Γιορτάζει σήμερα, ἀγαπημένοι ἀδελφοί μου, ὁ πιὸ ἀγαπημένος ἅγιός μας. Ὁ ἅγιος Νεκτάριος, ἐπίσκοπος Πενταπόλεως, ὁ θαυματουργός, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε καὶ εἶναι προστάτης πολλῶν καὶ ἰδιαιτέρως τῆς γλυκυτάτης ἡμῶν πατρίδος Ἑλλάδος. Ἀπ’ ὅπου ἐπέρασε ἄφησε ἀνεξίτηλα ἴχνη καὶ βοήθησε ἀμέτρητους. Ἀποτέλεσμα καὶ καρπὸς αὐτῆς τῆς βοηθείας ὑπῆρξε καὶ ὁ μετέπειτα στάρετς τῶν Ἀθηνῶν καὶ μακαριστὸς κι ἐκεῖνος ἤδη Γέροντας Πορφύριος Μπαϊρακτάρης, τοῦ ὁποίου τὸν πατέρα Λεωνίδα Μπαϊρακτάρη εἶχε εὐλογήσει στὴν Εὔβοια ὁ ἅγιος Νεκτάριος καὶ εἶχε καθοδηγήσει. Καὶ προῆλθε ἀπ’ τὸν Λεωνίδα Μπαϊρακτάρη καὶ τὴν Ἑλένη Μπαϊρακτάρη ὁ Γέροντας Πορφύριος, ὁ θαυματουργός, ὁ ὁποῖος ὑπεραγαποῦσε τὸν ἅγιο Νεκτάριο. Κι ἐνθυμοῦμαι προσωπικὰ τὸν πῆρε τηλέφωνο τὴ νύχτα ἕνας Χριστιανός, γιατὶ ἤτανε ἄρρωστος πολύ. Καὶ δὲν μποροῦσε. Τὸν πῆρε ἀπ’ τὴν Ἀθήνα, ἐκεῖ στὸν Ὠρωπό, καὶ λέει: «Γέροντα, ὑποφέρω. Δυσκολεύομαι. Πεθαίνω. Χάνομαι.» Καὶ τοῦ λέει: «Δίπλα σου εἶναι ὁ ἅγιος Νεκτάριος». Κοιτάζει, δίπλα του ἦταν τὸ εἰκόνισμα. «Αὐτὸν παρακάλεσε, νὰ σὲ κάνει καλά». Κι ἔκλεισε τὸ τηλέφωνο καὶ παρεκάλεσει ὁ ἄνθρωπος τὸν ἅγιο Νεκτάριο καὶ ἔγινε ἀμέσως καλά.
Ὁ Γέροντας Πορφύριος τὸν ὑπεραγαποῦσε τὸν ἅγιο. Ἄλλωστε οἱ ἅγιοι ἀγαπᾶνε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον κι ἔχουνε ἑνότητα κι ἔχουνε στοργή, καὶ βοηθᾶνε προπαντὸς ἐμᾶς τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ τοὺς ἔχομε ἀνάγκη. Ὅπου νὰ πᾶς, ὅπου νὰ βρεθεῖς, ὅπου νὰ σταθεῖς, καὶ στὴν Ἑλλάδα καὶ παντοῦ, βρίσκεις καὶ βλέπεις τὸ σκήνωμα, τὴ χάρη τοῦ ἁγίου Νεκταρίου, ποὺ ἔχει σκηνώσει μέσα στὶς ἐκκλησιές, μέσα στὰ σπίτια καὶ παντοῦ, βλέπεις τὸ εἰκόνισμά του τὸ ἱερὸν καὶ ἅγιον. Καὶ ἀμέτρητες ψυχὲς βοηθοῦνται καὶ παρηγοροῦνται. Ὁ ἅγιος Νεκτάριος εἶναι ἕνας γιατρὸς χωρὶς σύνορα. Τὸν ξέρουν παντοῦ. Εἰς πᾶσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ἡ φήμη αὐτοῦ.
Κι ἐμεῖς ὅλοι ἔχομε εὐεργετηθεῖ καὶ μάλιστα ὄντες ἐδῶ στὸ Ἵδρυμά του, στὴν Ἀθήνα, στὸ ταπεινό του ἐκκλησάκι, ἔχομε ζήσει πολλὲς συγκινητικὲς στιγμὲς καὶ ὧρες, ἀλλὰ καὶ ἀποκτήσει πολλὲς ἐμπειρίες ἀπ’ ὅλους ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι τὸν ἠγάπησαν καὶ τὸν ἀγαποῦν τὸν ἅγιο Νεκτάριο καὶ στοὺς ὁποίους ἔχει ἐπενεργήσει καὶ ἔχει θαυματουργήσει.
Ὑπῆρξε μεγάλος δὲ πατριώτης ὁ ἅγιος Νεκτάριος. Πολὺ μεγάλος. Στὰ ἔργα του βέπομε τὴν ἀγάπη του πρὸς τὴν πατρίδα μας. Τὴν ἀγάπη του πρὸς τὴν Ἑλληνικὴ γλῶσσα. Καὶ τὴν ἀγάπη του στὰ γνήσια ἤθη καὶ ἔθιμα τῆς Ἑλληνορθόδοξης πατρίδας μας. Καὶ προπαντὸς τὴν ἀγάπη του γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Γιὰ κάθε ψυχὴ δυσκολεμένη. Ἀκόμη καὶ γιὰ τοὺς ἄπιστους καὶ τοὺς ἄθεους εἶχε σπλάχνα οἰκτιρμῶν ὁ ἅγιος. Κι ὅταν ζοῦσε, ἀλλὰ καὶ τώρα ἀκόμη τοὺς βοηθάει κι ἂς μὴν τὸν ξέρουν, πολλὲς φορές, κι ἂς μὴν τὸν ἐπικαλοῦνται κι ἂς μὴν τὸν πιστεύουν. Γιατὶ ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ δὲν μπορεῖ νὰ συγκρατηθεῖ. Σπεύδει νὰ βοηθήσει χωρὶς νὰ κληθεῖ, πολλὲς φορές, αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι πάσχουν καὶ ὑποφέρουν καὶ δυσκολεύονται καὶ βασανίζονται.
Κι ἐμεῖς στὴν πατρίδα μας σήμερα ἔχομε διάφορες δυσκολίες, ἀλλὰ δὲν φοβούμεθα. Ἔχομε αἰσιοδοξία. Καὶ τὴν πεποίθηση ὅτι ὁ Χριστός, ἡ Παναγία μας, ὁ ἅγιος Νεκτάριος καὶ ὅλοι οἱ ἅγιοι θὰ μᾶς βοηθήσουν. Καὶ θὰ φέρουν πάλι τὴ χαρὰ καὶ τὸ φῶς καὶ τὴν ὀμορφιὰ καὶ τὴν εὐκοσμία σ’ αὐτὴν τὴ δυσκολεμένη μας πατρίδα, ἀλλὰ καὶ σὲ ὅλη τὴν Οἰκουμένη. Γιατὶ μὲ τὰ τόσα ποὺ βλέπομε καὶ ὑφιστάμεθα κάθε μέρα, μᾶς κυκλώνει ἡ ἀπελπισία καὶ ἡ δυσκολία. Μὰ ἐπάνω ἀπ’ ὅλα καὶ μέσα σ’ ὅλα ὑπάρχει ὁ Χριστός, ἡ Παναγία καὶ οἱ ἅγιοι, οἱ ὁποῖοι μᾶς προστατεύουν, μᾶς φρουροῦν, μᾶς κρατοῦνε στὰ χεράκια τους.
Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἅγιος, ὅπως διαβάζομε στὸν βίο του, ὅταν τὸν κατηγοροῦσαν, ἐκεῖ, ὁ ἀνακριτής, ἦταν ἤρεμος. Γιατί, λέει, ὅλα τὰ ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς γιὰ τὸ καλό μας. Καὶ ἦταν ἀφημένος ἀκριβῶς στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ κι ὅταν ἤθελε νὰ μείνει λίγο καιρὸ ἀκόμη, νὰ φτειάξει τὸ μοναστηράκι, καὶ παρακαλοῦσε τὴν Παναγία καὶ τὸν Χριστὸ νὰ τὸν ἀφήσουν λίγα χρόνια, νὰ τοῦ δώσουν κάποια χρόνια ζωῆς, πάντοτε ἔλεγε, ὅμως, «Ἂς γίνει τὸ θέλημά Σου». Μᾶς δείχνει, λοιπόν, ὁ ἅγιος Νεκτάριος τὸν δρόμο, ποὺ πρέπει κι ἐμεῖς νὰ βαδίσομε, ἔχοντας ἐμπιστοσύνη στὸν Χριστό μας καὶ ἀγάπη μεγάλη σ’ Ἐκεῖνον καὶ ἐλπίδα πολλή. Νὰ κρεμόμαστε ἀπὸ πάνω Του. Καὶ δὲν ἔχομε νὰ χάσομε ποτέ, μὰ ποτέ, τίποτε. Πάντοτε θὰ κερδίζομε καὶ θὰ ὠφελούμεθα καὶ τὸ σπουδαιότερο θὰ ὠφελοῦμε καὶ τοὺς ἄλλους. Διότι, χωρὶς τὸν Θεὸ καὶ χωρὶς τὸν συνάνθρωπο ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει ὀντότητα. Δὲν ἔχει ἀξία. Ζεῖ στὸν μηδενισμό. Ἐνῶ, ὅταν ἀγαπᾶ τὸν Θεὸ καὶ διακονεῖ στὸ ὄνομά Του τὸν συνάνθρωπο, ἔχει νόημα. Ἔχει ὕπαρξη. Ἀλλοιῶς ἡ ζωή του εἶναι κολασμένη. Δηλαδή, ἀπομονωμένη. Ταλαιπωρημένη.
Ἂς ὑψώσει ἱκέτιδας χεῖρας ὁ ἅγιός μας Νεκτάριος πρὸς τὸν δυνάμενον σώζειν κι ἂς Τὸν παρακαλέσει τὸν Χριστό μας γιὰ τὴν ἱερά του μονή, γιὰ τὴν ἀγαπημένη Αἴγινά του, γιὰ τὴν Ἑλλάδα μας, γιὰ τὰ Βαλκάνια, γιὰ τὴν Οἰκουμένη ὁλόκληρη. Καὶ νὰ εὐχηθοῦμε καὶ σὲ ὅσους φέρουν τὸ ὄνομά του, κληρικούς, μοναχοὺς καὶ λαϊκούς, νὰ ἔχουν τὴν εὐχὴ καὶ τὴν εὐλογία του, νὰ ζήσουν χρόνια πολλά, καὶ νὰ τιμήσουν κι ἐκεῖνοι κι ἐμεῖς τὸ ὄνομα τοῦ ἁγίου Νεκταρίου, ποὺ Νεκτάριος σημαίνει ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος εἶναι εὐώδης καὶ γλυκύς. Ὁ ἅγιος εἶχε ὀσμὴν εὐωδίας πνευματικῆς καὶ γλυκύτητα ἀγάπης. Ἔτσι καὶ οἱ φέροντες τὸ ὄνομά του καὶ ὅλοι ἂς ἔχομε βίον πνευματικὸν καὶ προπαντὸς γλυκύτητα ἀγάπης.
Ἀρχιμανδρίτης Ἀνανίας Κουστένης,
9 Νοεμβρίου, 2000