Φώτο: Η πρώτη έξοδος της εικόνας «Ἄξιον Ἐστί» από το Άγιο Όρος, το 1963, στην Αθήνα.
Σε σχετική ανακοίνωσή της η Ιερά Μητρόπολη Μαρώνειας και Κομοτηνής, αναφέρει:
“Μὲ αἰσθήματα συγκινήσεως καὶ βαθείας εὐγνωμοσύνης πρὸς τὸν Πανοικτίρμονα Θεό καὶ τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο ἀνακοινώνουμε, ὅτι κατόπιν εὐλογίας καὶ κανονικῆς ἀδείας ἀπό τὴν Ἱερά Ἐπιστασία τοῦ Ἁγιωνύμου Ὄρους, ἡ Ἱερά καὶ Σεβασμία Εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ «Ἄξιον Ἐστίν» ἐκ τοῦ Πρωτάτου τοῦ Ἁγίου Ὄρους, θὰ φιλοξενηθεῖ στὴν πόλη τῆς Κομοτηνῆς καὶ συγκεκριμένα στὸν Ἱερό Καθεδρικό Ναό Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, ἀπό Τρίτης 6ης τοῦ μηνός Σεπτεμβρίου τρέχοντος ἔτους, ἕως τὴν Δευτέρα 12η τοῦ αὐτοῦ μηνός. Ἡ Ὑποδοχή τῆς Ἱερᾶς Εἰκόνος θὰ πραγματοποιηθεῖ τήν Τρίτη 6η Σεπτεμβρίου 2022 καί ὥρα 18:30 στὴ δυτική εἴσοδο τῆς πόλεως (Ἄγαλμα Ἐλευθερίου Βενιζέλου). Θὰ ἐπακολουθήσει ἡ Ἱερά Λιτανεία τῆς Εἰκόνος ἕως τὸ Ἡρῶον τῆς πόλεως, ὅπου θὰ τελεσθεῖ ἡ Ἐπίσημη Ὑποδοχή. Τέλος, ἡ Ἱερά Πομπή θὰ καταλήξει στὸν Ἱερό Καθεδρικό Ναό Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, ὅπου θὰ τελεσθεῖ στὶς 19:30 ἡ Ἐπίσημη Δοξολογία“.
Η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας «Άξιον Εστί» είχε προγραμματιστεί να μεταφερθεί στην Κομοτηνή στις 19 Μαΐου του 2020 εν όψει των εορτασμών για τη συμπλήρωση εκατό ετών από την ενσωμάτωση της Θράκης στον εθνικό κορμό, ωστόσο η πανδημία του κορωνοϊού Covid-19 είχε ανατρέψει τον προγραμματισμό και η έλευση της εικόνας τότε ματαιώθηκε.
Η εικόνα «Άξιον Εστί» είναι μία από τις περίφημες εικόνες του Αγίου Όρους που βρίσκεται στον ναό του Πρωτάτου στις Καρυές. Θεωρείται «κοινή εφέστιος προστάτις» εικόνα όλων των Αγιορείτικων Μονών και έχει στο πλαίσιό της τις σφραγίδες και των είκοσι Μονών του Αγίου Όρους.
Εκτός Αγίου Όρους έχει μεταφερθεί ολίγιστες φορές, και μόνο στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη και στην Κύπρο.
Η ιστορία της θαυματουργού εικόνας
Η θαυματουργή εικόνα που φυλάσσεται σήμερα στο ιερό σύνθρονο του Πρωτάτου των Καρύων του Αγίου Όρους, βρισκόταν κατά τα τέλη του Ι’ αιώνα σε ένα κελί κοντά στις Καρυές που σήμερα φέρει την ίδια επωνυμία – “Άξιον Εστί” – λόγω του εξής θαύματος: Ενώ ο Γέροντας του κελιού απουσίαζε σε αγρυπνία του Πρωτάτου, συνέβη να φιλοξενήσει ο υποτακτικός του, που έμεινε μόνος στο κελί, κάποιον άγνωστο περαστικό μοναχό μαζί με τον οποίο μάλιστα έψαλλε και την Ακολουθία του Όρθρου της Κυριακής. Όταν λοιπόν έφθασαν στην θ’ ωδή του Κανόνα, ο μεν μοναχός του κελιού έψαλλε “Την Τιμιωτέραν”, τον γνωστό αρχαίο αυτό ύμνο του Αγίου Κοσμά του Ποιητή που ψαλλόταν τότε όπως και σήμερα μαζί με τους θεομητορικούς στίχους – “Μεγαλύνει η ψυχή μου τον Κύριον…” -, ενώ ο ξένος μοναχός άρχισε τον ύμνο διαφορετικά, προσθέτοντας στην αρχή του το μέχρι τότε άγνωστο προοίμιο “Άξιον εστίν ως αληθώς…”, το οποίο τόσο θαυμασμό προκάλεσε στον ντόπιο μοναχό, ώστε το ζήτησε και γραπτώς για να μπορεί να το ψάλλει και αυτός. Επειδή όμως δεν βρέθηκε μελάνι και χαρτί μέσα στο κελί, ο μυστηριώδης ξένος μοναχός χάραξε τον ύμνο με το δάκτυλό του σε μια πέτρινη πλάκα, και προσθέτοντας ότι έτσι πρέπει να ψάλλεται στο εξής ο ύμνος αυτός από όλους τους Ορθόδοξους, έγινε άφαντος. Οι Αγιορείτες έστειλαν την πλάκα στον βασιλιά και στον Πατριάρχη, ενώ την εικόνα μπροστά στην οποία ψάλθηκε για πρώτη φορά ο αγγελικός ύμνος, τη μετέφεραν στο Πρωτάτο, στο οποίο καθιερώθηκε να γίνεται και η ετήσια πανήγυρη σε ανάμνηση του θαύματος και προς τιμήν της Θεοτόκου. Σύμφωνα με το αρχαίο συναξάρι, η γιορτή αυτή αρχικά τελείτο στο κελί όπου είχε γίνει το θαύμα, και μάλιστα προς τιμήν του Αρχάγγελου Γαβριήλ, που χωρίς άλλο ήταν ο θαυμαστός εκείνος ξένος μοναχός.