Ελληνίδες και Έλληνες της Κύπρου,
Ο εορτασμός της Παλιγγενεσίας του 1821, του σημαντικότερου οροσήμου της νεότερης ιστορίας μας, αποτελεί για τους απανταχού Έλληνες μια στιγμή εθνικής υπερηφάνειας και αυτογνωσίας. Τιμούμε εκείνους που μετά από τέσσερις σχεδόν αιώνες υπό οθωμανικό ζυγό, βρήκαν το σθένος να εξεγερθούν. Όταν ξεκίνησε ο αγώνας αυτός, ουδείς εγγυάτο την επιτυχία του. Αντιθέτως, οι γεωπολιτικοί συσχετισμοί της εποχής δεν ευνοούσαν το όλο εγχείρημα. Παρά ταύτα, οι Έλληνες επέδειξαν απαράμιλλη ανθεκτικότητα και καρτερικότητα, υπομένοντας κακουχίες, βία και στερήσεις, με αποτέλεσμα τελικά, μετά από οκτώ και πλέον χρόνια πολεμικών συγκρούσεων, δηλαδή από τις αρχές του 1821 έως τη μάχη της Πέτρας τον Σεπτέμβριο 1829, να κατορθώσουν τελικά να ανακτήσουν την ελευθερία τους.
Οι Έλληνες της Κύπρου, ως αναπόσπαστο τμήμα του έθνους, κατέβαλαν υψηλό τίμημα, συμμετέχοντας ενεργά στον υπέρ πάντων αγώνα είτε πρόκειται για τον Ιωάννη Καρατζά ο οποίος μαρτύρησε στο πλευρό του Ρήγα στο Βελιγράδι, είτε για τον Αρχιεπίσκοπο Κυπριανό και τους προκρίτους που εκτελέστηκαν τον Ιούλιο του 1821, είτε για Κύπριους αγωνιστές που μετέβησαν στην Ελλάδα για να πολεμήσουν, όπως οι αδελφοί Νικόλαος και Θεόφιλος Θησέας. Εάν υπολογίσει κανείς, δε, ότι ο πληθυσμός της Κύπρου την εποχή εκείνη ανερχόταν στις 80.000 περίπου, η συμμετοχή χιλίων Κυπρίων αγωνιστών στην επανάσταση αποτελεί ουδόλως αμελητέο αριθμό.
Για όλους εμάς, τους απογόνους των αγωνιστών του 1821, η επέτειος της Ελληνικής Επανάστασης αποτελεί επίσης ευκαιρία νηφάλιου αναστοχασμού των επιτευγμάτων, αλλά και των αστοχιών μιας ιστορικής διαδρομής αιώνων, με στόχο, μέσω της εξαγωγής πολύτιμων διδαγμάτων, να αντιμετωπίσουμε τις προκλήσεις που ο Ελληνισμός βιώνει ενώπιον του σήμερα.
Τη στιγμή που αφήνουμε πίσω μας δύο δύσκολα έτη εξ αιτίας της πανδημίας του κορωνοϊού, μέσω της κατίσχυσης και του θριάμβου της επιστήμης απέναντι σε έναν φονικό ιό που στοίχισε τη ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων σε ολόκληρο τον πλανήτη, δυστυχώς τον τελευταίο μήνα βρισκόμαστε εκ νέου αντιμέτωποι με μια νέα καταστροφή, μια ανθρωπιστική τραγωδία που εκτυλίσσεται σε ευρωπαϊκό έδαφος, στην πολύπαθη Ουκρανία.
Για την Ελλάδα, η διασφάλιση της εδαφικής ακεραιότητας, της ανεξαρτησίας και της κυριαρχίας όλων των κρατών, καθώς και ο σεβασμός του διεθνούς δικαίου και, βεβαίως, του Χάρτη των ΗΕ, αποτελούν θεμελιώδεις αρχές της εξωτερικής μας πολιτικής. Λογικές αναθεωρητισμού, απ’ όπου και εάν προέρχονται, δεν μπορεί να γίνονται ανεκτές από κανέναν. Καταδικάζουμε κάθε χρήση ή απειλή χρήσης βίας εναντίον οποιουδήποτε κράτους. Στο πλαίσιο αυτό, η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία καταδικάστηκε από την πρώτη στιγμή από σύσσωμη την πολιτειακή και πολιτική ηγεσία της Ελλάδας. Παράλληλα, βασική μας προτεραιότητα είναι η προστασία της Ελληνικής ομογένειας στην περιοχή, η οποία δοκιμάζεται, έχοντας ήδη θρηνήσει θύματα.
Την ίδια ώρα, Ελλάδα και Κύπρος συντονιζόμαστε και συναποφασίζουμε με τους εταίρους μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Εφαρμόζουμε πλήρως τις αποφάσεις που λαμβάνονται, συμπεριλαμβανομένων και των περιοριστικών μέτρων. Εκφράζουμε την πλήρη αλληλεγγύη μας προς τους εταίρους μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ιδιαίτερα αυτούς που αυτή τη στιγμή αντιμετωπίζουν ιδιαίτερα μεγάλα προσφυγικά κύματα. Και ζητούμε από άλλες χώρες, ιδιαίτερα εκείνες οι οποίες είναι υποψήφιες προς ένταξη, να εναρμονισθούν με τις αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδιαίτερα όσον αφορά στη λήψη περιοριστικών μέτρων.
Ελληνίδες και Έλληνες της Κύπρου,
Η ανωτέρω θέση αρχών που μόλις περιέγραψα για τις εξελίξεις στην Ουκρανία έχει βεβαίως πλήρη εφαρμογή και στην περίπτωση της Κύπρου, η οποία επίσης αποτελεί θύμα εισβολής και κατοχής. Η μη επίλυση του Κυπριακού επί 47 και πλέον έτη εξαιτίας της τουρκικής αδιαλλαξίας συνιστά μία μεγάλη πρόκληση για την Κύπρο, την Ελλάδα αλλά και το σύνολο της διεθνούς κοινότητας. Για την Ελλάδα, το Κυπριακό αποτελεί το κορυφαίο εθνικό ζήτημα. Αταλάντευτος στόχος μας παραμένει η άρση των συνεπειών της εισβολής και ο τερματισμός της κατοχής, με την πλήρη αποκατάσταση της διεθνούς και της ευρωπαϊκής έννομης τάξης.
Ως γνωστόν, η Τουρκία και η παρούσα τουρκοκυπριακή ηγεσία καταβάλλουν προσπάθειες για αλλαγή της βάσης επίλυσης του Κυπριακού, εμμένοντας σε αξιώσεις που δεν μπορούν επ’ ουδενί να γίνουν αποδεκτές, καθώς βρίσκονται εκτός του συμπεφωνημένου πλαισίου των Ηνωμένων Εθνών. Την ίδια ώρα, είμαστε μάρτυρες των προσπαθειών επιβολής νέων αρνητικών τετελεσμένων στα Βαρώσια. Πρέπει όμως να γίνει αντιληπτό ότι η διεθνής νομιμότητα, όπως αυτή αποτυπώνεται στα σχετικά και δεσμευτικά για όλους ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών και στις παραμέτρους των Ηνωμένων Εθνών επιτάσσει ότι η επίλυση του Κυπριακού θα επέλθει μέσω της μετεξέλιξης της Κυπριακής Δημοκρατίας σε μια Διζωνική, Δικοινοτική Ομοσπονδία με μία κυριαρχία, μία διεθνή προσωπικότητα και μία ιθαγένεια. Ελλάδα και Κύπρος έχουμε επίσης καταστήσει απολύτως σαφές ότι δεν νοείται συμπεφωνημένη λύση χωρίς την κατάργηση του αναχρονιστικού συστήματος των εγγυήσεων και την πλήρη απόσυρση των κατοχικών στρατευμάτων. Η Ελλάδα θα συνεχίζει να υπογραμμίζει την ανάγκη για άμεση επανέναρξη των συνομιλιών εντός του συμπεφωνημένου πλαισίου. Συναφώς, στηρίζουμε την προσπάθεια του Προέδρου Αναστασιάδη και της κυπριακής κυβέρνησης να προτάξει στοχευμένα και γενναία Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης, τα οποία δύνανται να συμβάλουν στη δημιουργία ενός κατάλληλου κλίματος με στόχο την επανέναρξη των συνομιλιών.
Πρόκληση αποτελεί επίσης η συνεχιζόμενη αμφισβήτηση του διεθνούς δικαίου από πλευράς της Τουρκίας. Εσχάτως, δε, η επιθετική ρητορική της Άγκυρας έχει λάβει νέες διαστάσεις με αφορμή την εμμονή που επιδεικνύουν ανώτατοι Τούρκοι αξιωματούχοι στο εντελώς παράλογο και ανυπόστατο αίτημα περί αποστρατιωτικοποίησης των νησιών, σε συνάρτηση με την ανοιχτή αμφισβήτηση της κυριαρχίας τους. Ταυτόχρονα, η γειτονική μας χώρα θα πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι ουδείς νομιμοποιείται να μετέρχεται απειλές χρήσης βίας για να αξιώνει την απεμπόληση κυριαρχικών δικαιωμάτων, όπως αυτά ορίζονται στο διεθνές δίκαιο, συμπεριλαμβανομένου του δικαίου της θάλασσας. Η Ελλάδα θα συνεχίσει να τάσσεται υπέρ του διαλόγου με τη γειτονική χώρα. Ταυτόχρονα, θα συνεχίσει να υπογραμμίζει την ανάγκη σεβασμού του διεθνούς δικαίου στην Ανατολική Μεσόγειο αλλά και του κυριαρχικού δικαιώματος της Κυπριακής Δημοκρατίας στην αξιοποίηση των πλουτοπαραγωγικών της πηγών. Μαζί με την Κύπρο θα συνεχίσουμε να αντιμετωπίζουμε από κοινού προκλήσεις και απειλές, προτάσσοντας την αταλάντευτη προσήλωσή μας στην ακεραιότητα, κυριαρχία και ανεξαρτησία της Κυπριακής Δημοκρατίας και ευρισκόμενοι σε διαρκή συνεργασία και πλήρη συντονισμό σε όλα τα επίπεδα, διμερώς, στο πλαίσιο της Ε.Ε. καθώς και διεθνώς. Σε περιφερειακό επίπεδο, δε, θα συνεχίσουμε να ενισχύουμε τα τριμερή σχήματα συνεργασίας, τα οποία λειτουργούν ως πολλαπλασιαστές διπλωματικής ισχύος. Παράλληλα, όταν Ελλάδα και Κύπρος βρίσκονται απέναντι σε λογικές αναθεωρητισμού και επεκτατισμού, είναι θεμιτό και απαραίτητο να διαθέτουν αποτρεπτική ισχύ.
Ελληνίδες και Έλληνες της Κύπρου,
Όπως ανέφερα εισαγωγικώς, ο εορτασμός της επετείου της Επανάστασης του 1821 αποτελεί πάντοτε ευκαιρία αναστοχασμού και εξαγωγής χρήσιμων συμπερασμάτων. Εν συγκρίσει με το παρελθόν, Ελλάδα και Κύπρος διανύουν μια σχετικά μακρά περίοδο ευημερίας, η οποία όμως δημιουργεί και υποχρεώσεις. Την υποχρέωση να επενδύσουμε εν καιρώ ειρήνης σε όλους εκείνους τους τομείς που οι αγωνιστές του ’21 δεν είχαν την πολυτέλεια να ασχοληθούν εν καιρώ πολέμου, προεξαρχούσης της Παιδείας. Εξάλλου, εάν κάτι συνέβαλε καθοριστικά στην επιβίωση των Ελλήνων κατά τις περιόδους σκλαβιάς ήταν η διατήρηση της πίστης τους, με σημείο αναφοράς το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αλλά και της γλώσσας τους. Ή όπως τόσο εύγλωττα παρατήρησε ο Γιώργος Σεφέρης στη γνωστή του ομιλία στη Στοκχόλμη τον Δεκέμβριο του 1963, «Είναι μικρός ο τόπος μας αλλά η παράδοσή του είναι τεράστια και το πράγμα που τη χαρακτηρίζει είναι ότι μας παραδόθηκε χωρίς διακοπή. Η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ της να μιλιέται. Δέχθηκε τις αλλοιώσεις που δέχεται κάθε τι ζωντανό, αλλά δεν παρουσιάζει κανένα χάσμα».
Εύχομαι σε όλους Χρόνια Πολλά.