Διανύουμε ήδη τον 7ο μήνα μιας απρόσμενης, εξωγενούς, και τεραστίων διαστάσεων υγειονομικής κρίσης, η οποία ανέκοψε την αναπτυξιακή δυναμική μιας πορείας έξι χρόνων για την κυπριακή οικονομία, με ψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και πτωτική ανεργία. Μια διεθνή κρίση που έπληξε ολόκληρο τον πλανήτη και αναπόφευκτα, δεν θα μπορούσε να αφήσει αλώβητη την κυπριακή οικονομία.
Οι συνέπειες όμως θα ήταν ήδη ασύγκριτα μεγαλύτερες, αν η Κυβέρνηση από την πρώτη στιγμή δεν είχε ενεργήσει με προνοητικότητα και αποφασιστικότητα, και στη βάση ενός ολοκληρωμένου προγράμματος αντιμετώπισης της κρίσης και μετριασμού των επιπτώσεων στον ελάχιστο δυνατό βαθμό.
Σχεδιάσαμε και εφαρμόσαμε ένα συνεκτικό και ολοκληρωμένο πρόγραμμα, κάνοντας στοχευμένες και συμπληρωματικές παρεμβάσεις σε όλο το εύρος της κοινωνίας και της οικονομίας. Παρεμβάσεις που στήριξαν το διαθέσιμο εισόδημα των εργαζομένων και των ευάλωτων ομάδων του πληθυσμού, τις επιχειρήσεις αλλά και τον ζωτικό τομέα της υγείας, δημιουργώντας έτσι ένα ισχυρό «δίκτυ κοινωνικής προστασίας».
Συγκεκριμένα, σε τρεις διαφορετικές φάσεις, τέθηκαν σε εφαρμογή 60 περίπου σχέδια στήριξης που αφορούσαν πέντε κύριες κατηγορίες: Την προστασία του εισοδήματος των εργαζομένων, τη στήριξη ειδικών και ευάλωτων ομάδων του πληθυσμού, τη στήριξη του τομέα της υγείας, μέτρα για στήριξη των δανειοληπτών, και μέτρα και σχέδια γενικής φύσεως για στήριξη των επιχειρήσεων.
Στην προσπάθειά μας αξιοποιήσαμε και όλα τα διαθέσιμα εργαλεία τα οποία μας προσφέρει η Ευρωπαϊκή Ένωση – κάτι για το οποίο είχαμε διαβεβαιώσει από την αρχή της κρίσης.
Ενδεικτικά, θα αναφερθώ στην αξιοποίηση του εργαλείου “SURE”, ένα εργαλείο το οποίο θα προσφέρει χρηματοδοτική στήριξη υπό μορφή χορηγουμένων δανείων στα κράτη μέλη για σχέδια προς αντιμετώπιση της ανεργίας και τους κινδύνους στην αγορά εργασίας λόγω της κρίσης του Covid 19.
Με την έγκαιρη δράση και σχεδιασμό μας, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συμπεριέλαβε την Κύπρο στην πρώτη ομάδα 15 κρατών μελών για το σχέδιο SURE. Τα σχέδια τα οποία υποβλήθηκαν από τα κράτη μέλη κυμαίνονται από ένα μέχρι οκτώ σχέδια ανά κράτος μέλος, με μέσο όρο τα πέντε σχέδια. Η Κύπρος, μαζί με μόνο άλλα τρία κράτη μέλη έτυχε έγκρισης από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή του μέγιστου αριθμού σχεδίων, δηλαδή οκτώ, κάτι το οποίο καταδεικνύει τόσο το εύρος όσο και τη στόχευση ενός έγκαιρου κυβερνητικού σχεδιασμού.
Είναι, επίσης, αξιοσημείωτο ότι το ύψος των δανείων του εργαλείου SURE, ως ποσοστό του ΑΕΠ ανά κράτος μέλος, κυμαίνεται από 0,5% έως 2% του ΑΕΠ. H Κύπρος, μαζί με άλλα μόνο δύο κράτη μέλη θα λάβουν το υψηλότερο ποσοστό δανείου, δηλαδή από 2% του δικού τους ΑΕΠ.
Μέσω του μηχανισμού αυτού, η Κύπρος αναμένεται να ωφεληθεί σημαντικά λαμβάνοντας υπόψη ότι η μέγιστη διάρκεια δανείων θα είναι 15 χρόνια, και με πολύ χαμηλότερο επιτόκιο από ότι θα μπορούσε να δανειστεί η Κύπρος.
Η αποτελεσματικότητα της κυβερνητικής πολιτικής, σε σχέση και με άλλες χώρες, είναι κάτι που σήμερα αναγνωρίζεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αλλά και από τους οικονομικούς δείκτες ή τις προβλέψεις της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Για παράδειγμα, σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία που ανακοίνωσε η Eurostat πριν λίγες μέρες, το ποσοστό ανεργίας στην Κύπρο τον Ιούλιο όχι μόνο δεν αυξήθηκε σε σχέση με πέρσι αλλά ήταν οριακά μειωμένο, σημειώνοντας από τις καλύτερες επιδόσεις μεταβολής της ανεργίας σε επίπεδο ΕΕ.
Αυτό όμως δεν οδηγεί σε εφησυχασμό. Από την πρώτη στιγμή δηλώσαμε ως Κυβέρνηση ότι στις πρωτόγνωρες αυτές συνθήκες που βιώνουμε η οικονομική πολιτική διαχείρισης της κρίσης θα έπρεπε να ήταν ευέλικτη και μεταλλασσόμενη ανάλογα και με τις συνθήκες τις πανδημίας, λαμβάνοντας πάντα υπόψιν και τις δυνατότητες του κράτους και των δημοσίων οικονομικών. Ότι θα εξαντλήσουμε τα περιθώριά μας χωρίς όμως να διακινδυνεύσουμε την οικονομία, και λαμβάνοντας υπόψη το αβέβαιο περιβάλλον που δημιούργησε η πανδημία.
Είναι σε αυτό το πλαίσιο, που έχοντας αναλύσει εκτενώς τις συνθήκες που επικρατούν σήμερα στην οικονομία, και με πλήρη σεβασμό στα εργασιακά θέσμια και τον κοινωνικό διάλογο, η Υπουργός Εργασίας θα ανακοινώσει αμέσως μετά τους σχεδιασμούς μας για τους επόμενους μήνες όσον αφορά τη στήριξη των εργαζομένων, αλλά και νέες ρυθμίσεις που αφορούν την αγορά εργασίας.
Όσον αφορά τον καταρτισμό της μελλοντικής οικονομικής πολιτικής μας, θα πρέπει σε συνδυασμό με την οικονομική ευελιξία που επιδείξαμε στο παρελθόν για στήριξη της οικονομίας, να λάβουμε επίσης πολύ σοβαρά υπόψη και το μακροοικονομικό περιβάλλον, ώστε οποιεσδήποτε αποφάσεις μας να μη θέσουν σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών, τα οποία και βρίσκονται υπό δοκιμασία.
Με βάση τα πιο πρόσφατα μακροοικονομικά στοιχεία, η ύφεση κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2020 (περίοδος που εφαρμόστηκε το lockdown και τα περιοριστικά μέτρα) ανήλθε στο 11.9% ενώ για το πρώτο εξάμηνο η ύφεση ανήλθε στο 5.5%. Λαμβάνοντας υπόψη αυτά τα δεδομένα, η πρόβλεψή μας δεν διαφοροποιείται σε σχέση με την πρόβλεψη του περασμένου Απριλίου, δηλαδή παραμένει το βασικό σενάριο για συρρίκνωση του ΑΕΠ κοντά στο 7%, παρά το ότι ο τουρισμός κινείται στη βάση του χείριστου σεναρίου.
Σε σχέση με την κατανάλωση, κατά το 1ο εξάμηνο του 2020, η ιδιωτική κατανάλωση παρουσίασε μείωση 2.5%, ενώ η δημόσια κατανάλωση αύξηση 16.9% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2019. Συνολικά, η κατανάλωση παρουσίασε αύξηση 1.3%, συγκρατώντας τις οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας.
Στην αγορά εργασίας, το ποσοστό ανεργίας κατά το πρώτο εξάμηνο παρουσίασε οριακή μόνο αύξηση στο 7.1% του εργατικού δυναμικού σε σχέση με 6.7% κατά την αντίστοιχη περσινή περίοδο, αποδεικνύοντας ότι οι πολιτικές που εφάρμοσε η Κυβέρνηση για συγκράτηση των απολύσεων, υπήρξαν σε μεγάλο βαθμό αποτελεσματικές.
Σε σχέση με τα δημόσια οικονομικά, κατά το πρώτο εξάμηνο του 2020, το δημοσιονομικό ισοζύγιο διαμορφώθηκε σε -4% του ΑΕΠ σε σχέση με την προ του Covid πρόβλεψη για πλεόνασμα 1.1% του ΑΕΠ. Αυτό συνεπάγεται επιδείνωση της τάξης του €1 δις για το πρώτο μισό του έτους, η οποία δεν επήλθε μόνο από τις αυξημένες δαπάνες, αλλά και την απώλεια εσόδων. Είναι μια εξέλιξη απολύτως φυσιολογική και αναμενόμενη που δεν παρεκκλίνει από τις προβλέψεις ή τους σχεδιασμούς μας. Υπενθυμίζω ότι η επίσημη πρόβλεψη της Κυβέρνησης τον Απρίλιο, η οποία κατατίθεται και επίσημα στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο πλαίσιο του Προγράμματος Σταθερότητας και αφορά το δημοσιονομικό ισοζύγιο, κάνει λόγο για έλλειμμα της τάξης του 4,3%.
Είναι σημαντικό, επίσης, να τονισθεί ότι λόγω του δανεισμού που πραγματοποιήθηκε προκειμένου να ενισχυθούν τα ρευστά διαθέσιμα του κράτους, το δημόσιο χρέος έχει ανέλθει ήδη στο 120% του ΑΕΠ, σε σύγκριση με 95,5% στο τέλος του 2019. Για ολόκληρο το 2020, αναμένεται να κυμανθεί στο 116,8% του ΑΕΠ.
Λαμβάνοντας τα πιο πάνω υπόψη, θα ήθελα να τονίσω το γεγονός ότι το ύψος του δημόσιου χρέους είναι τέτοιο, που επιβάλλει να τεθεί εκ νέου σε μια πτωτική πορεία, η οποία θα διασφαλίζει την αξιοπιστία της Κύπρου στο εξωτερικό και όσον αφορά τους οίκους αξιολόγησης.
Η διασφάλιση μιας υγιούς δημοσιονομικής πολιτικής και η θωράκιση της δημόσιας οικονομίας, είναι απόλυτα επιβεβλημένη, ώστε το επόμενο διάστημα να μην απειληθεί η εκτέλεση του προϋπολογισμού ή οι επωφελείς κοινωνικές ή αναπτυξιακές πολιτικές που εφαρμόσαμε τα περασμένα χρόνια.
Ως εκ τούτου, είναι προφανές ότι οι επόμενοι μήνες θα είναι κρίσιμοι και συνεπώς η δημοσιονομική πολιτική, δεν μπορεί πλέον να είναι τόσο επεκτατική όσο ήταν κατά την προ της κρίσης περίοδο.
Ταυτόχρονα, θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι η αβεβαιότητα σε σχέση με την εξέλιξη της πανδημίας και τις επιπτώσεις στην οικονομία παραμένει, όχι μόνο σε εθνικό αλλά σε παγκόσμιο επίπεδο. Κατ’ επέκταση η πορεία της κυπριακής οικονομίας – μιας ιδιαίτερα ανοικτής οικονομίας λόγω και του τουρισμού – θα εξαρτηθεί και από την εξέλιξη της παγκόσμιας οικονομίας, όπως και την αντιμετώπιση της πανδημίας του κορωνοϊού στις άλλες χώρες.
Το επόμενο χρονικό διάστημα θα πρέπει να διασφαλίσουμε ως μέρος της πορείας ανάκαμψης, τη βέλτιστη συμμετοχή μας στα προγράμματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδιαίτερα στο Ταμείο Ανάκαμψης. Θα πρέπει, επίσης, να επιμείνουμε στην αναθεώρηση του αναπτυξιακού μας μοντέλου, μια διαδικασία η οποία ήδη βρίσκεται εν εξελίξει σε συνεργασία με το Συμβούλιο Οικονομίας και Ανταγωνιστικότητας, καθώς και την επαναφορά μεταρρυθμίσεων.
Σε σχέση με το Ταμείο Ανάκαμψης της Ε.Ε, το οποίο αποτελεί την απάντηση της ΕΕ στην προσπάθεια ανάκαμψης στην μετά τον κορωνοϊό εποχή, είναι ένα ταμείο το οποίο έχει ως φάρο τις επόμενες γενεές – γι’ αυτό άλλωστε φέρει τον τίτλο «Επόμενη Γενιά ΕΕ» – μέσω του οποίου η Κύπρος έχει τη δυνατότητα άντλησης κονδυλίων ύψους 1,1 δισεκατομμυρίων ευρώ για επανεκκίνηση της οικονομίας και την υλοποίηση μεταρρυθμίσεων.
Η αξιοποίηση του εργαλείου αυτού έχει ιδιαίτερη σημασία, δεδομένου ότι τα κονδύλια αυτά θα υποκαταστήσουν τα επόμενα χρόνια δαπάνες του προϋπολογισμού, υποβοηθώντας στην ουσία το δημοσιονομικό ισοζύγιο της χώρας. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται, επίσης, στο γεγονός ότι τα κονδύλια αυτά θα δοθούν κάτω από αυστηρά χρονοδιαγράμματα και ορόσημα αλλά και αυστηρές προϋποθέσεις, όπως μεταρρυθμίσεις η οποίες προτείνονται από την ίδια την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Μεταρρυθμίσεις τις οποίες η χώρα έχει ανάγκη αλλά δεν έχουν επιτευχθεί μέχρι σήμερα, και για καταφέρουμε την βέλτιστη άντληση κονδυλίων δεν θα έχουμε την πολυτέλεια να αγνοήσουμε.
Η έγκριση του Προγράμματος μας για το Ταμείο Ανάκαμψης από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το οποίο στοχεύουμε να ετοιμάσουμε μέχρι τον Οκτώβριο, αλλά και η αποδέσμευση των κονδυλίων, θα εδράζεται στην αυστηρή αξιολόγηση της υλοποίησης των μεταρρυθμίσεων που προβλέπονται στο Εθνικό Μεταρρυθμιστικό Πρόγραμμα.
Για το λόγο αυτό, είναι απαραίτητη και η συνεργασία όλων των κοινοβουλευτικών κομμάτων, για να καταφέρουμε να αυξήσουμε στο μέγιστο δυνατό βαθμό την απορρόφηση των κονδυλίων αυτών.
Καταλήγοντας, και πριν δώσω το λόγο στη συνάδελφο Υπουργό Εργασίας, θα ήθελα να εκφράσω την αισιοδοξία μου ότι συλλογικά, με σκληρή δουλειά αλλά και με πνεύμα συναίνεσης, θα δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις και συνθήκες για μια ισχυρή ανάκαμψη την επόμενη χρονιά, αλλά και για μια υγιή οικονομία μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα.
Σας ευχαριστώ.