*Tο παρόν άρθρο δημοσιεύεται με αφορμή τη συμπλήρωση 109 χρόνων από την Απελευθέρωση των Ιωαννίνων από τον Οθωμανικό ζυγό ( 21 Φεβρουαρίου 1912 ).
Ο Χριστόδουλος Σώζος γεννήθηκε στη Λεμεσό το 1872. Πατέρας του ήταν ο Σώζος Λοϊζου και μητέρα του η Μαρία Χ. Χατζηπαύλου. Ο πατέρας του πολέμησε ως εθελοντής στην Κρήτη το 1866 και ο παππούς του Αντώνης Ιακώβου Λοϊζου, νεαρός μετέβη στην Ελλάδα και υπηρέτησε υπό τον Φαβιέρο, κατά δε τη μάχη της ακρόπολης πληγώθηκε στο χέρι.
Ο Σώζος σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών νομικά (1888-1892). Όταν επέστρεψε στην Κύπρο εργάστηκε ως δικηγόρος στην Κερύνεια (1892-1894), κατόπιν στο Κτήμα (1894-1898) και από το 1898 και εξής συνεχώς στη Λεμεσό μέχρι το θάνατο του. Ως φοιτητής ήταν συνεργάτης της εφημερίδας ¨Ακροπόλης¨των Αθηνών, από όπου έστελνε ανταποκρίσεις στην εφημερίδα “Ένωσις” της Λάρνακας. Την ίδια περίπου περίοδο, μυήθηκε στην Εθνική Εταιρεία, με τον πρόεδρο της οποίας φαίνεται ότι αλληλογραφούσε. Παντρεύτηκε την εκ Λευκωσίας Ερμιόνη Ιωάννου Ζαχαριάδη, μεγαλέμπορου με την οποία απέκτησαν ένα γιο. Ήταν μέλος του Νομοθετικού Συμβουλίου (1901-1906, 1907-1911).
Μελετούσε τη βρετανική νομοθεσία και τη σύγχρονη ιστορία της Αγγλίας, καταφέρνοντας έτσι να φέρνει σε δύσκολη θέση την αποικιακή κυβέρνηση της Κύπρου. Ήταν ο πρώτος που άσκησε συστηματική και ουσιαστική αντιπολίτευση εναντίον των Βρετανών εντός της Βουλής, κερδίζοντας και τον σεβασμό τους. Μετέβη για επτά μήνες με δικά του έξοδα στο Λονδίνο όπου εργάστηκε κοντά σε αγγλικούς πολιτικούς κύκλους υπέρ των κυπριακών συμφερόντων (1906), καθώς και επί τρίμηνο αργότερα στην ίδια πόλη για τον ίδιο σκοπό (1912). Ήταν μέλος Εκτελεστικού Συμβουλίου (1911-1912) και έφορος Ελληνικών Εκπαιδευτηρίων Λεμεσού. Ακόμη, ήταν εκ των ιδρυτών του Λαϊκού Ταμιευτηρίου Λεμεσού (1901), (μετέπειτα Λαϊκή Τράπεζα Κύπρου). Ακόμη, συνέβαλε σημαντικά στη δημιουργία της πρώτης καθαρά κυπριακής πλοιοκτήτριας–ναυτιλιακής εταιρείας, της Ατμοπλοϊκής Εταιρείας Λεμεσού (1905-06).
Με το ξέσπασμα των Βαλκανικών Πολέμων και όντας εν ενεργεία Δήμαρχος Λεμεσού, μεταβαίνει στην Ελλάδα και κατατάσσεται στον ελληνικό στρατό ως εθελοντής. Παρά την πρόταση του Βενιζέλου να τον τοποθετήσει στο Επιτελείο στην Αθήνα, αρνείται και απαιτεί να σταλεί ως απλός στρατιώτης στην πρώτη γραμμή του μετώπου. Κατετάγη στο Α’ Σύνταγμα Πεζικού του Διαδόχου.
Στις μάχες για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων, (Μάχη του Μπιζανίου), πέφτει ηρωικά μαχόμενος από τούρκικο βόλι στις 6 Δεκεμβρίου 1912, στο ύψωμα Προφήτης Ηλίας. Με τη θυσία του γίνεται ο πρώτος και μόνος Δήμαρχος σε ολόκληρο τον ελληνισμό που πέφτει μαχόμενος σε μάχη ως απλός στρατιώτης. Η πόλη των Ιωαννίνων σε ένδειξη ευγνωμοσύνης για τη θυσία του στην απελευθέρωση της, έδωσε το όνομα του σε δρόμο της ενώ έστησε και προτομή του στις όχθες της ιστορικής λίμνης της.
Ολόκληρη η Κύπρος και η Ελλάδα έκλαψε τον Χριστόδουλο Σώζο. Το άγγελμα του θανάτου του συντάραξε τον απανταχού ελληνισμό, που όμως δεν ντύθηκε στα μαύρα. Οι
Λεμεσιανοί φόρεσαν τα γιορτινά τους και βγήκαν στις πλατείες πανηγυρίζοντας, με τραγούδια και παιάνες για να τιμήσουν, όπως άξιζε, τον λεβέντη ήρωα της πόλης, που έως
σήμερα ζεί και δοξάζεται, άφθαρτος και ολοζώντανος στις καρδιές όλων των δημοτών της Λεμεσού.
Πιο θαυμαστό μνημείο της μνήμης και της αρετής του παραμένει, ίσως, το ποίημα που έγραψε για το θάνατο του, ο φίλος του και πολλά ευεργετηθείς από αυτόν, ο εθνικός ποιητής της Κύπρου, Βασίλης Μιχαηλίδης.
ΕΙΣ ΤΟΝ ΗΡΩΪΚΩΣ ΠΕΣΟΝΤΑ ΧΡ. ΣΩΖΟΝ
Τζαί πκοια μάνα, Χριστόδουλε, στο μνήμαν σοονά κλάψει;
Πκοια μάνα την καντήλαν σου εννά ‘ρτει να την άψει;
Τζαι πκοια κοπέλλα λίβανον εννά ‘ρτει να καπνίσει,
το μνήμα σου τριαντάφυλλα τζι αθθούς να το ραντίσει;
Πκοιά λυερή το Σάββατον στους λας εννα θωρκέται
γονατιστή στο μνήμαν σου να πικρανακαλιέται;
Αχ! Σώζο, επολέμησες μιάλην να δης Ελλάδαν
η δάφνη έσσει μυρωδκιάν αμμά ‘σσει τζαι πικράδαν.
Έσσει παντού η δάφνη σου τους τόπους μυρισμένους,
αμμά εμάς η πίκρα της έσσει μας ψατζιεμένους.
Συγχώρα μου που άρκησα τραούδιν να σου γράψω
εν ηξέρω το μνήμα σου, να ‘ρτω τζαι τζει να κλάψω*.