Αρχινώ σήμερα να ιστορήσω τον βίον του συντοπίτη μου Αγίου Ιωάννη του πολλά γνωστού και Ελεήμονα. Κατά πρώτον θα σας πω για τους γονείς του που ήταν συγχωριανοί μου και αυτοί. Ο πατέρας του ελέγετουν Επιφάνιος σαν τον Δεσπότην μας εκείνον τον τρανόν που εθαυματούργησε πολλά. Της μητρός του το όνομα ήταν Kοσμία και ήταν όμορφη πολλά και εις την ψυχήν ζηλευτή.
Η γέννησις του καταπώς λεν οι γραφές το έτος πεντακόσια πεντήκοντα πέντε στην Παλιάν Λεμεσόν που τότε την έλεγαν Αμαθούντα και ήταν κτισμένη εις το γιαλόν. Έπαιρνεν ο Επιφάνιος το τέκνον του και εβγαίναν να περπατήσουν εις την ακρογιαλιάν για να παίξει και να χαρεί το πολλά ωραίον του Θεού κτίσμα, την θάλασσαν και τις ομορφίες της, το κύμα, τους αφρούς, να ακούει τα τραγούδια της.
Όποιον εσυναντούσαν τους χαιρετούσε και τους τιμούσε.Ανοίγαν τα ξωπόρτια να μπεί ο άρχοντας ο Επιφάνιος, που εκυβέρναν τη νήσον με φόβον Θεού και αγάπην δια τους Κυπριώτες περισσήν. Έβλεπεν ο Ιωάννης μικρός και ελάμβανε παράδειγμα και ωφελείτο πολύ. Εις το σχολείον με πόθον ζηλευτό εμελετούσε και μορφωνόταν κατά την τάξιν του τότε καιρού.
Εμαθήτευσεν εις εναρέτους δασκάλους και σοφούς μα περισσότερο εγνώρισε μετά πολλής χαράς τας γραφάς τας ιεράς. Κοντά εις την μητέρα εμάθαινε αλήθειες για τη ζωή και εδιδάχθη τον τρόπον του αληθινού πλούτου, τον θησαυρόν τον εν ουρανοίς. Η οικογένεια του ήταν πλούσια και εις την Ρωμανίαν ξακουστή.
Μα ο καλός Ιωάννης εκατάλαβεν τις συμβουλές της μητρός του της Κοσμίας και δεν ελογάριαζεν τα μαξούλια, τα πουγκιά και τα γεννήματα που έπεμπεν ο Πλάστης μας εις το αρχοντικόν τους. Στους καιρούς που ήταν ο Άγιος παιδίν και έπαιζεν με αγάπη μες στις στράτες με τα γειτονόπουλα του εβασίλευεν την Ρωμανίαν αυτοκράτορας ξακουστός.
Ο Ιουστινιανός με το όνομαν, άντρας χαλκέντερος τόσον που τον επαινεύαν οι παλατιανοί για ακοίμητον. Μα στο βίο του ανθρώπου ύστερα από την πτώσιν που γελάστηκαν οι Πρωτόπλαστοι από τον μισόκαλον όφιν, δε βρίσκεται άνθρωπος στ’ αλήθεια αθάνατος και ακοίμητος. Έτσι και ο Ιωάννης εκοιμήθηκε σύμφωνα με τις γραφές και καταπώς μαρτυρούν όσοι γράφουν και σώζουσιν τα γενόμενα κατά τον καιρόν του αυτοκράτορα Ηράκλειου.
Εκείνου του σεμνού και αληθώς γενναίου ανδρός, του παλληκαριού που τον τραγουδούσιν ακόμη στις τάβλες και τα πανηγύρια ωσάν βασιλιάν σοφόν, άνθρωπον που προσευχόταν και επολέμαν και εκυβερνούσε με το δίκαιον και τον νουν τον απερήφανον και δεν άκουεν το θυμόν όστις είναι σύμβουλος τυφλός και μέθυσος και αδελφοκτονος.
Τα παιδικά και νεανικά χρόνια
Αναγιώννετουν ο Ιωάννης και υπάκουεν στους γονείς του και πολλά επρόκοψεν ο ευλογημένος. Ο Συμεών ο Μεταφραστής που έγραψεν τον βίον του προ ετών πολλών εξηγά με σοφίαν: « Αφού είχεν τέτοιους γεννήτορες ο Άγιος δε διαφόρεσεν και δεν επαράλλαξεν από τον βίον που ακολουθούσαν, αλλά μάλλον αγωνιζόταν και εγονάταν και ίδρωνεν να τους στολίση με τα έργα και τους λόγους του, περισσότερον.
Για να ξεχωρίζει από τους καρπούς το δένδρον και όχι από το δένδρον ο καρπός να περηφανεύεται και να ομορφαίνει. Αλλά μάλιστα δια το τέκνον του ο πατέρας να σεμνύνεται και να αγάλλεται η ψυχή του από τις προκοπάδες και από τα όσα βλέπουν οι οφθαλμοί του». Τόσον ήταν υπάκουος ο Ιωάννης που εκρόστηκε και ας μην ήθελεν, βαθιά η ψυχή του ας μην επιθυμούσε την του γάμου κοινωνίαν.
Ήθελαν οι γονείς του να τον παντρέψουν με μιαν κόρην θαυμαστήν και προκομένην. Εκαταδέχτηκε και επαντρεύτηκεν όταν έφτασεν εις «μέτρον ηλικίας» για να να μην παρακούσει του πατρός και της μητρός την συμβουλήν μα εζούσε με εγκράτεια και διήγεν τον έγγαμον με σωφροσύνην. Ώσπου και εποφάσισεν να κάμουν παιδιά με την συμβίαν του αφού του εσύστησαν πολλά και πολλύν καιρόν εσυμβουλεύαν τον οι συγγενείς του και ανθρώποι που ενόμιζαν πως το καλόν επράτταν.
Εχάρηκεν το δίχως άλλον όταν αξιώθηκεν να ακούσει κλάματα μωρού μες το αρχοντικόν του. Εζούσε και αγάπα τη συμβίαν του και τα δειλινά άμαν επέστρεφεν τα τέκνα του, που τότες εταχταρίζαν και εγελούσαν, εχαρίζαν του την ευχαρίστησιν που ανθρώποι αμέτρητοι επιθυμούν διακαώς πάνω σε τούτην την γην.
Δοκιμασίες και η αντιμετώπιση των δυσκολιών
Οι βουλές των ανθρώπων πότε γίνουνται και φορές πολλές δε στέκει δυνατόν να γενούσιν. Στέκει και συλλογίζεται ο άνθρωπος παλάτια για να κτίσει και αποθαυμάζεται, τα βλέπει εμπρός του τα ξωπόρτια, τα σώσπιτα, τις καμάρες. Μα περνά ο χρόνος κι αντί μαστόρους να’χει στα χωράφια του, παλάτια για να κτίζει, βρέθεται γεωργός εις την αστοχίαν και μόλις που έχει να ταϊσει τα παιδιά του.
Για στον πόλεμον τοξότης φεύγει κι έχει στην προσταγήν του πεζούραν και καβαλλαρίαν. Για αποφασίζει, από τον Θεόν φωτίζεται, και το μικρόν το σπίτιν του αρκεί τον και δίνει, χαρίζει, τα περισσευούμενα σε γειτόνους φτωχούς κι άλλους πολλούς ανήμπορους ανθρώπους λυπημένους…
Έτσι έγινεν και στο βίον που ιστορούμε. Όταν εφάνηκε του Ιωάννη πως παίρνει ένα δρόμον, μιαν οδόν και ακολουθεί του Θεού τα ρήματα, ανθρώπους κατά τις προσταγές Του να αναγιώσει, άλλες εφανήκαν οι βουλές του Κυρίου που δεν τις ξέρει πάνω σε ετούτην την γην κανένας. Εξόν από εκείνους που άμαν θέλει φωτίζει τους ο Πλάστης μας από τα ύψη τα μεγάλα σαν να μας σκέπει. Μετά λίγον καιρόν αφού ετεκνοποίησεν, τον ηύρεν συμφορά.
Επεθάναν τα τέκνα του τα πολλαγαπημένα και ύστερα από ημέρες μετρημένες τον άφησεν και η αγαπημένη του, από την λύπην της την πολλήν και επήγεν να βρει τις καθαρές των παιδιών της ψυχές. Ελυπήθηκεν ο Ιωάννης μα δεν απελπίστηκεν καθόλου και αποφάσισεν να ζήσει με ελπίδαν μεγάλην παρά την καταδρομήν, την συμφοράν του θανάτου. Απήλθαν οι οικείοι του προς Κύριον και αυτός εγονάταν και επροσεύχετουν ωσότου εφωτίσθην και έκαμεν τα θλιβερά γενόμενα «αιτίαν αρετής» καταπώς γράφει και ο σοφός της Εκκλησίας συναξαριστής.
Καταπώς οι γραφές μαρτυρούσιν τον εφώτισεν ο Θεός και εγένην μεγάλος της φιλανθρωπίας εργάτης και έδιδεν από τα έχει του εις όποιον του εζήταν και εις άλλους που ήταν σε περίστασιν και ανάγκην, γειτόνους και περαχωρίτες. Τόση ήταν η ελεημοσύνη που επλούμιζεν τον βίον του ώστε εμαθεύτηκε το καλόν σε φτωχούς και άρχοντες, σε χωρία και πολιτείες, από την Καρπασίαν ως αψηλά στις κώμες των βοσκών εις τον Ακάμαν.
Ως και στην Κωνσταντινούπολιν έφτασεν το όνομαν και οι προκοπές του. Έμαθεν για λόγου του και ο πολλά ξακουστός ο βασιλιάς ο Ηράκλειος και εθαύμασεν τον άνθρωπον που ανάστησεν η γη της Κύπρου εις την Αμαθούνταν. Τον καιρόν που ομιλούμεν ήταν ο θρόνος της Αλεξάνδρειας χωρίς Πατριάρχην και μεγάλος χειμώνας και καταιγίδα εις τα πνευματικά εβασάνιζεν τους Χριστιανούς. Tότε έμαθαν οι αδελφοί πως εις τους τόπους μας εζούσεν έναν παλληκάριν ταιριαστόν δια την περίστασιν και έστειλαν πρεσβείαν να κάμει τα πρεπούμενα για να έλθει δεσπότης να γενεί και βοσκός να μαντρίσει τα πρόβατα που μεγάλην δυσκολίαν επερνούσαν.
Ο βασιλιάς έστειλεν ανθρώπους δικούς του και ήλθαν εις την Κύπρον και κατέβηκαν από τα καράβια εις την Αμαθούνταν. Ήταν και τότε το λιμάνι της ξακουστό σε ντόπιους και περατικούς, Αλαμανούς και άλλους πολλούς. Τους εκαλοδέχτηκεν ο Ιωάννης και τους υπάκουσε σαν τον ορμήνευαν να έλθει να πάνε στη Βασιλεύουσαν κάτι για να του ειπεί ο βασιλιάς. Μετά από λίγες ημέρες αφού τους εφιλοξένησεν με αγάπη και τιμές ο Ιωάννης, άνοιξαν πανιά για την Πόλην την Βασιλεύουσαν.
Εκείνον τον καρόν έπαρχος της Αιγύπτου ήταν ένας άνδρας αγαθός ονόματι Νικήτας και ήταν πατρίκιος εις τον τίτλον. Φίλος καλός και έμπιστος του Ιωάννη επόθησε και εκείνος ό,τι ήθελεν και ο απλός λαός του Θεού να ιδεί και να χαρεί. Επίσκοπον να αξιωθεί να αποθαυμάσει τον Ιωάννην εις τον μέγα θρόνον τον καλόν του Αγίου Μάρκου ο οποίος συνέγραψεν το ξακουστόν εις τον κόσμον ευαγγέλιον Χριστού. Ευαγγέλιον Χριστού πολυδιαβασμένον.
Τα έργα, τους λόγους, τον σταυρόν και την Ανάστασην του Χριστού, ιστορεί δια να ακούουν οι χριστιανοί και να μαθαίνουν το άγιον φως που έφερεν ο Κύριος εις την γην δια να μας σώσει. Να φύγει ο θάνατος από τον βίον μας και τα παιδιά και την καρδιάν μας. Ήξερεν ο σοφός Νικήτας τον Ιωάννην καλά και εσκέφτηκε για το καλόν να ειπεί του βασιλιά να μην ακούσει την ταπείνωσιν του καλού του υπηκόου και να του αναγγείλει λόγον καλόν δια να τον πείσει με καλοτροπιάν εις την μάντραν του Χριστού της Αλεξάνδρειας να χειροτονηθεί Δεσπότης.
Και αν τύχει πάλιν και δεν θελήσει με το καλόν να ακολουθήσει τις νουθεσίες και τις τιμές του Αυτοκράτορα του ξακουστού της Ρωμανίας διαταγήν να του αναγγείλει ο Ηράκλειος, την πράξιν την πολυπλούμιστην να μην αρνηθεί. Τι να κάμει και ο Ιωάννης αρνήθηκεν εις την αρχήν μα ο βασιλιάς σαν να ήταν ορμηνεμένος δεν εδέχτηκεν τις αιτιάσεις του δούλου του και έδειχνεν γινάτιν μεγάλον και θέλησιν και τιμήν να τον αποστείλει έτσι κι αλλιώς Πατριάρχην. Τι να κάμει ο ευλογημένος; Εδέχτηκεν για να μην γίνεται ιστόρηση μεγάλη και λόγος εις τις στράτες και τα καπηλειά της Πόλης ότι δεν εκρόστειν ο Ιωάννης την βουλήν του λαού και του μεγάλου του βασιλέα.