Με τις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού να δέχονται μεγάλες πιέσεις, προκύπτουν σοβαρές ανησυχίες σχετικά με την ετοιμότητα της Ευρώπης να επιταχύνει τη στροφή της προς τις τεχνολογίες ανανεώσιμων πηγών ενέργειας – όπως ανεμογεννήτριες και φωτοβολταϊκά συστήματα, οι οποίες χρειάζονται μεγάλες ποσότητες ορυκτών πρώτων υλών για να
αναπτυχθούν.
Σε ό,τι αφορά στις πηγές προέλευσης των πρώτων υλών, η βιομηχανία και η οικονομία της Ευρώπης είναι σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένες από τις διεθνείς αγορές. Σήμερα οι κρίσιμες πρώτες ύλες, κατά κύριο λόγο εξορύσσονται σε τρίτες χώρες, οι οποίες προμηθεύουν και την Ευρώπη. Παρότι η ΕΕ διαθέτει κάποια εγχώρια παραγωγή για συγκεκριμένες κρίσιμες πρώτες ύλες, εξακολουθεί να είναι εξαρτημένη από τις εισαγωγές.
Οι κίνδυνοι που συνδέονται με τη συγκέντρωση της παραγωγής επιδεινώνονται – σε πολλές περιπτώσεις – από τα χαμηλά ποσοστά υποκατάστασης και ανακύκλωσης.
Επιπλέον, οι επιπτώσεις της πανδημίας και ιδίως η αποδιοργάνωση των παγκόσμιων αλυσίδων εφοδιασμού, καθώς και ο πόλεμος στην Ουκρανία, ανάγκασαν την Ευρώπη να επανεξετάσει τις πολιτικές της για την προμήθεια κρίσιμων πρώτων υλών με στόχο τη μείωση της εξάρτησής της από τρίτες χώρες και τη διασφάλιση αξιόπιστης πρόσβασης σε ορυκτά και άλλα στοιχεία, τα οποία είναι απαραίτητα για τη μετάβαση στην καθαρή ενέργεια.
Τον Σεπτέμβριο του 2022, η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκή Επιτροπής, Ursula von der Leyen ανακοίνωσε την Ευρωπαϊκή Πράξη για τις Κρίσιμες Πρώτες Ύλες, η οποία έχει ως στόχο να διασφαλίσει την πρόσβαση της Κοινότητας στις απαραίτητες πρώτες ύλες που θα της επιτρέψουν να πετύχει τους στόχους της, καθώς και να καταστεί η πρώτη κλιματικά ουδέτερη ήπειρος στον κόσμο.
Μεταξύ άλλων, σκοπός της πράξης νομοθετικού περιεχομένου, η οποία θα συζητηθεί στις 8 Μαρτίου 2023, είναι η υλοποίηση έργων στρατηγικής σημασίας σε όλη την αλυσίδα εφοδιασμού, από το στάδιο της εξόρυξης έως την μεταποίηση και από την επεξεργασία μέχρι την ανακύκλωση, δημιουργώντας έτσι στρατηγικά αποθέματα για πρώτες ύλες, η προσφορά των οποίων βρίσκεται σε χαμηλά επίπεδα.
Το νέο σχέδιο δράσης θα προωθήσει μια κοινή αντίληψη αναφορικά με το ποιες κρίσιμες πρώτες ύλες είναι στρατηγικής σημασίας τόσο για τη διττή μετάβαση της Ευρώπης σε μια πράσινη και ψηφιακή οικονομία, όσο και για τις αμυντικές της ανάγκες. Θα λαμβάνονται υπόψη η οικονομική τους σημασία, η συγκέντρωση της προσφοράς, οι στρατηγικές εφαρμογές και τα προβλεπόμενα κενά στον εφοδιασμό.
Επιπλέον, θα καθορίσει τα απαραίτητα στοιχεία για την ανάπτυξη των τεχνολογιών που σχετίζονται με την Πράσινη Συμφωνία, καθώς και συγκεκριμένα στρατηγικά έργα, τα οποία θα χρηματοδοτηθούν από ιδιωτικούς ή δημόσιους πόρους.
Οι εθνικές αρμοδιότητες και εξουσίες δεν επηρεάζονται από την πράξη, όμως τα κράτη μέλη μάλλον θα υποχρεωθούν να δώσουν προτεραιότητα σε έργα στρατηγικής σημασίας. «Η Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου για τις Κρίσιμες Πρώτες Ύλες αποτελεί ένα φιλόδοξο σχέδιο καθώς και μια ευκαιρία για την Ευρώπη να καλύψει το χαμένο έδαφος στον παγκόσμιο αγώνα δρόμου για την εξασφάλιση κρίσιμων μετάλλων και ορυκτών», ανέφερε ο κ. Μαρκ Ραχωβίδης, Πρόεδρος της κυπριακής μεταλλευτικής εταιρείας, Venus Minerals. «Ως μια χώρα με σημαντικά αποθέματα χαλκού, η Κύπρος μπορεί επίσης να επωφεληθεί από αυτή την εξέλιξη, καθώς η πρωτοβουλία μπορεί να συμβάλει στη μείωση του ρίσκου υλοποίησης νέων έργων, μέσα από ένα ειδικό χρηματοδοτικό εργαλείο», πρόσθεσε.
«Το νέο σχέδιο δράσης της ΕΕ μπορεί επίσης να συμβάλει στις προσπάθειες της Κύπρου να αξιοποιήσει νέες τεχνολογίες για την ανάκτηση σημαντικών μετάλλων από μεταλλευτικά απόβλητα που δημιουργήθηκαν προ δεκαετιών, ενισχύοντας παράλληλα την προσπάθεια αποκατάστασης των εγκαταλελειμμένων ορυχείων που βρίσκονται σε διάφορα σημεία του
νησιού», σημείωσε.
Ο κ. Ραχωβίδης κατέληξε ότι "η απομάκρυνση ιστορικών εξορυκτικών αποβλήτων μπορεί επίσης να αποδεσμεύσει κομμάτια γης, που θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν για υπαίθριες και ψυχαγωγικές δραστηριότητες καθώς και για βιομηχανικές, αστικές και εμπορικές αναπτύξεις».