Ο Άγιος Εύπλος ο Μεγαλομάρτυρας έζησε στα τέλη του 3ου αιώνα μ.Χ., όταν αυτοκράτορας της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ήταν ο Διοκλητιανός. Γεννήθηκε στην Κατάνη της Σικελίας, όπου και ήταν διάκονος της τοπικής εκκλησίας.
Θερμός κήρυκας του Ευαγγελίου ο Εύπλος προσπαθούσε να στερεώσει την πίστη των διωκόμενων χριστιανών και τους προέτρεπε να υπομένουν τα πιο φρικτά μαρτύρια, παρά να αρνηθούν τον Χριστό.
Οι ειδωλολάτρες βλέποντας αυτή του τη δραστηριότητα, τον κατήγγειλαν στον Έπαρχο Καλβισιανό. Αυτός προσπάθησε με συζήτηση να πείσει τον Εύπλο ότι ήταν μωρία η πίστη του κι έπρεπε να την αρνηθεί. Ο Εύπλος διέλυσε όλα τα επιχειρήματα και ο Καλβισιανός αφού είδε ότι δεν τα έβγαζε πέρα διέταξε και του έσχισαν τις σάρκες με σιδερένια νύχια. Κατόπιν του έσπασαν τις κνήμες με σφυριά και στο τέλος τον αποκεφάλισαν. Όταν τον συνέλαβαν, κρατούσε στα χέρια του το Ευαγγέλιο. “Διάβασέ μου κάτι ν’ ακούσω τι γράφει” του είπε ο κριτής, μπροστά τον οποίο τον οδήγησαν και ο Άγιος άνοιξε και διάβασε: “Μακάριοι οι δεδιωγμένοι ένεκεν δικαιοσύνης ότι αυτών έστιν η βασιλεία των ουρανών”