Τρι, Νοε 19, 2024

Νομική γνωμάτευση: Εύλογη η μη συμμόρφωση Βουλής στην έρευνα Αστυνομίας για τις διαρροές

Νομική γνωμάτευση: Εύλογη η μη συμμόρφωση Βουλής στην έρευνα Αστυνομίας για τις διαρροές

Η συμμόρφωση με τη διαταγή παρουσίασης εγγράφου, που τέθηκε ενώπιον της Βουλής των Αντιπροσώπων από την Αστυνομία, για διενέργεια ανακρίσεων σε σχέση με τη διαρροή εμπιστευτικών εγγράφων στο «Al Jazeera», δεν είναι συνταγματικά θεμιτή και κατά συνέπεια υφίσταται εύλογη αιτία μη συμμόρφωσης με αυτή, σύμφωνα με τη γνωμοδότηση τριών νομικών προς τη Βουλή για το θέμα.

«Θεωρούμε πως με βάση τα καθορισμένα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης και λαμβάνοντας υπόψη τις αρχές, που τέθηκαν ανωτέρω εντός του πλαισίου θεσμικής προστασίας της λειτουργικής αυτονομίας της Βουλής των Αντιπροσώπων, η συμμόρφωση με την καθορισμένη διαταγή παρουσίασης εγγράφου που τέθηκε ενώπιον της Βουλής των Αντιπροσώπων χωρίς τη συναίνεσή της και χωρίς να έχει δοθεί άδεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου για διενέργεια των συγκεκριμένων ανακριτικών πράξεων, δεν είναι συνταγματική θεμιτή και κατά συνέπεια υφίσταται εύλογη αιτία μη συμμόρφωσης με αυτή», αναφέρεται στο έγγραφο που κατατέθηκε στη Βουλή.

Η συγκεκριμένη γνωμοδότηση φέρει την υπογραφή των δικηγόρων Ανδρέα Σ. Αγγελίδη, Χρίστου Μ. Τριανταφυλλίδη και Αχιλλέα Κ. Αιμιλιανίδη. Από τους δικηγόρους ζητήθηκε από τη Βουλή των Αντιπροσώπων με επιστολή ημερ. 3.9.2020, όπως γνωματεύσουν σε σχέση με ενέργειες της αστυνομίας Κύπρου, που αφορούν σε έρευνα περί των πηγών διαρροής εγγράφων που αφορούν στην πολιτογράφηση αλλοδαπών επιχειρηματιών και επενδυτών στο πλαίσιο του κυπριακού προγράμματος πολιτογραφήσεων. Σημειώνεται ότι για τους σκοπούς της έρευνας υπήρξε κάθοδος τριμελούς κλιμακίου της αστυνομίας στη Βουλή την 1.9.2020. Συγκεκριμένα τριμελές κλιμάκιο προσήλθε στο κτίριο της Βουλής και παρέδωσε στον Γενικό Διευθυντή της επιστολή ζητώντας συγκεκριμένα έγγραφα που έκρινε ως αναγκαία και επιθυμητά σε σχέση με τη διερευνώμενη υπόθεση. Επίσης, επιθυμούσαν όπως λάβουν καταθέσεις από συγκεκριμένους λειτουργούς της Βουλής. Ως νομική βάση για τις ενέργειες αυτές της Αστυνομίας τέθηκε το άρθρο 6 (1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.

Στην ομόφωνη γνωμοδότησή τους οι τρεις νομικοί αναφέρουν ότι τα έγγραφα ζητούνται από τον Γενικό Διευθυντή της Βουλής των Αντιπροσώπων, όχι υπό την προσωπική του ιδιότητα, αλλά από την υπηρεσιακή του ιδιότητα και δεν συναρτώνται με δικές του προσωπικές ενέργειες. Η κατοχή εγγράφων δηλαδή από αυτόν, σημειώνεται, γίνεται υπηρεσιακά εκ μέρους του πολιτειακού θεσμού της Βουλής των Αντιπροσώπων και η ειδοποίηση θα έπρεπε να απευθύνεται στον Πρόεδρο της Βουλής των Αντιπροσώπων.

Αναφέρεται ακόμα ότι τα έγγραφα αφορούν σε φακέλους και έγγραφα που τηρούνται από τη Βουλή σε σχέση με την άσκηση του κοινοβουλευτικού της έργου και κατ’ επέκταση του κοινοβουλευτικού έργου των βουλευτών.

«Τα διερευνώμενα αδικήματα αφορούν, ως φαίνεται από την περιγραφή τους, σε ενέργειες που σχετίζονται με βουλευτές κατά την άσκηση του κοινοβουλευτικού τους έργου ή και των πολιτικών κοινοβουλευτικών τους δραστηριοτήτων, αν και αυτό δεν αναφέρεται πάντως ρητά. Σαφώς αναφέρεται όμως στη Διαταγή της 1.9.2020 στην «περιγραφή εγγράφων», ότι αυτά συνιστούν θέματα που αποτελούν εργασία και αρμοδιότητες της Βουλής των Αντιπροσώπων ως πολιτειακού οργάνου, ενώ έχει γίνει και αναφορά στον Τύπο ότι 18 βουλευτές έλαβαν αντίγραφα των διαβιβασθέντων», αναφέρεται.

Προστίθεται ότι η βουλευτική ασυλία έχει νομολογηθεί ότι καλύπτει και το ανακριτικό έργο στην ευρεία του διάσταση και αν οι υφιστάμενες αποφάσεις αφορούν σε λήψη ανακριτικής κατάθεσης και εδώ δεν κατονομάζονται βουλευτές, τα γεγονότα είναι ιδιόμορφα και φαίνεται η ανάκριση να αφορά την ενδεχόμενη διάπραξη ποινικών αδικημάτων από βουλευτές.

Επίσης αναφέρεται ότι η Αστυνομία ενεργεί πάντοτε, ως έχει νομολογηθεί, ως προέκταση της εκτελεστικής εξουσίας και εν προκειμένω τα διερευνώμενα αδικήματα είναι στενά συνδεδεμένα με την άσκηση πολιτικών δραστηριοτήτων και του κοινοβουλευτικού έργου.

Σημειώνεται επίσης ότι το ζήτημα άπτεται τη θεσμικής προστασίας της λειτουργικής αυτονομίας της Βουλής των Αντιπροσώπων σε ένα δημοκρατικό κράτος δικαίου και διάκρισης των εξουσιών και σχετίζεται με τις δικαιοπολιτικές εγγυήσεις συνταγματικής ανεξαρτησίας της Βουλής έναντι της εκτελεστικής εξουσίας, ενώ υπάρχει ανακριτική διαδικασία η οποία αφορά σε βουλευτές που διεξάγεται σε πρόσωπα που ενεργούν υπό την υπηρεσιακή τους ιδιότητα εκ μέρους του πολιτειακού οργάνου που καλείται Βουλή των Αντιπροσώπων.

ΠΗΓΗ: ΚΥΠΕ

Listen Live