Lun, Nov 25, 2024

΄Εξησε τα τσέχικα μολύβια που τους δωρίζαν στο σχολείο...

΄Εξησε τα τσέχικα μολύβια που τους δωρίζαν στο σχολείο...

΄Εξησε τα τσέχικα μολύβια που τους δωρίζαν στο σχολείο. Πήρε από το συρτάρι το παλιό τετράδιο και άρχισε να γράφει στις πίσω σελίδες. Αργά ,καρδιακά. Χώρίς πλέον να κατήγορεί λάθη, παραδόσεις στα συμφέροντα , εθελοτυφλίες. Είπε να δει τα δικά του πρώτα και να αφήσει τους ανθρώπους στην ησυχία τους.
Ξάφνου ξεπρόβαλε από την γωνία του δρόμου της γειτονιάς εκείνη. Τα πρώτα σκιρτήματα. Κι ύστερά η άλλη που μια ζωή ανταγωνιζόταν τις άλλες του συμπάθειές ,τις παλιές ,καλές του αγάπες, τα πάθη του, τα παιδικά ,τις μάππες ,τα αθλητικά ,τα διαβάσματα ,τις ομορφιές . Εκείνη που τόσους πήρε λένε στο λαιμό της. Η πεντασύλλαβη...

Το βράδυ που σα αντάμωσα δεν είχα λέξεις να σε ειπώ λόγο να σε κερασω..Εγραφε αργά με το παλιό προσφυγικό του μολύβι.

Και τις θυμόταν . Ένα φιλί πριν φύγει για τη χωρα με τα ξακουστά ρολόγια. Ύστερα το κορίτσι που τον κρατούσε σφιχτά στην παλιά βέσπα .
Και πάλι από την άλλη γωνιά εξαιφνης πρόβαλε η έμορφη στα βιβλία αυτή που δώριζε στο λαό τον ορισμό της ζήσης του. 'Αλλο βάσανο και ξενύχτι και σπρώξιμο μην τυχόν και την ξεχάσουμε και ξεχαστούμε με καμμιά παρηγοριά στα ταβερνεία , εναν άσμα Με προδωσε γιατί την αγαπούσα ..Που να σου δώσει ανάπαυση να βιώσεις την προδοσία, το χωρισμό...Παρέα με την Επιστροφή στα π'ατρια ,στην αυλή , στο σπίτι ,το πατρογονικ'ό ,να σε τρέχει στην εντός και εκτός των τοιχων Λευκωσία μπας και ξεχαστεις στα σεκλέτια και την σκληρή σου αγάπη.΄ Απονη ζωή και δε σε θέλω πια και η έμορφή εκείνη μαυρομαλλούσα να σε πέρνει στο κατόπι μεταμεσονύχτια και να ζητά σαν τους παλαιούς ποταμούς τα χρέη που της χρωστείς ανεξαρτήτως και ρού και περιστάσεων. Να ανέβεις λεβέντη μου στην τελευταία έστω πολεμίστρα όπως σε ορμήνευε από παλιά ο παππούς σου ο Μακρυγιάννης και σε φώναζε σέρτικά ο θκειος σου ο ΠΑΛΙΌΣ Ο ΚΑΡΑ Ι ΣΚΟΣ. Με τους σεβτάδες πούπιασες Γκουράς θα καταντήσεις για τσσιράκκιν κανενού πασά της Χώρας που τζιαιρόν παραδομένου...

Μα στο εργένικό σου φτωχικό αν και αμπαρωμένο έμπαινε από το παραθύρι της Γρηγόρη Αυξεντίου η Ανεράδα των αντικατοχικών με τα μαλλιά της ξέπλεκα όμορφη και ο σύντροφός σου των μαχών κόντρα στη διχοτόμηση να σου ψιθυρίζει χρόνια μετα μα και τότε αυτή είναι γυναίκα να αγαπήσεις Σουλι και Κύπρος και χαμόγελο οκτώ οκκάδες και να τα χάννουν και οι κομμάτικοι και να παραμιλούν πως τούτες της Ελευθερίας που αναγιώθηκαν με τον Παλληκαρίδη και τα γραφτά του τα φωτεινά είναι το κάτι άλλο και εσύ να χαμογελάς κι αυτή όμορφη δεκαετίες,να σε νοιάζεται ,να σε ρωτά και συ να ανά ρωτάς ξανά και ξανά γιατί ποτε έναν καφέ να μην της φιλέψεις μόνο εκείνο το βράδυ σε κρατούσε στη μεγάλη αντικατοχική από το χέρι και όλο χαμογελούσε μια ζεστή αγκαλιά τα μάτια της.

Δεν θα τη βγαλουμε τη νύχτα και να κρυφομιλάς με το Χριστό που ποτές δε σε ξέχασε και άκρη να μη βγάζεις με την καρδιά σου και τα κτυποκάρδια τ ης μετά την Εισβολή.

Σχεδόν ξημέρωμά, νύχτα μισή ακόμη και να σιγοτραγουδας Δεν θέλω καρδια μου να κλαις για όσα περάσαμε χτες και ο έρως πατρίδος να σε καίει ορθρινά ..
Και στη βεράντα να σου τράγουδά μια παφιτού του τόπου σου του χωρκού σου για τα που άφηκες τζιαι επκιάες στρατες, τον κόσμον να σώσεις τζιαι άφησες δεντρα ,χωράσσια γέρημα την ν οδόν τη σίουρην του παππού τζιαι της γιαγιάς σου.Της Δρουσια ς το καμπαναρκόν τζιαι πέρα τα Μοναστήρκα με τον άγιον τους τζιαι τον Ακάμαν σου με τον Αην Κόνωναν σας .
Να σε πέρνει ο ύπνος κατά τις έξη ...
Στο όνειρό σου να σε ταράζει η αγάπη της να μη σου λέει τ όνομά της να αλλάζει πρόσωπα να σε φωνάζει σε τόπους τοπία Μεσαρκά άης Λαρκός Τζερύνεια ...Μα ποια εισαι αντζιελοκάμωτη των τρελλών μου ονείρων..
Ειμαι το ταιρι της ολίγον αγαπώσας σου καρδίας .Είμαι σκίρτημαν νέον και παλλι'όν οι 'ομορφες που μετανώσαν τα πον είπαν τζιαι δεν επλούμησαν εις την ψυσιήν σου τότες τζ ύστερα .
Ειμαι η πρώτη μα τζι η τελευταία σου αγάπη.Μελλημον τζιαι η στερνή σου ελπίδα ομορφοστολισμένη.
Κτυπούσε η π'ορτα του φτωσικού σου.΄Ηταν ο Ορέστης ή ο Ευαγόρας με την μπλέ μοτοσυκλέττα να σε παρει να γραψεις εκτάκτως ένα φυλλάδιο.
Μες τους δρόμους της Χώρας να του ψάλλεις πομέθυστος μάλλον.Εν εσσιει σαν την Αγάπην τζιαι την Ελευθερίαν.Με τον έρωταν εν δύσκολόν να τάβρεις αδέρφιν.
Τζιαι τζείνος να μη σε συνερίζεται μόνον να ισοκρατεί σιγαλινά.
ΕΡΩΣ ΘΕΙΟΣ ΤΟ πρωτον και τ ολόφωτον . Ερως πατριδος το έμορφον..
Μα τζαι το τέρτιν της καρτούλλας σου αληθινόν τραούδιν πολλόχρονόν....
Εξησε ξανα το παλιο του μολύβι συδδακρυς και ρωμιός εν μετανοία ,πρωτινός ολ'ιγον.
Αγαπησεν τες που καρκιάς που τα μιτσια του χρόνια

Listen Live