Γεννήθηκε στο χωριό Καλοψίδα, της επαρχίας Αμμοχώστου, στις 12 Οκτωβρίου 1938.
Σκοτώθηκε στις 16 Μαρτίου 1956 στο χωριό του, από έκρηξη βόμβας.
Γονείς : Μιχαήλ Χαραλάμπους και Ανδριανή Μιχαήλ
Αδέλφια : Σταυρούλα, Θέκλα, Ξένη, Μαρία
Ο Χαράλαμπος Μιχαήλ τελείωσε το δημοτικό σχολείο Καλοψίδας και εργαζόταν ως ποδηλατάς στη Λάρνακα, βοηθώντας οικονομικά τη φτωχή του οικογένεια.
Ήταν παιδί με ιδιαίτερη αγάπη στην ελληνική ιστορία. Διάβαζε τη ζωή και τα κατορθώματα των αγωνιστών του 1821 και ήθελε να τους μοιάσει. Όταν άρχισε ο αγώνας εντάχθηκε στην ΕΟΚΑ από τους πρώτους. Έδωσε τον όρκο στη Λάρνακα και έδρασε στις ομάδες επιθέσεων της πόλης.
“Βρήκα τον τρόπο μου να εκπληρώσω τα ιδανικά μου,” έλεγε στον πατέρα του που τον καμάρωνε για τη δράση του.
Πήρε μέρος, ανάμεσα σ’ άλλα, σε επιθέσεις εναντίον Άγγλων στρατιωτών με σκοπό την απόσπαση οπλισμού από αυτούς για τις ανάγκες των ομάδων κρούσεως της ΕΟΚΑ στη Λάρνακα.
Στις 16 Μαρτίου 1956 πήρε μέρος σε βομβιστική επίθεση, την οποία προγραμμάτισε με συναγωνιστές του στην Καλοψίδα. Περίμεναν τα στρατιωτικά αυτοκίνητα στην έξοδο του χωριού, στον ανήφορο. Ο σηματοδότης έδωσε το σύνθημα ότι πλησίαζε στρατιωτικό αυτοκίνητο και ο Χαράλαμπος Μιχαήλ πυροδότησε τη βόμβα του μόλις το είδε. Τη στιγμή που θα την έριχνε, προπορευόμενο λεωφορείο με παιδιά του σχολείου σταμάτησε και πίσω του σταμάτησε και το στρατιωτικό αυτοκίνητο μέσα στο οποίο διέκρινε και έναν ξάδελφό του. Ήταν παναπεργία την ημέρα εκείνη και οι Άγγλοι τον μετέφεραν στη Δεκέλεια, όπου εργαζόταν. Αμέσως τράβηξε το χέρι του πίσω κρατώντας την πυροδοτημένη βόμβα, η οποία εξερράγη και τον κομμάτιασε.
Η μικρή του αδελφή Μαρία, δέκα μόλις χρονών, που είδε τον αδελφό της κομματιασμένο έπαθε κλονισμό και μερικές μέρες αργότερα πέθανε από ανακοπή καρδίας, διπλασιάζοντας το πένθος ολόκληρου του χωριού.