Παρ, Νοε 22, 2024

Ήταν πρωί της 15ης Ιουλίου του 1974

Ήταν πρωί της 15ης Ιουλίου του 1974

Ειχαμεν συναχτεί στο καρας του Άντρου, του Κου Παμπή το μικρό εργαστήριο ήταν και ετοιμαζαμεν τα δέκα πόθκια του σπιθκιού για τους Αγώνες της γειτονιάς.Παίζαμε και μπάσκετ σε εκείνη την αυλή τα απογεύματα. Ο Άντρος είχε φέρει και το ράδιο και ακούαμε πρωινά τραγούδια.Νομίζω πως είχαμε απαρτία. Ο Ρίκκος ο Μάριος ,ο Αντώνης ο Βλάσκος ο Σόλως και ο Άντρος συντονιστής. Νομίζω ήταν και ο Ντίνος. Ήταν ένα παιδικόν καλοκαιρινόν πρωινόν ανέμελον.
Ξαφνικά τα τραγούδια στάμάτησαν άρχισαν εμβατήρια αν η μνήμη μου δεν με ξεγελά. Ύστερα ανακοινώθηκε πως ο Μακάριος ήταν νεκρός.

Αντι για παιχνίδίν και αυτοσχέδιους αγώνες στίβου πήραμε το δρόμο για τα σπίθκια μας. Κάτι πλέον σοβαρό άλλαζε αίφνης τη ζωή μας. Οκτάχρονοι και όμως καταλαβαίναμε. Είχε προηγηθεί μια διετία ταραχώδης με απόηχους έστω μικρών επιδράσεων σε μας τα παιδιά. Καταλαβαίναμε όμως από συνθήματα εκρήξεις τις νύχτες. Συλλαβιστα διαβάζαμε πλάι στις Αθλήτικές ειδήσεις από το 1973 κάτι ταραχώδη γεμάτα μίσος. Οι μεγάλοι του Γυμνασίου έτρεχαν σε διαδηλώσεις. Εμείς τα βλέπαμε κάπως αμέτοχοι παρόλο που δεν χρειαζόταν και πολλή σκέψη για να καταλάβεις πως στην πόλη υπήρχαν αντίπαλοι. Πως υπήρχαν δουλειες νυχτερινές που δεν ήταν καλές. Καταλαβαίναμε βλέποντας αμμόσακκους πόξω που αστυνομικούς σταθμούς πως τις νύχτες κατι κακό συνέβαινε. Αυτό το βίωμα του διχαστικού Κακού με προβλημάτισε χρόνια δεκαετίες. Η μνήμη μου από το απόγευμα εκείνης της μέρας όταν ξεκαθάρισε πως αυτό που συνέβαινε ονομαζόταν Πραξικόπημα και μάλλον γι αυτό είχαν προ εβδομάδων χαθει οι Εγγλέζοι του Χα ι αρι από την γειτονιά. Η μνήμη μου δυναμωννε μαζί με μια αδιόρατη ανησυχία. Εβλεπά ακουα παρατηρούσα. Ένα κομμάτι παιδικότητας υποχωρούσε ολίγον κατ ολίγον.
Οι ειδήσεις ήταν πιο καθαρές. Ο Μακάριος είχε διασωθεί. Στην πόλη μας υπήρχαν μάχες και κοντά μας στον Άη Γιάννη στο Σταθμό τα πράγματα ήταν επικίνδυνα. Αντίσταση. Πολιορκία αδελφοκτόνος. Μας πήρε ο πατέρας πιο ψηλά στης θείας Κούλλας κοντα στο Ζ Δημοτικό. Κοιμηθήκαμε όλοι στο πάτωμα. Ακουγονταν ριπές το βράδυ όλο. Ο πατέρας δίπλα μου έβλεπε έξω αν είμαστε ασφαλείς. Ξημέρωσε. Γυρώ στις έξι που έφεξε δεν θάμαστε πλέον οι ίδιοι. Ούτε εμείς ούτε ο τόπος.

Listen Live