Το Ανώτατο απέρριψε έφεση Τουρκοκύπριου πολίτη εναντίον απόφασης πρωτόδικου δικαστηρίου, σε σχέση με την περιουσία του στην Πάφο, καθώς όπως διαφάνηκε ενώ είχε αποταθεί στις αρμόδιες Αρχές για να ενημερωθεί σχετικά με την περιουσία του, εντούτοις δεν είχε πρώτα υποβάλει αίτημα στον Υπουργό Εσωτερικών για παραβίαση δικαιώματος που κατοχυρώνει η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, όπως προβλέπει ο περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών νόμος.
Η αγωγή αφορούσε την περιουσία του πολίτη στην Πάφο, η οποία είχε απαλλοτριωθεί το 1994 και μέρος της (έκταση 13.824 τμ) χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή του αεροδρομίου Πάφου.
Συγκεκριμένα, το Ανώτατο έκρινε στην απόφασή του ημερομηνίας 30 Δεκεμβρίου, 2020, ότι η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 6Α της σχετικής νομοθεσίας, το οποίο αναφέρεται στο δικαίωμα κάποιου του οποίου απορρίπτεται αίτημα από τον Υπουργό να προσφύγει στο Επαρχιακό Δικαστήριο με αγωγή κατά της Δημοκρατίας και του Κηδεμόνα για παραβίαση δικαιώματος που κατοχυρώνει η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών δεν είχε ακολουθηθεί.
«Καθίσταται σαφές, από τις πιο πάνω πρόνοιες, ότι η τήρηση της διαδικασίας που προβλέπεται, ειδικά, στο εδάφιο (2), δηλαδή η υποβολή σχετικού αιτήματος στον Υπουργό Εσωτερικών και η απόρριψή του, συνιστά απαραίτητη προϋπόθεση, προκειμένου να είναι επιτρεπτή η προσφυγή ενώπιον Επαρχιακού Δικαστηρίου, με την έγερση της κατάλληλης αγωγής προς τον πιο πάνω σκοπό», αναφέρεται.
«Σε περίπτωση μη τήρησης της συγκεκριμένης διαδικασίας, το Επαρχιακό Δικαστήριο στερείται, ουσιαστικά, εξουσίας να επιληφθεί τέτοιας αγωγής», σημειώνεται.
Συγκεκριμένα, συνεχίζει η απόφαση, στο δικόγραφο αναφέρεται, σχετικά, ότι: «Κατά ή περί την 19 Απριλίου 2010 και 7 Ιουλίου 2010 ο Ενάγοντας κοινοποίησε επιστολή προς τους Εναγομένους 1 (διά της οποίας ζητούσε να πληροφορηθεί το καθεστώς κατοχής και χρήσης των περιουσιών του».
Στη συνέχεια, «στις παραγράφους 10 και 11 των λεπτομερειών, αναφέρεται ότι αυτός ενημερώθηκε από την εναγομένη 1 για την κατάσταση αναφορικά με την περιουσία. Τέλος, η εικόνα συμπληρώνεται με την αναφορά, στην παράγραφο 12 των λεπτομερειών, ότι ο εφεσείων, με επιστολή του ημερομηνίας 13.12.2010, “επεφύλασσε όλα τα δικαιώματα του, για την παράνομη διάθεση του ακινήτου του και την παράνομη χρήση και εκμετάλλευση του”».
«Ο εφεσείων, στην έκθεση απαίτησής του, δεν αναφέρει, πέραν των πιο πάνω ισχυρισμών, να είχε απευθύνει προς τον εφεσίβλητο 2 (ΥΠΕΣ) οποιοδήποτε αίτημα σε σχέση με διεκδικήσεις του αναφορικά με την περιουσία, όπως προνοείται στο άρθρο 6Α του Νόμου», προστίθεται.
Συγκεκριμένα, διευκρινίζεται, «δεν επικαλείται, στην εν λόγω επιστολογραφία, παραβίαση οποιουδήποτε δικαιώματός του, το οποίο κατοχυρώνεται από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, ούτε αξιώνει την απόδοση σε αυτόν οποιασδήποτε θεραπείας σε σχέση με την περιουσία».
Το Ανώτατο Δικαστήριο συμφώνησε με την ορθότητα της κατάληξης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «ο ενάγων εγείρει μεν θέμα παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του, αλλά δεν φαίνεται να τήρησε την προϋπόθεση που επιτάσσει το ΄Αρθρο 6Α για υποβολή πρώτα αιτήματος στον Υπουργό. Οι επιστολές στις οποίες γίνεται αναφορά στην Έκθεση Απαίτησης αφορούν σε άλλα θέματα. Επομένως θεωρώ αβάσιμη και/ή πρόωρη την αντίστοιχη απαίτηση του».
Την ίδια ώρα σημειώνεται «πως, με την πιο πάνω κατάληξη, αφήνεται ανοικτό το ενδεχόμενο ο εφεσείων, αφού ικανοποιήσει τις απαιτήσεις του άρθρου 6Α, να επανέλθει με νέα αγωγή».