Lun, Nov 25, 2024

Ο Πέτρος ο Τελώνης και ο Αγιος Ιωάννης ο Ελεήμων

Ο Πέτρος ο Τελώνης και ο Αγιος Ιωάννης ο Ελεήμων

Είχεν την καλήν συνήθειαν ο Άγιος και εσύναγεν γύρω του κόσμον, μεγάλους και γέροντες, φτωχούς και πολυφημισμένους άρχοντες. Έλεγεν τους λόγους χρυσούς, περί των Αποστόλων και του Κυρίου του Χριστού μας, περί των λόγων, των
θαυμάτων και της χάριτος. Ιστορούσε και πολλές παραβολάδες και της ζωής του πολλά ψυχοφελή γεγονότα.

Μιαν φοράν εσύναξε γύρω του κόσμον και έλεγεν τους για τον Πέτρον το Τελώνην: « Πριχού με φέρουν οι βουλες του θεού του Πλάστη μας και του πατριάρχη η γνώμη εις την Αλεξάνδρειαν ποιμενάρχη, είχα εις την υπηρεσίαν μου εις την Κύπρον
έναν αγαθόν υπηρέτην.Ο υπηρέτης μου αυτός έκαμεν μισθωτός εις έναν τελώνην εις την Αφρικήν ονόματι Πέτρον. Ο αφέντης του, καθώς εδιηγείτουν, ήταν πολλά φιλάργυρος και δεν εχαλάλιζεν τίποτε. Ήταν πλούσιος πολλά, μα και πολύ τσιγκούνης,
φιλάργυρος υπερμέτρως.

Μιαν ημέραν εσυναχτήκαν οι άκληροι της πολιτείας και εμνημονεύαν τους αγαθούς πλουσίους, που ήταν ελεήμονες και τους εβοηθούσαν και ελαφρώναν τα βάρη της φτώχειας της μεγάλης. Εκαταριούνταν τους φιλάργυρους και τους πλουσίους της
σκληροκαρδίας. Μέσα σε αυτούς εκατέτασσαν και τον αφέντην του τον Πέτρον τον Τελώνην. Έλεγαν για τα πλούτη του κι εμαρτυρούσαν και για τη φιλοχρηματίαν του.

Εμαρτυρούσαν πως δεν έδωσεν εις την ζωήν του καμμίαν ευλογίαν, ποτέ του δεν ελέησε φτωχόν, άρρωστο και διαβάτη.
Τότε ένας από τους άκληρους, τους φτωχούς, εσυμφώνησε, πολλά να τον πλουμίσουν από τις ελεημοσύνες που ελάμβαναν, ανεκατάφερνεν τον Τελώνην τον φιλάργυρον να του δώσει ελεημοσύνη. Επήγεν ο φτωχός και έκατσε εις την θύραν την
αψηλήν του οίκου του Τελώνου. Άρχισε να πολυλογά, να κλαίει, να φωνάζει.

Επροξένησε μεγάλην ταραχήν και όταν τον άκουσε ο Τελώνης εξήλθε του οίκου και τον έσπρωχνε και τον έβριζε σκαιότατα για να πάρει δρόμο και να φύγει να μην τον εξοργίζει με τους λόγους του που ήταν στ’ αλήθεια δυνάμενοι και κουραστικοί. Εδίωκεν τον ο Τελώνης, γινάτιν ο διακονητής δεν έφευγεν. Πάνω στην ώραν που εκαυγάδιζαν, εισήρχετο της θύρας ο φούρναρης, κομίζων εις τας χείρας του πινάκιον επτά άρτων.

Εθύμωσεν ο Πέτρος και με οργήν άρπαξεν έναν άρτον και εσημάδεψε τον ζήτουλαν να τον τιμωρήσει δια την ταραχήν και την πρόκλησιν. Αρπάζει το ψωμίν ο διακονητής επήγεν εις τους αγαπητούς συντρόφους του και εζητούσε την αμοιβή του και ορκιζόταν ότι έλαβε τον άρτον δια χειρός του Πέτρου του Τελώνη , του φιλάργυρου.

Ύστερα από δυο ημέρες , καθώς εκοιμόταν ο Πέτρος, που ήταν στο κρεβάτι ασθενής, είδεν οπτασίαν ότι ήταν όμηρος εις το κριτήριον του Θεού. Ένας ζυγός βρισκόταν πιο κάτω φορτωμένος με τις πράξεις και τις φυλαργυρίες. Είχε και πλήθος
δαίμονες και επανηγύριζαν για τις πολλές του αμαρτίες, που ετοποθετούσαν εις την πρώτην πλευρά του ζυγού. Εις την άλλην πλευράν, αγγέλοι από τον ουρανόν ολίγοι αγωνίζονταν να βρουν τα καλά που έπραξε εις την ζωήν του. Μα δεν έβρισκαν εύκολα αγαθοεργίες, διότι ο Πέτρος ήταν Τελώνης και πολύ βεβαρημένος.Ευτυχώς ήταν και ο φύλακας ο άγγελος του και τους είπε για τον άρτον που έριξε ο ευλογημένος, σημαδεύοντας το διακονητή που εφώναζε εις το ξωπόρτι του. Τότε έβαλαν οι άγγελοι τον άρτον και εβάρυνε τόσον που ισοζύγισε και δεν ενίκησαν οι κακοτροπίες και οι αμαρτίες. Εγύρισαν οι αγγέλοι και λένε στον Τελώνη: ‘ Επέστρεψε εις το αρχοντικό σου και πράξε ψυχικά πολλά, δώσε ευλογίες και ελεημοσύνες να βαρέσεις τον ζυγόν από την πλευράν του άρτου, αλλιώς θα σε πάρουν ετούτοι οι μισόκαλοι που δεν έχουν σπλάχνισιν καμμίαν και είναι σκοτεινοί πισσούρι.’

Εκατάλαβεν ο Πέτρος πόση ήταν η αξία της βοήθειας εις τους φτωχούς, τα κέρδη τα μεγάλα και τα μαξούλια εις τους ουρανούς που σου δωρίζει η ελεημοσύνη. Γι’αυτό άρχισε από την ημέραν εκείνη να ελεεί τους πονεμένους και όλους τους φτωχούς και δεν τον εκακολογούσε κανένας πλέον εις την πολιτείαν, αλλά μάλλον οι ανέστιοι και οι άκληροι εις τας συνάξεις τους τον επαίνευαν και τον εξυμνούσαν.

Έγινε πολύ ενάρετος και ελεήμων. Μιαν ημέρα βρήκε ένα ναυαγό γυμνό και τον εσπλαχνίσθηκε. Του έδωσε το πανωφόριν το ακριβόν δια να παρηγορηθεί από το ψύχος. Ο φτωχός ο ναυαγός εντράπηκε να φορέσει τέτοιο πολυπλούμιστον ρούχο και
αποφάσισε και επούλησε και αγόρασε αλλαξιές δυο-τρεις καινούριες και άλλα νομίσματα συμπλήρωμα. Ο Πέτρος όταν το πληροφορήθηκε άρχισε να κλαίει. Μα ο άγγελος που τον εφύλαγε δεν τον άφησε μέσα στην λύπη. Εφανερώθηκε στον ύπνο του και τον ευχαρίστησε για το ρούχο που του έδωσε. Εκατάλαβε μετά τούτο ο Πέτρος περισσότερο το παλαιό όνειρο και την ωφέλεια που είχε ο ίδιος από τις παροχές και τις ελεημοσύνες.

Listen Live