Κυρ, Οκτ 13, 2024

Ο ΞΕΝΟΣ ΠΟΥ ΑΠΟΦΑΣΙΣΕ ΝΑ ΔΟΚΙΜΑΣΕΙ ΤΗΝ ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΗ

Ο ΞΕΝΟΣ ΠΟΥ ΑΠΟΦΑΣΙΣΕ ΝΑ ΔΟΚΙΜΑΣΕΙ ΤΗΝ ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΗ

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΟΝΤΑ ΣΤΟΥΣ ΦΤΩΧΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΑΝΑΓΚΕΜΕΝΟΥΣ

Ο φτωχός υπηρέτης
Ένας από τους υπηρέτες του ήταν σε μεγάλη ανάγκη και δυσκολία. Εις εσχάτην εκατάληξεν φτώχεια. Δίχως να τον βλέπει κάποιος επροσπαθούσε να του δωρίσει δυο λίτρες χρυσού. Ο υπηρέτης αντιστεκόταν και έλεγε στον Πατριάρχη:
«Εάν ταύτα δέξομαι δέσποτα ουκέτι έχω όψιν προσέχειν εις το τίμιον σου και αγγελικόν πρόσωπον». Μα ο Πατριάρχης με το καλόν και με ευλογημένην επιμονήν αντείπεν του μπιστικού του: «Δέξαι γαρ, φησίν, αδελφέ, ούπω το αίμα μου υπέρ σου
εξέχεα ως ενετείλατο μοι ο Δεσπότης μου και πάντων Χριστός.»

Πρόσφυγες από τη Συρία
Έτρεχαν τα φτωχά παιδιά των γειτονικών πολιτειών στην Αλεξάνδρεια. Είχαν ακούσει και εγνώριζαν καλά για τον καλό Ιωάννη. Όταν έφτασαν στην όμορφη πόλη ανακουφίστηκαν. Άνοιξε τις αγκάλες της η Εκκλησία του Χριστού. Πολλά εθυσίασαν
οι μπιστικοί και οι διάκονοι για την περίθαλψιη και όλα όσα πρέπουν σε τέτοια περίσταση.

Τις μέρες εκείνες αν περνούσες από τα πολλά σπίτια της Εκκλησίας θα’βλεπες πλήθος ανθρώπων μέσα στους ξενώνες, τα ευλογημένα πανδοχεία και τα λοιπά νοσοκομεία. Τα κτίσματα αυτά είχαν κτιστεί από τους συνετούς Αλεξανδρινούς και
ήταν αφιερωμένα στον Κύριο ημών Ιησούν Χριστόν και στην αγάπην που οι λόγοι του επαρουσίαζαν. Οικονόμοι πολλοί, νοσοκόμοι και ιατροί, με φροντίδα πολλή, μεριμνούσαν για τους άρρωστους , χωρίς να ζητούν πληρωμή.
Πολλά χρήματα εδίδονταν και εις τους υγιείς άστεγους. Ήταν η περίσταση τέτοια και ο Πατριάρχης πρόσταξε να μην λυπηθούν οι οικονόμοι και να ενισχύσουν τα φτωχά και καταπονημένα τέκνα της Συρίας.

Έρχονταν , όμως, εις τα παγκάρια των ευλογημένων επιτρόπων κόρες πολλές στολισμένες με κοσμήματα όμορφα και ακριβά. Κοσμήματα που μόνον οι χρυσοχοί οι ξακουστοί της Συρίας ξέρουν να λειτουργούν, με πλουμιά και στολίδια. Οι επίτροποι, υπάκουοι στους λόγους του Πατριάρχη, αδιαφορούσαν στην αρχή για τα δακτυλίδια και τα περιδέραια. Ύστερα, όμως, έτρεξαν στον σοφόν Ιωάννη να του ειπούν τις σκέψεις και τις ενστάσεις τους.

Τόλμησαν μάλιστα να ζητήσουν ευλογία και προσταγή για να μην δίδουν βοήθειαν, όπου παρατηρούν πολλά χρυσά, ρούχα καλά και άλλα πολλά στάδια. Ο Πατριάρχης πολλά λυπήθηκε και είπε λόγον αυστηρόν και συμβουλήν εις τους οικονόμους. Να
μην ανησυχούν για τα στολίδια και τα κοσμήματα. Να πράττουν κατάπως είναι προσταγμένοι, να ελεούν χωρίς λογισμούς και πονηριάν. Εξηγήσεις, ανακρίσεις και κουβέντες να αποφεύγουν για να μην στενοχωρούν τα παιδιά του Χριστού, τα φτωχά
και δεδιωγμένα. Όσα δίνουμε, τους λέει ο Πατριάρχης, είναι του Χριστού και δεν έχομεν λόγον να αρνούμαστε και να παραμελούμε την ελεημοσύνη. Να ελεούμε χωρίς φόβο και ο Κύριος θα οικονομήσει να μην στερηθούμε τα νομίσματα και τα
χρυσά. Όσοι είναι ταγμένοι να ακολουθούν οδόν φιλανθρωπίας , είναι καλύτερα να αφήνουν κατά μέρος την ολιγοπιστία. Έχει ο Θεός για τα κατοπινά. Δε θα στερέψουν της Εκκλησίας τα πουγκιά ούτε και οι προκοπάδες.

Εκείνες τις μέρες ήταν στην πόλιν και ένας ξένος. Αυτός όταν είδε τις αγαθοεργίες του Πατριάρχη και των διακόνων… αποφάσισε να τον δοκιμάσει. Έβαλε ρούχα παλιά, ντύθηκε ζητιάνος και καθώς ο Ιωάννης μιλούσε στους αρρώστους,
κόντεψε και του είπε: « Ελέησε με γιατί ήμουν αιχμάλωτος και έχω πολλήν ανάγκην». Ο πατριάρχης ευθύς διάταξε και του έδωσαν έξι νομίσματα.

Ο ξένος τότε έτρεξεν και άλλαξε ρούχα και πρόφτασε τον Ιωάννην σε άλλο στενό και πάλιν εζήτα. Ο Πατριάρχης δίχως καθυστέρηση λέγει στον διαδότη:
«Δώσε του έξι νομίσματα του ευλογημένου και πονεμένου τέκνου.» Όταν έφυγεν ο ξένος, ο διανομέας έσκυψεν και λέει κρυφά στον Πατριάρχην: «Δεσπότη μου είναι ο ίδιος που συναντήσαμε και στο νοσοκομείον. Έβαλεν άλλα ρούχα και πήρε δυο
φορές βοήθεια». Ο Πατριάρχης δεν απάντησε. Προτού, όμως, νυχτώσει, ο ξένος ντυμένος, με άλλα ρούχα ζητούσε βοήθεια. Ο διαδότης έσπρωχνε τον Πατριάρχη με τρόπο για να του δώσει μήνυμα πως είναι ο ίδιος και ήρθε πάλι για ελεημοσύνη. Ο
Ιωάννης χωρίς να σαστίσει, λέει στον βοηθό του: « Δώσε του δώδεκα νομίσματα, μήπως και είναι ο Πλάστης μας ο Χριστός και δοκιμάζει μας». Εθαύμασε ο οικονόμος και έδωσε στον ξένο και έφυγε και μπήγε στην πατρίδα του.

Listen Live