ΕΝΑΣ ΑΓΙΟΣ ΚΑΙ Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ
Περί των ραθύμων κατά τη Θεία Λειτουργία
Όπως και στις μέρες μας , αγαπητέ αναγνώστη, βρίσκονται αδελφοί ράθυμοι και δίψυχοι και θέλουν να εξέρχονται του οίκου του θεού, πριχού τελέψει η Λειτουργία και η ακολουθία, είχαν εις την Αλεξάνδρειαν το αυτό σύστημα. Όταν ετελείωνεν η ανάγνωση του Ευαγγελίου υπό του διακόνου εβγαίναν έξω του ναού και αρχίζαν ιστορήσεις και αργολογίες και άλλες συναφορές. Εγινόταν όχλος μέγας και αταξία εις τον περίβολον του ναού και αυτό δεν ανέπαυεν τον Πατριάρχην.
Μιαν Κυριακήν όταν ετελείωσεν το ανάγνωσμα και προτού προλάβει ο διάκονος να κτεβεί του άμβωνος άρχισαν να εξέρχονται από το ναό. Τότε δεν έχασε καιρόν ο μακάριος και εβγήκε εις τον περίβολον και εκάθησε εν μέσω του όχλου. Εσυγχύστηκαν οι ράθυμοι αδελφοί και ερωτούσαν τον άγιον τι έπαθεν και εβγήκεν έξω του Ναού. Απάντησεν ο Πατριάρχης και τους είπεν μεγαλοφώνως:
«Παιδιά μου. Όπου τα πρόβατα ευρίσκονται της ποίμνης, είναι πρέπον να τα βλέπω και εγώ ο ποιμένας τους. Για μπαίνετε μέσα στο ναό και ακολουθώ σας , για μένουμε όλοι δαχαμαί εις τον περίβολον. Πάντως έχω στενοχωρίαν μεγάλην. Κατέρχομαι του πατριαρχείου δια να χαρώ ημέραν Κυριακήν μετά των τέκνων μου εντός του ναού και τα τέκνα μου ραθυμούν και εξέρχονται εις τον περίβολον. Δεν μπορούσα , άραγε να τελώ την Λειτουργίαν εις το Πατριαρχείο με την ησυχίαν μου και τους λιγοστούς.
Έρχομαι , όμως, κοντά σας για την αγάπην και την ευλογημένην κοινωνίαν.»
Όταν έκαμε δύο και τρεις φορές αυτήν την συναφορά ο μακάριος εσωφρονιστήκαν, εδιορθωθήκαν και πολλά εφοβούνταν να εξέλθουν του ναού προ της απολύσεως.
Οι αργολόγοι κατά τη Θεία Λειτουργία
Ύστερα από καιρόν εταιριάσαν μερικοί αμελείς και εσυζητούσαν μέσα στην εκκλησία την ώρα της Λειτουργίας. Ο πατριάρχης δεν ανεχόταν την αταξία και τους είπε να βγουν έξω με τα παρακάτω λόγια: « Έρχεστε τέκνα μου για να προσευχηθείτε και όχι για να αναγγέλλετε τα βιοτικά και άλλα. Εις το Ευαγγέλιο διδάσκει μας ο μακαριστός Ματθαίος: « Ο οίκος του Θεού προσευχής κληθήσεται ». Μην έρχεστε εις τον ναόν για να τον ποιήσετε σπήλαιον αδίκων και ληστών και απίστων.»
Ο Όσιος και οι μοναχοί
Αγαπούσε και τους μοναχούς ο Ιωάννης και τους τιμούσε τα μέγιστα. Από τον καιρόν που ήταν λαϊκός εις την Αμαθούντα εσύναξε δυο τάγματα μοναχούς και τους έκτισε κελλιά στο γύρο στο γύρο δυο εκκλησιών που πολλά εγειτόνευαν. Ήταν αφιερωμένες η μία εις την Παναγία μας και η άλλη εις τον άγιον Ιωάννην. Έκτισε και τις δύο με δικά του νομίσματα χρυσά που τα είχεν ο άξιος κληρονομίαν από τους γονείς του.
Εντολήν άφησεν εις τους μοναχούς, έγνοιαν να μην έχουν καμμίαν για τα βιοτικά. Να επιμελούνται της προσευχής και των ακολουθιών και να τον μνημονεύουν εις τις λειτουργίες και τις αγρυπνίες και στις προσευχές εντός των κελλιών τους. Όλα τα χρειαζούμενα θα τα είχαν από τα χωράφια του τα πολλά που είχεν έξω ολίγον από την Αμαθούντα.
Εκροστήκαν του από τότε οι μοναχοί και πολλά επροκόψαν εις την προσευχήν και εις όλα τα έργα της αρετής.
Έκθαμβοι στέκουμεν ομπρός εις τον βίον και τα έργα του Πατριάρχου που ήταν οσιότερος και ασκητικότερος πολλών ερημιτών και ασκητών. Εγεννήθηκε και ανετράφηκε εις πολιτείαν ξακουστήν . Δεν ανεχώρησεν εις έρημον μήτε εκλείσθη εις μονήν. Ενυμφεύθηκε και απέκτησεν τέκνα και όμως παρέμεινε πιστός εις τις παραδόσεις και την τάξιν της μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας. Δι’ αυτό και επρόκοψεν Και έμεινε ξακουστός τηρητής των ασκητικών παραδόσεων και της σωτηριώδους εντολής της ανυποκρίτου αγάπης.
Ο ενάρετος Αναγνώστης
Έμαθεν ο Πατριάρχης την προκοπήν και την φιλανθρωπίαν ενός αναγνώστου και του εφώναξεν να τον χειροτονήσει ιερέαν. Όταν έφυγεν με χαράν ο αναγνώστης για το προνόμιον της ιεροσύνης. Ερώτησεν ένας οικονόμος τον Πατριάρχην: « Ποίον το άθλημα και η αρετή του αναγνώστου τούτου και τιμάς τον τόσον γέροντα μου; »
Τότε ο Πατριάρχης του εδιηγήθηκε την ιστορίαν του φιλακόλουθου και ταπεινού αναγνώστη και το πώς ωφέλησεν τον ομότεχνον του τσαγγάρην και κληρικόν και γείτονα του. « Τέκνον μου, ο τιμώμενος σήμερον αναγνώστης δουλεύει επί έτη πολλά εις την αγοράν ως τσαγγάρης και γειτνιάζει με άλλον ομότεχνον του κληρικόν. Ο τιμώμενος έχδει τέκνα πολλά εις αριθμόν και γονείς και πενθερόν και πενθεράν και σύζυγο να θρέψει. Με την βοήθειαν του Θεού τους συντρέχει επιτυχώς και σήμερα εξ όσων ξέρω καλώς διάγουν. Ο γείτονας του αν και εδούλευεν περισσότερο και εορτές και Κυριακές ακόμη, δεν εμπορούσε και εδυσκολευόταν να κερδίσει και τα ολίγα δια τη δική του τροφή. Εφθονούσε και τον εύπορον σύντεχνον του και μιαν ημέραν που άλλο δεν άντεχεν λέγει στο γείτονα του με όρκον : « Σύντεχνε μα τον Θεόν ομολόγα μου πού τα βρίσκεις τα μαλάματα και τα χρυσά και τα αργυρά. Εγώ που δεν ανασηκώνω το κεφάλιν τον ήλιον να αποθαυμάσω και την τέχνη δουλεύω περισσότερον από την αφεντιά σου, γιατί εφτώχυνα και παιδεύουμαι ο φτωχός.
Επολογήθην ο σοφός και ενάρετος αναγνώστης και του λέγει: « Ήμουν ωσάν εσένα εις τη δουλειά δοσμένος και δεν επρόκοπτα και αποφάσισα να μην παρακούω και να επιμελούμαι την αργίαν της Κυριακής και από τότε εις την επιστροφήν βρίσκω χρυσά, πότε αργυρά, πότε κωνσταντινάτα. Επρόκοψα και εμεγάλωσα τις τέχνες μου και επλήθυνα και τους παραγιούς μου. Αν το επιθυμεί η αφεντιά σου να έρχεσαι να οδεύουμε μαζί και να μοιράζουμε τα ευρεθέντα εις τα στενά και τις στράτες.»
Κατόπιν των λόων τούτων άρχισε να ακολουθώ τον ενάρετον αναγνώστην ο αμελής σύντεχνος του και οικονόμησεν του ο Θεός και εδιάβαινε από καλού ως καλύτερον και επλούτισε και ήταν χαρούμενος και δεν εφθονούσε τον γείτονα του.
Μιας δε ημέραν ο ενάρετος αναγνώστης ομολόγησε του σύγτεχνου την πάσαν αλήθειαν: « Αδελφέ μου, αναγκάστηκα να σου ειπώ ένα ψέμα, δια τον Θεόν, το οποίον σε ωφέλησεν και εσένα και το φτωχό πουγκί σου. Δεν έβρισκα εις τας οδούς μαλάματα και κωνσταντινάτα χρυσά, μα εις τον ναόν εβρίσκαμεν και οι δυο μας ευλογίαν και αγάπην παρά του Θεού. Καθώς εγυρεύαμεν την βασιλείαν των ουρανών με ικεσίες και παρακλήσεις, μας έστελλε ο Θεός όλα τα επίγεια να μας παρασταθούν,
να μας εις τον βίον μας και να μας παρηγορήσεις. Σε έσπρωξα με το μικρό το ψέμα, για να εισέλθεις εις τον λιμένα και ευτυχώς εισήλθες και πολύ επαρηγορήθης. »
Άκουσεν ο οικονόμος την διήγηση του Πατριάρχη και πολλά ωφελήθηκε.
O αιχμάλωτος και η ευεργεσία των μνημοσύνων
Θανατικό μεγάλο έπεσεν επί την πόλιν του Πατριάρχη , μα ο Άγιος δεν εφοβήθηκεν και επερπατούσεν απανταχού της Αλεξάνδρειας και εβοήθα και εσυμπαραστέκετουν. Έλεγεν και εις τους θαρραλέους συνοδούς πόσον ωφέλιμον είναι εις την ζωήν του χριστιανού να βλέπει και να ενθυμείται νεκρώσιμες ακολουθίες και μνήματα και μνημεία γλυπτά και πολυκέντητα μάρμαρα κοιμητηρίων.
Εκαθόταν ο τριμακάριστος και επαράστεκεν αρρώστους εις την τελευτήν τους και μετά το πέρας του ψυχορραγήματος τους έκλεινε τους οφθαλμούς μετά προσευχής και κατανυκτικοτάτων ύμνων.
Εις τους οικείους των κεκοιμημένων επαράγγελλε να τηρούν χωρίς αμέλειαν και γογγυσμόν την τάξιν των μνημοσύνων. Για να τους πείσει και για να τους πληροφορήσει τους εδιηγήθηκεν ένα γεγονός διδακτικόν: « πριν από λίγον καιρόν οι δόλιοι Πέρσες αιχμαλώτισαν άνθρωπον συντοπίτην μου Κυπριώτην και τον αλυσοδέσαν εις την φυλακήν την καλουμένην ‘ Λήθην’. Έτυχεν τον ίδιον καιρόν τέσσερις συντοπίτες μας να σκάψουν την φυλακήν και να φύγουν και εμβούσιν εις καράβιν. Όταν έφτασαν εις την Κύπρον είπαν στους οικείους του αιχμαλώτου ότι απέθανε και τονέθαψαν εις τόπον τινά έξωθεν της φυλακής της καλουμένης ‘Λήθη’.
Όπως εφάνηκε κατόπιν ήταν άλλος εκείνος που έθαψαν. Ομοίαζε πολύ του αιχμαλώτου και γι’ αυτό εγελάστηκαν οι συντοπίτες μας.
Επέρασαν τέσσερα έτη σωστά και ιδού έφθασεν εις την Κύπρον ο αιχμάλωτος. Οι συγγενείς και οι γονείς του εχάρηκαν πολύ και ύστερα είπαν εις τον πονεμένον αιχμάλωτον και για τα μαύρα μαντάτα που τους έφεραν και για τα μνημόσυνα που ετηρούσαν τρις του έτους. Επολογήθην ο αιχμάλωτος και ερωτά τους συγγενείς του : « Ποιες ημέρες και ποιους μήνες μου εκάμνετε τα κόλλυβα και τα μνημόσυνα;» Οι γονείς του εσκέφτηκαν και απαντήσαν με σιγουριά: « Γιε μου καταπώς θυμόμαστε, μνημόσυνα ετηρούσαμεν τα άγια Θεοφάνεια, την Κυριακήν του Πάσχα και την Αγίαν του Θεού Πεντηκοστήν.»Τότε ο ελεύθερος πλεόν αιχμάλωτος άρχισσε να παίρνει όρκους και να τους λέει τα παρακάτω θαυμαστά: « Τις τρεις μέρες
του χρόνου που μου λέγετε, ερχόταν άνδρας λευκοφόρος, φωτεινός ωσάν του ήλιου το φως και έλυνε τα σίδερα και τις αλυσίδες που ήμουν κλειδωμένος και επεριπατούσα ελεύθερος , χωρίς να με βλέπει σκοπός ή των δεσμών μου ο φύλακας. Την επομένην ημέραν, όμως, εβρισκόμουν κλειδωμένος, αλυσόδετος και πάλιν εις τα σίδερα.»
«Μετά από αυτό το γεγονός, έλεγεν ο Πατριάρχης, εδιδαχτήκαμεν όλοι οι Αμαθούσιοι ότι μεγάλην άνεσιν συναντούν οι κεκοιμημένοι από την τέλεσιν των μνημοσύνων.»



