الإثنين, تشرين2 25, 2024

Αρχιεπίσκοπος Κύπρου: "Αντί να εκλιπαρούμε για συνομιλίες.... να καθορίσουμε τους στόχους μας"

Αρχιεπίσκοπος Κύπρου: "Αντί να εκλιπαρούμε για συνομιλίες.... να καθορίσουμε τους στόχους μας"

Αντί να κάνουμε νέες υποχωρήσεις πριν την έναρξη και να εκλιπαρούμε για συνομιλίες, αντί να ετοιμαζόμαστε για άλλες παραχωρήσεις μέχρι τη νέα διακοπή των συνομιλιών, θα πρέπει όλοι μαζί, από κοινού, να καθορίσουμε τους στόχους μας, τόνισε ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Κύπρου κ.κ Γεώργιος στον χαιρετισμό του στην τελετή έναρξης του Παγκύπριου Συνεδρίου Κυπρίων Διασποράς.

Αυτούσιος ο χαιρετισμός του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Κύπρου κ.κ. Γεωργίου:

Χαίρομαι ιδιαίτερα για την ευκαιρία που μου δίνεται να καλωσορίσω εκ μέρους της Εκκλησίας, στην κοινή μας πατρίδα, τους αγαπητούς αποδήμους μας, οι οποίοι κάθε χρόνο, τέτοια περίοδο μαζεύονται με νοσταλγία και πολύ ενθουσιασμό για το παγκόσμιο συνέδριό τους.

Η Εκκλησία ουδέποτε σας ξεχνά, αγαπητοί απόδημοι. Εύχεται μάλιστα καθημερινά, σε κάθε της ακολουθία για σας «τους εν θαλάσση μακράν» ευρισκομένους, κατά την ορολογία της. Ζώντας μάλιστα θεολογικά τον πόθο κάθε ανθρώπου, που είναι απόδημος του παραδείσου, και παρεπίδημος στη γη, για επιστροφή στην πρώτη πατρίδα του, την αρχαία μακαριότητα, μπορεί και να καταλάβει και να ερμηνεύσει τον πόθο και τη νοσταλγία σας για επιστροφή στην πατρική γη.

Η πατρίδα, κατά τους κοινωνιολόγους, είναι το απαραίτητο πλαίσιο της ανθρώπινης ζωής κι είναι όπως το κειμήλιο. Έχει αυστηρά υποκειμενική αξία που υπερβαίνει την υλικότητα του αντικειμένου· θυμίζει, υποβάλλει, συγκινεί. Διατυπώνει μιαν ομολογία εχέμυθα προσωπική.

Κάθε απόδημος είναι ένας καινούργιος Οδυσσέας, ο οποίος, όπως εκείνος «πολλών ανθρώπων οίδεν άστεα και νόον έγνω», που περιπλανήθηκε όπως εκείνος ανά τα πέρατα της γης και ο οποίος, πολύ περισσότερο από εκείνον «και καπνόν αναθρώσκοντα νοήσαι ης γαίης θανέειν ιμείρεται».

Σας καλωσορίζουμε, λοιπόν, εγκάρδια και σας κατανοούμε απόλυτα.

Όσοι ζήσαμε έστω και για λίγο κοντά στους αποδήμους μας, είτε για σπουδές, είτε για μετεκπαιδεύσεις, ζήσαμε και κατανοούμε πλήρως και τους αγώνες και τις αγωνίες τους. Σ’ αυτούς εφαρμόζεται πλήρως το παράδοξο χριστιανικό ζητούμενο της ταυτόχρονης βίωσης σε δύο κόσμους. Οι Χριστιανοί καλούνται να ζουν και να συμπεριφέρονται ως πολίτες του ουρανού και ταυτόχρονα ως οδίτες του κόσμου τούτου. Να ζουν μέσα στον κόσμο και να μετέχουν πάντων ως πολίτες και ταυτόχρονα να ζουν ως «πάροικοι» και να υπομένουν τα πάντα «ως ξένοι». Να «διατρίβουν» επί της γης, αλλά να πολιτεύονται «εν ουρανώ». Κι οι απόδημοι το ίδιο κάνουν. Μπορεί οι καλύτερες οικονομικές και τεχνολογικές συνθήκες στις χώρες της αποδημίας τους να τους εξασφαλίζουν καλύτερη διαβίωση, η καθημερινή σκέψη τους όμως είναι στην πατρίδα. Μέρες και νύχτες, χειμώνες και καλοκαίρια, καθημερινές και Κυριακές, κύρια αναφορά τους είναι η Κύπρος.

Μπορεί να πέρασαν χρόνια πολλά από την ημέρα του ξενιτεμού. Μπορεί σ’ αυτό το διάστημα να ΄γιναν βαθιές τομές στη ζωή της ανθρωπότητας, θεσμοί να ξεριζώθηκαν, ιδανικά να έχασαν τη λάμψη τους, ο ρυθμός της κοινωνίας να έχει μεταβληθεί. Δεν μεταβάλλεται όμως η θύμηση της πατρίδας. Φεύγοντας από την πατρίδα οι απόδημοι άφησαν εκεί την καρδιά τους και δεν μπορούν να αποκοπούν από αυτή.

Κι ενώ εμείς, που μένουμε στην πατρίδα, όταν δεν αντιμαχόμαστε ο ένας τον άλλο για ιδιοτελείς, πολιτικές ή άλλες επιδιώξεις, ενδιαφερόμαστε και κυνηγούμε την απόλαυση των ανέσεων, οι απόδημοι αγωνίζονται μέσα σε ξένο περιβάλλον να διατηρήσουν τις θρησκευτικές και εθνικές παραδόσεις μας. Έχουν την αίσθηση ότι κουβαλούν στους ώμους τους όλη την κληρονομιά των προγόνων και το χρέος να να τη διατηρήσουν αμόλυντη.

Εκτιμούμε, αγαπητοί απόδημοι, τις υπεράνθρωπες προσπάθειες που καταβάλλετε στις χώρες της αποδημίας σας για να κρατήσετε την ελληνική και χριστιανική σας συνείδηση και να τη μεταλαμπαδεύσετε στα παιδιά σας. Ξέρουμε τις δυσκολίες που συναντάτε σ’ ένα ξενόγλωσσο και ισοπεδωτικό περιβάλλον για να διδάξετε την ελληνική μας γλώσσα αλλά και για να καταστήσετε μετόχους της Ελληνικής μας Παιδείας τα παιδιά σας. Γιατί έχουμε τη γνώμη, και πιστεύω πως κι εσείς το διαισθάνεστε, ότι τα παιδιά και τα εγγόνια σας, δεν θα πρέπει να καταντήσουν Άγγλοι της Αγγλίας, της Αυστραλίας, ή της Αμερικής, που να μιλούν ελληνικά. Θα πρέπει να μετέχουν της Ελληνικής Παιδείας, να διαμορφώνονται δηλαδή και να φωτίζονται από την πνευματική μας παράδοση και να εμψυχώνονται από τα διδάγματα της εθνικής μας Ιστορίας. Δεν θα πρέπει, ως εκ τούτου, να παραγνωρίζεται η διδασκαλία της Ελληνικής μας Ιστορίας και των αξιών του πολιτισμού μας στα παροικιακά σχολεία. Σας συγχαίρω γι’ αυτό και θέλω να ξέρετε ότι θα έχετε τη συμπαράσταση της Εκκλησίας σ’ αυτές σας τις προσπάθειες.

Δεν διαφεύγει της προσοχής μας ότι η πρώτη γενεά αποδήμων έχει σχεδόν εκλείψει. Κι ότι ολοταχώς απομακρυνόμαστε από τις αυθεντικές ρίζες που κρατούσαν τις παροικίες συνδεδεμένες με την πατρίδα. Η φωνή της πρώτης γενεάς σιγά-σιγά σβήνει. Στ’ αυτιά της δεύτερης γενεάς η φωνή αυτή ήταν ισχυρή και καθοδηγητική. Στην τρίτη αρχίζει να γίνεται απόηχος, στην τέταρτη και μετά αρχίζει να γίνεται κραδασμός συνείδησης. Κι εδώ αυξάνονται οι ευθύνες όλων μας για διατήρηση και προστασία της εθνικής και θρησκευτικής αυτοσυνειδησίας αυτών των γενεών των αποδήμων μας.

Ξέρω πως αυτό δεν είναι το μόνο πρόβλημά σας. Είμαι σίγουρος, όμως, ότι στα προβλήματα αυτά, γενικά για όλους, και ειδικά ανάλογα με τη χώρα που ζείτε, θα βρείτε όχι μόνο ανταπόκριση αλλά και λύσεις από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τα αρμόδια κυβερνητικά τμήματα. Εγώ θα ζητήσω για λίγα ακόμα λεπτά την προσοχή σας για να μοιραστώ μαζί σας τους προβληματισμούς μου, εκ μέρους της Εκκλησίας, για την πορεία του εθνικού μας θέματος, που ξέρω ότι είναι και η δική σας κύρια έγνοια.

Είμαι σίγουρος ότι είναι κοινή διαπίστωση πως ο Κυπριακός Ελληνισμός ζει σήμερα σε μιαν τρομακτική αβεβαιότητα. Δεν βλέπει πουθενά φως. Μοιάζουμε σαν τον χορό αρχαίας τραγωδίας που βλέπει την καταστροφή και δεν μπορεί να κάνει τίποτε. Διαπιστώνουμε ότι την ηθική αρχή «ο συ μισείς ετέρω μη ποιήσεις» την παραβιάζει και θα την παραβιάζει πάντοτε ο ισχυρός όταν νιώθει ότι ο αδύνατος δεν μπορεί να του ανταποδώσει το άδικο. Διδασκόμαστε κι από την πρόσφατη Ιστορία ότι η λήθη και η αγνωμοσύνη είναι ανάλογη προς το μέγεθος των συμφερόντων και τη δύναμη του ευεργετηθέντος. Κι είναι πολλοί οι «σύμμαχοι» μας που ομολόγησαν κάποτε την οφειλή τους προς το έθνος μας.

Θα πρέπει όμως να κατανοήσουμε ότι η επιβίωση ενός λαού είναι αποτέλεσμα της συνεχούς εγρήγορσης, κυρίως των δικών του φυσικών και ψυχικών δυνάμεων. Οι ξένοι θα βοηθήσουν, κι είναι και καλοδεχούμενη και πολύτιμη η προσφορά τους, όταν εξυπηρετούνται τα συμφέροντά τους. Κι ένας λαός που απειλείται δεν παραδίδεται στη ραστώνη, στην υπνηλία, στην αδράνεια. Αγρυπνεί, αξιολογεί τις καταστάσεις και αγωνίζεται. Διδάσκεται κυρίως από το παρελθόν του κι από τα λάθη του.

Έχουμε προσέλθει, καλοπροαίρετα, σ’ ένα διάλογο με σκοπό την εξεύρεση, εν γνώσει μας, όχι μιας δίκαιης αλλά μιας υποφερτής λύσης του προβλήματός μας. Παρόλο που καταλαβαίνουμε ότι η κατάληξη ενός διαλόγου μ’ ένα συνομιλητή που έχει επιθετικές προθέσεις δεν θα μπορούσε να είναι ένα ισοζύγιο κερδών και απωλειών, κάναμε το παν για να διατηρηθεί εν ζωή αυτός ο διάλογος. Όλες, όμως, οι παραχωρήσεις μας, πράγματι οδυνηρές και που θέτουν σε κίνδυνο την επιβίωσή μας στη γη των πατέρων μας, εκλαμβάνονται ως αδυναμία, με αποτέλεσμα να ενθαρρύνεται ο κατακτητής και να επανέρχεται δριμύτερος με νέες διεκδικήσεις. Έτσι ο φαύλος κύκλος διεκδικήσεων – παραχωρήσεων διαιωνίζεται. Φτάσαμε στο να είναι σε όλους ευδιάκριτος ο τελικός στόχος των Τούρκων, που, εξάλλου, ποτέ δεν απέκρυψαν: Ο έλεγχος αρχικά ολόκληρης της Κύπρου και εν συνεχεία η πλήρης τουρκοποίησή της.

Ο αείμνηστος Νεοκλής Σαρρής στο βιβλίο του «Η άλλη πλευρά» σημειώνει: «Η στοχοθεσία της Τουρκίας προχωρεί πολύ πέραν της διχοτόμησης. Περιλαμβάνει το σύνολο της Κύπρου». Είναι χαρακτηριστική η δήλωση του τότε υπουργού Εξωτερικών της Τουρκίας στην «Ελευθεροτυπία» Αθηνών, στις 11 Σεπτεμβρίου 1976 ότι η διχοτόμηση είναι γι’ αυτούς παραφροσύνη, γιατί θέτει σε κίνδυνο την ασφάλεια της Κεντρικής και Ανατολικής Μ. Ασίας.

Μια είναι η λύση γι’ αυτούς. Κι εφόσον δεν συναντούν πραγματική αντίδραση, δεν έχουν λόγο να μην την προωθούν.

Πού πάμε, λοιπόν; Αντί να κάνουμε νέες υποχωρήσεις πριν την έναρξη και να εκλιπαρούμε για συνομιλίες, αντί να ετοιμαζόμαστε για άλλες παραχωρήσεις μέχρι τη νέα διακοπή των συνομιλιών, θα πρέπει όλοι μαζί, από κοινού, να καθορίσουμε τους στόχους μας. Δεν πρόκειται για ένα θέμα ήσσονος σημασίας, που θα διεκπεραιωθεί από την Κυβέρνηση και από τη λύση του οποίου κάποια κόμματα μπορεί να προσδοκούν πολιτικά οφέλη. Είναι ζήτημα επιβίωσης όχι μόνον εθνικής αλλά και φυσικής, στη γη μας. Αντέχει κάποιος, κάποιο κόμμα ή πολιτικός σχηματισμός το βάρος να μας κρίνει σε λίγα χρόνια η Ιστορία ότι φανήκαμε ανεπαρκείς να διαχειριστούμε αποτελεσματικά και με ανιδιοτέλεια αυτή την κρίση;

Ακούμε μερικούς να προειδοποιούν, με αφορμή τα πρόσφατα γεγονότα στην Πύλα, ότι η ανυπαρξία διαπραγματευτικής διαδικασίας θα οδηγήσει σε νέα τετελεσμένα. Ποιος όμως αρνείται αυτή τη διαδικασία; Κι οι διαπραγματεύσεις εμπόδισαν καμιά φορά την κατοχική δύναμη να προωθήσει νέα τετελεσμένα όταν έκρινε ότι μπορούσε να το κάμει; Αυτή η ανακήρυξη του ψευδοκράτους δεν έγινε εν μέσω διαπραγματεύσεων;

Ας συνειδητοποιήσουμε ότι Ελλάδα και Κύπρος από κοινού αποτελούν ουσιαστική δύναμη στη Μεσόγειο και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ χωριστά, πρόβατα επί σφαγήν για τον τουρκικό επεκτατισμό. Κι ακόμα δεν θα πρέπει να ξεχνούμε εσάς, τους αποδήμους, Κυπρίους και Ελλαδίτες, μιαν τεράστια δύναμη στα πέρατα του κόσμου, η αξιοποίηση της οποίας μπορεί να πετύχει θαύματα.

Δεν θα σταματήσω να επαναλαμβάνω, έστω κι αν γίνομαι για μερικούς ενοχλητικός ότι οι κοινές προσπάθειες Κύπρου και Ελλάδας, καθώς και των απανταχού της γης Ελλήνων, πρέπει να ξεκινήσουν με την αταλάντευτη διεκδίκηση των όσων απολαμβάνουν οι άλλοι Ευρωπαίοι και όλος ο ελεύθερος κόσμος, και για τον λαό μας. Οι άλλοι Ευρωπαίοι δικαιούνται ελεύθερη διακίνηση σε όλες τις χώρες της Ε.Ε. Εμείς γιατί δεν μπορούμε να απολαμβάνουμε κάτι τέτοιο στην πατρίδα μας; Οι άλλοι Ευρωπαίοι μπορούν να εγκαθίστανται όπου θέλουν στην Ευρώπη. Γιατί εμείς να μην μπορούμε να επιστρέψουμε στα σπίτια μας; Οι άλλοι έχουν το δικαίωμα απόκτησης περιουσίας σε όλη την Ευρώπη. Εμείς γιατί να μην μπορούμε να απολαμβάνουμε τις δικές μας περιουσίες που βρίσκονται σήμερα υπό κατοχήν; Γιατί σ’ εμάς το 18% να ζητά να επιβάλλεται στο 82%; Όταν όμως δεχόμαστε να συζητούμε για εκπτώσεις στα δικαιώματά μας, δίνουμε τέλειο άλλοθι στους τρίτους να μην εμμένουν στην υποστήριξη του δικαίου. «Βρέστε τα μεταξύ σας», μας λεν, «κι εμείς θα στηρίξουμε ότι συμφωνήσετε».

Η Εκκλησία δεν είναι αφελής ώστε να πιστεύει ότι τα πιο πάνω θα γίνουν ασμένως αποδεκτά από την Τουρκία και τη διεθνή κοινότητα. Δεν έχουμε, όμως, άλλη επιλογή, ούτε άλλη μέθοδο. Η διαδικασία των συνεχών μονομερών υποχωρήσεων φάνηκε ότι οδηγεί στην Τουρκοποίηση της πατρίδας μας. Χρειάζεται αγώνας σκληρός προς όλες τις κατευθύνσεις για να θυμηθούν οι ξένοι ότι το πρόβλημά μας είναι πρόβλημα εισβολής και κατοχής· και να πειστούν ότι η Κύπρος έχει τα ίδια δικαιώματα με την Ουκρανία όταν υφίσταται κι αυτή μιαν εισβολή. Η Εκκλησία βλέπει πίσω τρεισήμισι χιλιάδες χρόνια. Ο αγώνας της δεν έχει, όπως ίσως ο αγώνας μερικών κομμάτων ή πολιτικών, προοπτική πενταετίας, μέχρι τις επόμενες εκλογές. Έχει προοπτική το διηνεκές, την εξασφάλιση της παραμονής μας στη γη των πατέρων μας.

Νομίζω ότι σας κούρασα. Θεώρησα, όμως, χρέος μου επιτακτικό να θέσω μπροστά σας τον προβληματισμό της Εκκλησίας. Είμαι σίγουρος ότι κατανοείτε ότι οι ρίζες μας στον τόπο τούτο είναι βαθιές και δεδομένες. Πάνω στις ρίζες αυτές, τις αξίες και τα ιδανικά της φυλής και στο παράδειγμα των προγόνων μπορούμε να στηρίξουμε την προοπτική του μέλλοντος, τη συνέχιση της πορείας μας και την εξασφάλιση της επιβίωσής μας στη γη των πατέρων μας. Ας αντηχούν στ’ αυτιά όλων τα λόγια του ποιητή (Τεύκρου Ανθία) «Βαριά τα ηνία των λαών, μολύβι το τιμόνι. Πυξίδα, στύλος και οδηγός το δέος της Ιστορίας».

Καλή επιτυχία στο συνέδριό σας!

 

Listen Live