Δευ, Νοε 25, 2024

Οι Τρεις Ιεράρχες

Οι Τρεις Ιεράρχες

Κάθε χρόνο, στις 30 Ιανουαρίου, η Χριστιανική Εκκλησία τιμά από κοινού τους τρεις Μεγάλους Πατέρες και Οικουμενικούς Δασκάλους, τον Μέγα Βασίλειο, τον Γρηγόριο τον Θεολόγο και τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο. Στην Ελλάδα και στην Κύπρο τιμώνται ως προστάτες της εκπαίδευσης και των γραμμάτων.

Ο Μέγας Βασίλειος γεννήθηκε το 330 στη Νεοκαισάρεια του Πόντου, ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, επίσης, γύρω στο 330 στην Αριανζό της Καππαδοκίας, ενώ ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος στα μέσα του αιώνα στην Αντιόχεια της Συρίας. Και οι τρεις κατάγονταν από επιφανείς οικογένειες. Ο Βασίλειος και ο Γρηγόριος ήταν γιοί επισκόπων (την εποχή εκείνη δεν είχε ακόμα καθιερωθεί η αγαμία των επισκόπων), ενώ ο Ιωάννης ήταν γιος στρατηγού που έφυγε από τη ζωή όταν ο Ιωάννης ήταν μικρός ακόμα σε ηλικία. Οι μητέρες τους διακρίνονταν για την ευσέβειά τους.

Οι ευκαιρίες και τα ερεθίσματα για μόρφωση στο πολυπολιτισμικό αυτό περιβάλλον ήταν ποικίλα. Μάλιστα, κατά τα μέσα του 4ου αιώνα, η Εκκλησία (ιεραρχία και ποίμνιο) αντιμετώπιζε με σκεπτικισμό τη δυνατότητα των νέων να λάβουν μία «θύραθεν» παιδεία. έτσι δύο τάσεις κυριαρχούσαν στην Εκκλησία, η περιφρόνηση της θύραθεν παιδείας που ήταν και η ισχυρότερη και η υπερτίμησή αυτής.

Οι τρεις, όμως, άνδρες σπούδασαν χωρίς προκατάληψη ό,τι σημαντικότερο πρόσφερε η εποχή τους, σε επίπεδο «θύραθεν» και «χριστιανικών» σπουδών. Αναζήτησαν τη γνώση στα μεγάλα μορφωτικά κέντρα της εποχής, στην Καισαρεία, την Κωνσταντινούπολη, την Αλεξάνδρεια, την Αντιόχεια, την Αθήνα. Θαύμαζαν τους έλληνες που με την επιστήμη τους είχαν μελετήσει όλους τους τότε γνωστούς τομείς του επιστητού, γι’ αυτό και έκαναν τη γνώση των Ελλήνων κτήμα τους.

Οι ιεράρχες οικειώθηκαν την ελληνική φιλοσοφία
Οι ιεράρχες οικειώθηκαν την ελληνική φιλοσοφία για να διατυπώσουν την πίστη της Εκκλησίας αποφεύγοντας τη λεπτομερή σκιαγράφηση του απολύτου όντος με κατηγορίες του κόσμου τούτου. Με τη χρήσης της απέφυγαν και πολέμησαν οποιαδήποτε μυθική κατανόηση της χριστιανικής πίστης που θα υποβίβαζε και θα περιόριζε την περί Θεού αντίληψη της Εκκλησίας σε ένα δημιούργημα της ανθρώπινης φαντασίας. Σε αυτό το σημείο αρκεί να αναφερθεί η ανεκτίμητη συμβολή τους στην αντιμετώπιση της τριαδολογικής – χριστολογικής αίρεσης του Αρειανισμού, μίας προσπάθειας να κατανοηθεί με ορθολογικό τρόπο η Ουσία του Θεού.
Αξιοσημείωτο παράδειγμα εφαρμογής της ελληνικής φιλοσοφίας στη θεολογία της Εκκλησίας είναι η Ευχή της Αναφοράς της Λειτουργίας του Ιωάννου του Χρυσοστόμου, όπου με αποφατισμό και με την Παρμενίδεια φιλοσοφία του όντος περιγράφεται ο Θεός ως το επέκεινα του κόσμου τούτου:

«Συ γαρ ει Θεός ανέκφραστος, απερινόητος, αόρατος, ακατάληπτος, αεί ων, ωσαύτως ων».

Είναι εντυπωσιακό, ότι μετά τις σπουδές και την επάνοδο στην πατρίδα τους δεν αναζήτησαν τα υψηλά κοσμικά αξιώματα που τους εξασφάλιζε η μόρφωσή τους και η αναγνώριση από τους συνανθρώπους τους, αλλά και οι τρεις έφυγαν στην έρημο κι έπειτα έθεσαν τον εαυτό τους στην υπηρεσία της Εκκλησίας. Και οι τρεις χειροτονήθηκαν επίσκοποι, ο Βασίλειος Καισαρείας της Καππαδοκίας, ο Γρηγόριος και ο Ιωάννης Κωνσταντινουπόλεως. Ως συγγραφείς καλλιέργησαν τα σημαντικότερα είδη του γραπτού λόγου της εποχής τους στα πλαίσια του ποιμαντικού τους έργου.

Η προσφορά τους υπήρξε πολυδιάστατη και αξιόλογη για την εποχή που έζησαν, αλλά και παρακαταθήκη για τις επερχόμενες γενιές. Προσέφεραν και προσφέρουν στην ανθρωπότητα ως μεγάλοι παιδαγωγοί με το γραπτό έργο και το βίο τους, περιγράφοντας αλλά και ενσαρκώνοντας το πρότυπο του «χριστιανού» ανθρώπου.

Η εορτή των Τριών Ιεραρχών εισήχθη στην εκκλησία στα μέσα του 11ο αιώνα από τον λόγιο και μητροπολίτη Ευχαΐτων Ιωάννη Μαυρόποδα (1000-1070), επί αυτοκράτορος Κωνσταντίνου Θ' του Μονομάχου (1000-1055). Σκοπός του Μαυρόποδα ήταν να παρουσιάσει τις τρεις εξέχουσες αυτές προσωπικότητες της Χριστιανοσύνης ως τους κατ’ εξοχήν υπερμάχους του τριαδικού δόγματος και να δώσει τέλος στον φατριασμό που σοβούσε στο σώμα της εκκλησίας για το ποιος από τους τρεις ιεράρχες είναι ο σπουδαιότερος. Είναι χαρακτηριστικό ότι την εποχή εκείνη μεγάλος αριθμός ιερωμένων και πιστών είχαν χωριστεί σε τρεις ομάδες: τους Ιωαννίτες, τους Γρηγορίτες και τους Βασιλείτες.

Η εορτή των Τριών Ιεραρχών, εκτός από τον εκκλησιαστικό χαρακτήρα, έχει και εκπαιδευτικό στα καθ’ ημάς. Θεωρείται ως η εορτή των ελληνικών γραμμάτων, καθόσον οι Τρεις Ιεράρχες συνετέλεσαν στην ανάπτυξη της χριστιανικής διδασκαλίας, σε συνδυασμό με την ανάπτυξη των αρχαίων ελληνικών γραμμάτων. Ο εκπαιδευτικός χαρακτήρας της εορτής των Τριών Ιεραρχών καθιερώθηκε στις 9 Αυγούστου του 1841 από το ακαδημαϊκό συμβούλιο του Οθωνείου Πανεπιστημίου (νυν Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών) και πρωτογιορτάστηκε στις 30 Ιανουαρίου του 1842. Τα επόμενα χρόνια, ο εορτασμός επεκτάθηκε σ’ όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης.

Απολυτίκιο
Τους τρεις μεγίστους φωστήρας της τρισηλίου Θεότητος, τους την οικουμένην ακτίσι δογμάτων θείων πυρσεύσαντας, τους μελιρρύτους ποταμούς της σοφίας, τους την κτίσιν πάσαν θεογνωσίας νάμασι καταρδεύσαντας, Βασίλειον τον μέγαν, και τον Θεολόγον Γρηγόριον, συν τω κλεινώ Ιωάννη, τω την γλώτταν χρυσορρήμονι, πάντες οι των λόγων αυτών ερασταί, συνελθόντες ύμνοις τιμήσωμεν· αυτοί γαρ τη Τριάδι, υπέρ υμών αεί πρεσβεύουσιν.

 

Listen Live