του σεπτού πατριάρχη τον επληροφόρησεν για την οικτράν κατάστασιν ενός ορφανού γόνου ευπόρου οικογενείας της Αλεξάνδρειας. Ο
πατέρας του ήταν γνωστός ελεήμονας της πόλεως και καθώς εμαρτυρούσαν πολλοί έδωσεν δέκα λίτρες χρυσών νομισμάτων εις τους πτωχούς και εις την Παναγίαν.

Έλεγαν μάλιστα ότι εσυμφώνησεν και ο υιός του με τη διανομήν του χρυσού της διαθήκης. Εσυζήτησε δηλαδή ο σοφός πατήρ με το τέκον του και κατόπιν
αποφάσισεν. Έδωσε τα πάντα εις τους πτωχούς και μετ’ ολίγας ημέρας απεβίωσεν. Ο δε υιός του εζούσε πτωχότατος εις τον ναόν της Θεοτόκου. Tόση δε ήταν η στένωση του , ώστε πολύ εστενοχωρούντο οι οικονόμοι του πατριαρχείου, όταν τον έβλεπαν πέριξ του Ναού.
Μόλις άκουσε τα θλιβερά τούτα γενόμενα Ο πατριάρχης εκάλεσεν μυστικά κάποιον νομικόν. Του εδιηγήθηκε την ιστορίαν του πτωχού ορφανού και κατόπιν τον
επρόσταξεν να συντάξει αρχαιοπρεπή διαθήκη ενός Θεοπέμπτου εις την οποίαν να παρουσιάζει τον πατέρα του ορφανού και τον Πατριάρχην «ανηψιούς γνησίους». Μετά ταύτα να γνωρίσει τα ανωτέρω εις τον νέον και να τον συμβουλεύσει να επισκεφθεί τον Πατριάρχην. Αν ντρέπεται να του προτείνει να μεριμνήσει αυτός ως νομικός για τα αναγκαία.
Πράγματι ο νομικός με προσοχήν έπραξεν όσα ο Πατριάρχης επρόσταζεν. Ο νέος ευχαρίστησε τον νομικόν για το ενδιαφέρον του και δέχτηκε την προτεινόμενη
μεσολάβησιν. Μόλις πληροφορήθηκε τα όντως ευχάριστα ο Όσιος Ιωάννης τον επρόσταξεν να φέρει τον νέον εις το Πατριαρχείον με τη διαθήκη για να γνωρίσει το
μόνον τέκνον του πολυαγαπημένου του ανηψιού.
Όταν έφθασαν εις το Πατριαρχείον ο ¨αγιος εκαταφίλησεν τον πτωχόν νέον και του έλεγεν: « Καλώς ήλθεν ο υιός του ανηψιού μου». Κατόπιν τον επλούμισεν με
πολλά νομίσματα και τον εκαλοπάντρεψεν και καθώς μαρτυρούν οι οικονόμοι του έκτισε και σπίτιν αρχοντικόν.ήθελεν ο όσιος να διδάξει όλους την ευσπαχνίαν του θεού, την δύναμιν της θείας του προνοίας και την δύναμιν της επ’ Αυτόν ελπίδος.

34. Ο άρχοντας που εμνησικακούσε

Δυσκολίαν μέγιστην εγνώρισεν ο μέγας Ιωάννης όταν επεχείρησεν να συμφιλιώσει γνωστόν πρόκριτον της Αλεξάνδρειας με άρχοντα τινά αδικοπραγούντα.
Ο πρόκριτος μνησικακούσε τον επιφανή άρχοντα διότι εμοίχευσε την γυναίκα του. Παρά τις νουθεσίες δεν εστάθη δυνατόν να συμφιλιωθούσι. Ο γαρ πρόκριτος
επέμενεν εις τον θυμόν του και δεν εσυγχώραν τον άλλον.Μετά από πολλήν προσευχήν ο Ιωάννης εκάλεσεν τον πρόκριτον , δήθεν για θέμα σοβαρόν των
δημοσίων πραγμάτων. Αντ’ αυτού ελειτούργησε ‘εν τω τιμίω αυτού ευκτηρίω’.

Παρόντες ήσαν μόνον ο πρόκριτος και ο σύγκελλος του Πατριάρχου. Όταν ηγίασεν ο Πατριάρχης, αρχινήσαν και οι τρεις να απαγγέλλουν το «Πάτερ ημών». Όταν
εφθάσαν εις τον στίχον «άφες ημίν τα οφειλήματα ημών ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών…» ο Ιωάννης με τρόπον ένεψεν του συγκέλλου να σιωπήσει.
Εσιώπησεν δε την’ιδιαν ώραν και ο πατριάρχης. Απέμεινεν μόνος οπρόκριτος να απαγγέλλει τον σοφόν στίχον «άφες ημίν τα οφειλήματα ημών ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών…» . Τότε ο Πατριάρχης με αγάπη και πραεία τη φωνή του είπε: « Βλέπε εις ποίαν φρικτήν ώραν τι λέγεις τω Θεώ, ότι ώσπερ εγώ αφώ και συ άφες μοι». Πυρ τότε εβασάνισεν τον πρόκριτον εντός της καρδίαςτου και εγονάτισεν έμπροσθεν του Οσίου και είπεν: «Όσα κελεύεις ο κύρις, ποιεί ο δούλος σου».Από εκείνην δε τη στιγμήν έπαψεν να μισεί τον άρχοντα, εσυγχώρεσεν αυτόν και εσυμφιλιώθη.

35. O ελεήμονας τραπεζίτης

Αγαπούσε ο Άγιος Ιωάννης τους ελεήμονες και όταν μάθαινε για κάποιον δωρεοδότη εις την επικράτεια και την ποίμνην του έσπευδε να τον συναντήσει.Με
τρόπον τον έπαιρνεν κάπου ιδιωτικά και συζητούσε μαζί του για την ελεημοσύνη.
Ήθελε πάντοτε να μαθαίνει αν εκ φύσεως ήταν κάποιος ελεήμων ή κατόπιν  ασκήσεως και κόπων πολλών. Πολλάκις ετόνιζεν τον μεγάλον μισθόν που θα λάβουσι «οι βιαζόμενοι την οικείαν πρόθεσιν και ακαρδίαν από βίας και πόνου και αρετήν κατορθούνται». Εγνώριζεν ο όσιος την διαφοράν των εκ φύσεως αρετών από
όσες αποκτώνται κατόπιν εργασίας και πόνων πολλών. Έτσι, εμάθαινε ο Ιωάννης πολλές ιστορίες από τους ελεήμονες συντοπίτες του. κάποιοι βέβαια εντρέποντο και απέκρυβαν πολλές από τις δωρεές και τα χορηγήματα.
Πολύ εθαύμασεν ο Ιωάννης τα λόγια ενός των ελεούντων. Αυτός ήταν ταπεινός και ελεεινολογούσε πολλά από τα πρότερα του έργα. Έλεγεν ότι υπήρξεν σκληρός και άκαρδος παλαιότερα και για τούτο εδεινοπάθησεν και εσυνάντησε πολλές συμφορές. Σε μία των συμφορών ήλθεν εις εαυτόν, εμετανόησεν και εκατάλαβεν την αιτίαν των κακών. Η περιφρόνηση της ελεημοσύνης τον οδηγούσε εις δεινά πάμπολλα. Από τότε όρισεν εις τον εαυτόν του καθημερινή χορηγίαν.

36. Η επιστροφή του Αγίου στην Αμαθούντα

Όταν ο Θεός οικονόμησεν την κατάληψιν της Αλεξάνδρειας υπό των Περσών ο Άγιος εποιούσεν όλες τις αναγκαίες ετοιμασίες για να ταξιδεύσει εις την πατρίδα
του κύπρον. Ο Πατρίκιος Νικήτας , φίλος του καλός, μόλις το έμαθεν έσπευσε και τον παρεκάλεσεν να απέλθουν μαζί εις την Κωνσταντινούπολινμε σκοπόν να
ευλογήσει τον αυτοκράτοραν και την οικογένειαν του. ο άγιος υπεχώρησεν δια την αγάπην του πατρικίου και την πίστιν του και άνοιξαν πανιά για την πόλιν, την
πολυπλούμιστην, την πολλαγαπημένην Κωνσταντινούπολιν. Κατ’ αρχάς εκινδύνευσαν και ο πλους ήτο τρικιμιώδης. Τότες εκείνον το βράδυ είδεν ο Πατρίκιον έναν όραμαν. Ο Πατριάρχης με πτωχούς πολλούς πέριξ αυτού. Πότε το πλοίον εκύκλωνεν και επαρετήρη τας ανάγκας του εάν εχρειάζετο συνδρομήν και βοήθειαν το πλήρωμα. Πότε ικέτης εις τον ουρανόν με τας χείρας υψωμένας ωσάν τον προφήτην Μωυσήν εζήταν του κυρίου τη θάλασσαν να γαληνέψη. Ο Θεός καταπού εσυγκατένευσε και η θάλασσα εγαλήνευσε και εμπόρεσαν και έφθασαν με το καράβι εις την Ρόδο, εις το λιμάνιν. Εκεί ο Πατριάρχης είδεν όραμαν αποκαλυπτικόν. Άγγελος εξ ουρανού έχων σκήπτρον τιμής και χρυσίου εις τας χείρας του είπεν: « Ο Βασιλεύς των βασιλευόντων σε προσκαλεί να έλθεις εις την μακαρίαν και άλυπον πόλιν, δια να συναγαλλόμεθα πάντοτε». Ο Πατριάρχης μετά ταύτα εδόξασεν τον Κύριον δια το σημείον και την απόφασιν να τον καλέσει πλησίον του εις την αιώνιον χαράν και ανάπαυσιν. Εκάλεσεν τον Πατρίκιον και του ανήγγειλε τους παρακάτω λόγους: «Εσύ , φίλε μου, αγαπητέ και τιμημένε άρχοντα επάσκιζες να
υπάγωμεν εις την πόλιν την Βασίλισσαν, την Κωνσταντίνου πόλιν, να συναντήσωμεν τον βασιλέα της Ρωμανίας, εμέ άλλος με επροσκάλεσε, ο των Ουρανών και της γης Βασιλέας ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός». Ο Πατρίκιος πολύ ελυπήθηκεν δια την μελλοντικήν αποδημίαν του Πατριάρχου κι αγαπητού πνευματικού πατρός και φίλου του. Έτσι , αφού έλαβε τις ευλογίες του Αγίου Ιωάννη, απήλθεν με το καράβιν του για την Κωνσταντινούπολιν , ενώ ο Αγιος με τους οικονόμους του εκάλαρεν το καράβιν για την πολλοξάκουστην πατρίδα του, την Αμαθούντα της Κύπρου.

37. Η κοίμησις του Αγίου και τα θαυμαστά σημεία

Όταν έφτασε με το καράβιν εις την πατρίδα του ο Πατριάρχης εζήτησεν από άνθρωπον έμπιστον του υπογραφέα τω διακονήματι να συγγράψει καθ’ υπαγόρευσιν
τη διαθήκην του: « Ο δούλος του Χριστού Ιώννης, αδύναμος και του Κυρίου υπηρέτης ατελής, ηξιώθηκε το της αρχιερωσύνης διακόνημα και χάριτι του Κυρίου ημών ηργάσθη εις την εκκλησίαν της Αλεξάνδρειας.
Ευχαριστώ σοι , Κύριε, δια τας ευλογίας και τις παροχές. Ευχαριστώ και δοξάζω σε δια τα χαρίσματα και τα πολύτιμα νομίσματα και άλλα που μου απέστειλες κατά τους χρόνους της αρχιερατείας. Όταν , Κύριε, με αξίωσες Επισκόπου, εύρον οκτώ χιλιάδας λίτρας χρυσού, τας οποίας με αξίωσες να χορηγήσω εις τους πτωχούς, τας χήρας και τα ορφανά. Και από τότε όλα όσα μου χορηγούσες έσπευδα να τα δώσω εις τους πένητας, τας χήρας και τα ορφανά.Διότι εγίνωσκα παιδιόθεν ότι άπαντα τα κτίσματα και τα κεκτημέναχρυσία είναι ιδική σου περιουσία. Δέξαι, Κύριε ημών Ιησού Χριστέ, Δέσποτα της ζωής μου, δέξαι την ψυχήν μου.»
Μετά τους παραπάνω λόγους ανεπαύθη εν Κυρίω ο ξακουστός Δεσπότης της Αλεξάνδρειας ο Ιωάννης. Ούτω εν έτει χιθ (619), εννέα χρόνια από την ενθρόνισιν εις
την ποίμνην την ξακουστήν του Αγίου Μάρκου. Ο Όσιος του Χριστού ηξιώθη μεγίστων αρετών εν ζωή και σημείων θαυμασίων μετά θάνατον. Αδύνατον να
αναφερθώσι όλα τα θαύματα και τα υπερφυσικά των ημερών εκείνων.
Πρώτον των σημείων είδεν εν εκστάσει ο ενάρετος νηστευτής μοναχός Σαβίνος, όστις ήτο κάτοικος Αλεξάνδρειας. Είδεν ο ενάρετος τον Πατριάρχην εξερχόμενον του Πατριαρχείου, μετά των κληρικών βασταζόντων λαμπάδας , ενώ νεανίας λαμπροφόρος εκάλει αυτόν να προσέλθει εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν , τον πάντων βασιλέα. Κόρη απαραμίλλου κάλλουςεξερχομένη του Πατριαρχείου, στέφανον εναπόθεσεν στην κεφαλήν , ελαίας καμωμένον και τον άγιον οδήγησεν εις τας μονάς Κυρίου.
Ο Σαβίνος όταν ήλθεν εις εαυτόν, θυαυμάσας το σημείον εκατέγραψεν την ώραν και την ημέραν της εκστάσεως ταύτης. Υποπτεύθη και εσκέφθη πως απεδήμησεν εις Κύριον ο ποιμένας του, ο Πατριάρχης ο καλός. Μετά δε ημέρας πολλάς όταν αφίχθησαν εις Αλεξάνδρειαν Κύπριοι ευσεβείς προσκυνητές επερώτησεν. αυτούς περί της καλής υγείας του Πατριάρχου. Τότε επληροφορήθη την ακριβήν ημέρανκαι ώραν της αποδημίας του Αγίου και ηννόησε πλήρως και το θαυμαστόν σημείον. Η κόρη ήτις εστεφάνωσε τον άγιον ήταν η ελεημοσύνη, η οποία και πρότερον ενεφανίσθη εις τον Άγιον και εβεβαίωσεν αυτόν δια την δόξαν και χάριν που τον ανέμενε εάν εσυνέχιζεν να την ακολουθεί.
Κατά δε την ώραν της νεκρωσίμου ακολουθίας και της ταφής επεσυνέβησαν θαυμαστά σημεία. Όταν εξήλθον του λαμπροτάτου ναού του Αγίου και θαυματουργού Τύχωνος και πλήθος πιστών και του ιερατείου της Αμαθούντος επροσήλθαν εις το κοιμήτηριον , δια να τον ενταφιάσουν εις τίμιον τινά τιμητικόν δυο παλαιών επισκόπων, εσυνέβη το παρακάτω σημείον: καθώς εναποόθεταν το σκήνωμα του Οσίου εμετακινήθηκαν τα δυο λείψανα το εν προς τα αριστερά και το
έτερον επλεύρισε προς τα δεξιά, δια να παραμείνει χώρος ικανός και άνετος δια τον Άγιον.
Άλλον όντως παράδοξον και θαυμαστόν σημείον εσυνέβη εις την πόλιν της Αμαθούντος. Μια γυναίκα , όταν πληροφορήθηκε την άφιξη και το σύντομον της
αποδημίας του, εντός ολίγων ημερών επεσκέφθη το Άγιον Όρος και κλαίουσα γονατιστή τον επαρακάλει: « Δεσπότη μου, φιλεύσπλαχνε, ελεήμονα, πολυπλούμιστε
του Θεού ακόλουθε, εγώ η αμαρτωλή έπραξα αμαρτίαν μεγίστην και φοβερήν.
Ουδέποτε ετόλμησα να την ειπώ εις πνευματικόν. Νομίζω πως κανείς του Θεού άνθρωπος δεν μπορεί να την αντέξει και μόνον εις τα αυτιά του να  περιγράφεται.Ελπίδαν τρέφω μοναδικήν πως ως φιλόκαλος μπορείς να μεσιτεύσεις εις τον Κύριον». Ο Άγιος την παρεκάλεσε να το ομολογήσει και να συγχωρηθεί και καμιάν ενόχλησιν ναμην έχει πλέον. Εκείν η αντιστέκετο και δεν εταπεινώνετο όσον εχρειάζετο( έπρεπεν) και έλεγεν πως αισχύνετο πολύ και δεν ημπορούσε να ψιθυρίσει την πράξιν της. Τότες ο Άγιος την πρόσταξε για να την απελευθερώσει από το βάρος και την δουλείαν της αισχύνης: «Κόρη μου πήγαινε εις τον οίκον σου και γράψε την επαίσχυντην πράξιν σου εις ένα κομμάτιν χαρτίν και σπαύσε κατόπιν να το φέρεις σφραγισμένον εις φάκελλον τινά και υπόσχεσιν σου δίδω πως ουδείς άνθρωπος θα το αναγινώσκει.»Εκείνη με την σκέψιν και βίαν πολλήν το εδέχθη.
Την επαύριον έφερεν εσφραγισμένην την ομολογία και παρεκάλεσε τον Άγιον να το έχη στην φύλαξιν του. Ο Άγιος υπόσχεσιν έδωκεν να το φυλάττη μακράν
των ανθρώπων και της αμαρτωλής περιέργειας των. Η γυναίκα μετά ταύτα ανεχώρησεν έξωθεν της Αμαθούντος προς συμπλήρωσιν ημιτελών εργασιών. Όταν ο
Άγιος εκοιμήθη η γυναίκα έμπλεως θλίψεως και φόβου έρχετο σχεδόν απελπισμένη εις τον τάφον κλαίουσα και παρακαλούσα τον κοιμηθέντα Άγιον Ιωάννη: «Ω, δούλε Κυρίου, αδυνατούσα να ομολογήσω την αμαρτίαν μου και ενέγραψα αυτήν και εσφραγισμένη σου την επαρέδωκα. Ω, σεβαστέ και ελεήμονα Ιωάννη εις ποίας χείρας ευρίσκεται άραγε η γραφή και ομολογία μου; Εις ποίαν αγοράν θέλη ανακοινωθεί η πτώσις μου και η Κύπρος άπασα θα με κατηγορεί την αμαρτωλήν. Αισχύνη μεγίστημε καταλαμβάνει και φόβος.Διατί σου παρέδωκα το γράμμα; Ω, διατί………….. δε γινωσκω τώρα.Αλλά ελπίζω και ώδε μένουσα θα κλαίωαχρι της ώρας που θα μου αποκαλύψης την κρύπτην της εσφραγισμένης γραφής. Πιατεύω και ομολογώ πως ζων, ως τους ουρανούς θα μου αποκριθείς.» Θρηνούσα και νηστεύουσα τρία ημερονύκτια αξιώθη να ιδεί τον Πατριάρχην και τους ετέρους δυο Επισκόπους να της λέγει: «Ω τέκνον, μέχρι πότε θα προξενείς οχληρίαν και ενόχλησινμε τους αλλεπαλλήλους θρήνους σου και καμμίαν ησυχίαν δεν μας επιτρέπεις και τας στολάς ημών έμπλεες δακρύων άφηκες με τους θρήνους και κοπετούς σου».Μετά δε ταύτα επαρέδωκεν εις αυτήν το εσφραγισμένον και επρόσταξεν αυτήν: «Λάβε την γραφήν σου και εξέτασε αν είναι το παραδιδόμενον και δόξαν ανάπεμψε τω Κυρίω, τον θαυμαστά ποιούντα.» Η γυναίκα επαρέμεινε εκστατική και επαρακολούθει τους τρεις επισκόπους να  εισέρχονται εις το μνήμα. Κατόπιν ανοίξασα το γράμμαν είδε τα παρακάτω γεγραμμένα: Δια τον δούλον μου Ιωάννην και τας προσευχάς και παρακλήσεις του εσυγχώρησα το μέγα ανομημα σου.»
Τέλος αναφέρω και έτερον σημείον γενόμενον εις Αλεξάνδρειαν. Ανήρ ενάρετος και ευσεβής επαρακολούθει την νύκτα της κοιμήσεως του Οσίου πλήθη χηρών, πτωχών και ορφανών με τας πολλών κλάδων ελαίας. Άλλοι ηκολούθουν και πλήθος μέγα επροπορεύετο του Αγίου , καθώς επορεύετο εις την Εκκλησίαν.

Listen Live