Αιματηρή σύγκρουση μεταξύ δυνάμεων της Εθνικής Φρουράς και Τουρκοκυπρίων στο χωριό Κοφίνου της επαρχίας Λάρνακας στις 15 Νοεμβρίου 1967.
Το "μοιραίο επεισόδιο" για τα όσα συνέβηκαν στην συνέχεια στην Κύπρο είναι αυτό της Κοφίνου. Ανακοίνωση της Κυπριακής Κυβέρνησης που εκδόθηκε στις 15 Νοεμβρίου 1967 ανέφερε: "Περίπολος της αστυνομίας, η οποίαν ήρχισεν από της προηγούμενης περιπολίαν επί του δρομολογίου Σκαρίνου-Αγ.Θεοδώρου, προσεβλήθη την 2.30μ.μ. δια πυρών βαρέων όπλων, ήτοι όλμων, μπαζούκας και πολυβόλων, υπό Τουρκοκυπρίων κατεχόντων τα υψώματα Αγ.Θεοδώρου και Κοφίνου...Εκ των υψωμάτων της Κοφίνου προσεβλήθησαν υπό των Τορκοκυπρίων και ο αστυνομικός σταθμός Σκαρίνου και τα επί του εκεί υψώματος τμήμτα της Εθνικής Φρουράς...Παραλλήλως οι Τουρκοκύπριοι του χωριού Αγ.Θεοδώρου ήνοιξαν σφοδρόν πυρ κατά των εντός του χωρίου ευρισκομένων αστυνομικών...Κατόπιν των ανωτέρω ενεργειών και γενικεύσεως των πυρών των Τουρκοκυπρίων εκ των χωρίων Κοφίνου-Αγ,Θεοδώρου και των πέριξ αυτών υψωμάτων, η Εθνική Φρουρά ηναγκάσθη να επέμβη, δια να προστατεύση την Αστυνομίαα και τα βαλλόμενα τμήματα της. Κατά την ενέργειαν των αυτήν οι εθνοφρουροί αντιμετώπισαν σφοδρά και συνδεδυασμένα πυρά εξ όλων των τουρκικών θέσεων. Τελικώς, όμως, η Εθνική Φρουρά κατώρθωσε να εξουδετερώση απάσας τας αντιστάσεις, να εισέλθη εις τα χωριά Κοφίνου-Αγ.Θεόδωρος και να διανοίξη τα αποκεκομμένα υπό των Τουρκοκυπρίων δρομολόγια. Το πυρ κατέπευσε περί την 9ην νυκτερινήν" (Παπαγεωργίου Σπ.,Από την Ζυρίχη εις τον Αττίλα.τομ.Γ',σς.192-3)
Η αιματηρή σύγκρουση στο χωριό Κοφίνου για πολλούς αναλυτές θεωρείται το επεισόδιο που αποτέλεσε το έναυσμα για την τουρκική εισβολή του 1974.
Τα τουρκοκυπριακά χωριά Κοφίνου, Άγιος Θεόδωρος και Μαρί αποτελούσαν το 1967 ένα θύλακα, στον οποίο δεν μπορούσαν να εισέλθουν οι αστυνομικές αρχές του κράτους και να επιβάλουν το νόμο και την τάξη. Παράλληλα οι ένοπλοι Τουρκοκύπριοι που δρούσαν στην περιοχή και έφταναν τους τετρακόσιους παρεμπόδιζαν τη συγκοινωνία, αποκόπτοντας τους δρόμους της περιοχής και απειλούσαν την ελεύθερη διακίνηση μεταξύ των πόλεων Λευκωσίας προς Λεμεσό και Λάρνακας προς Λεμεσό. Στις 23 Οκτωβρίου 1967 το Υπουργείο Εσωτερικών ενημερώνει το Διοικητή της Εθνικής Φρουράς ότι η Κυπριακή αστυνομία έχει διαταχθεί να επαναρχίσει από τις 2 Νοεμβρίου τις περιπολίες στην περιοχή και ζητεί από την Εθνική Φρουρά να βοηθήσει δι'όλων των αναγκαίων μέσων. Ο στρατηγός Γ.Γρίβας επαναλαμβάνοντας τη γενική θέση του ότι η Εθνική Φρουρά δεν πρέπει να εμπλέκεται σε καθαρώς αστυνομικά καθήκοντα, υποστηρίζει ότι η ανάμειξη της Εθνοφρουράς σε τυχόν επεισόδια που θα προκύψουν εξαιτίας της επανέναρξης των αστυνομικών περιπολιών στην περιοχή Κοφίνου-Αγ.Θεοδώρου είνια δυνατόν να έχει σοβαρότατες παρενέργειες και γι'αυτό εισηγείται τη συζήτηση του θέματος σε σύσκεψη ανωτάτου επιπέδου υπό την προεδρία του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου.
Πραγματοποιήθηκε σύσκεψη στην Αθήνα και απεφασίσθει όπως η Εθνική Φρουρά υποστηρίξη τις αστυνομικές περιπολίες. Η επέμβαση της Εθνικής Φρουράς όντως υπήρξε κεραυνοβόλος και αποτελεσματική. Μέσα σε 6 περίπου ώρες εξουδετερώθηκε κάθε τουρκική αντίδραση και ολόκληρη η περιοψή περιήλθε υπό τον έλεγχο των ελληνοκυπριακών δυνάμεων.
Η τούρκικη αντίδραση έναντι της επιχείρησης στην Κοφίνου υπήρξε άμεση και έντονη. Απειλές για απόβαση τουρκικών στρατευμάτων διατυπώνονταν, τούρκικα αεροπλάνα πετούσαν πάνω από τη Λευκωσία σε χαμηλό ύψος και τούρκικα πολεμικά σκάφη προσήγγισαν στις ακτές της Κύπρου. Ως αποτέλεσμα των αντιδράσεων αυτών, οι δυνάμεις της Εθνικής Φρουράς διατάχθηκαν αμέσως να αποσυρθούν από τις θέσεις που κατέλαβαν στην περιοχή της Κοφίνου και ύστερα από τρεις μέρες ο στρατηγός Γρίβας διατασσόταν να επιστρέψεθι στην Ελλάδα και ,στη συνέχεια , να τεθεί υπό κατ'οίκον περιορισμόν στο σπίτι του στο Χαλάνδρι.
Για να αποφευχθεί οποιοδήποτε επεισόδιο μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας ζητήθηκε η αποχώρηση της ελληνικής μεραρχίας από την Κύπρο, παρόλο που η ελληνική αυτή δύναμη δεν ενεπλάκη με κανένα τρόπο στα γεγονότα της Κοφίνου. Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, όπως αναφέρει ο Παπαχελάς Αλ. στο βιβλίο του Βιασμός της Ελληνικής Δημοκρατίας .σ.403, δεν έφερε καμμιά αντίρηση για την απομάκρυνση της ελληνικής μεραρχίας και τόνισε ότι όσα είχαν συμφωνηθεί ανάμεσα στην Ελληνική και Τουρκική Κυβέρνηση δεν τον έβρισκαν αντίθετο.
Δυστυχώς όσα ακολούθησαν είχαν ως αποτέλεσμα στις 29-12-1967 οι Τουρκοκύπριοι να ανακοινώσουν την ίδρυση της αυτόνομης "Προσωρινής Διοίκησης".