Του Αμφιλόχιου Παπαθωμά*
Οι σύγχρονοι Έλληνες πρέπει να θεωρούμε τους εαυτούς μας τυχερούς, γιατί έχουμε ως μητρική μια γλώσσα που υπήρξε οικουμενική
Η Ελληνική ανήκει στην ινδοευρωπαϊκή οικογένεια γλωσσών και ομιλείται αδιαλείπτως στην ανατολική Μεσόγειο τουλάχιστον κατά τους τελευταίους τριάντα πέντε αιώνες, από την εποχή των μυκηναϊκών πινακίδων της γραμμικής γραφής Β´ και των ομηρικών ηρώων έως σήμερα, την εποχή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, των greeklish και της ποσοτικής έκρηξης στην παραγωγή και διακίνηση έντυπου, ηλεκτρονικού και προφορικού λόγου.
Στο μακρύ ταξίδι της, η Ελληνική κατόρθωσε να επιβιώσει παρά τις πολλές εθνικές, πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές περιπέτειες που ταλάνισαν τους χρήστες της. Ως όργανο επικοινωνίας και λογοτεχνικής έκφρασης καλλιεργήθηκε εντατικά, προσέλαβε πολλές μορφές, εξέφρασε ποικίλες ιδεολογίες, βιοθεωρίες και φιλοσοφικά συστήματα. Τούτο είχε ως αποτέλεσμα να συσσωρευθεί στο πέρασμα του χρόνου ένας απαράμιλλος λεξιλογικός πλούτος, που διευκολύνει τον σημερινό χρήστη στην απόδοση απαιτητικών νοημάτων με σαφήνεια και ακρίβεια.
Ήδη στους αρχαίους χρόνους, η Ελληνική αποτελούσε το όργανο έκφρασης σπουδαίων λογοτεχνών, φιλοσόφων και επιστημόνων.
Ο Όμηρος, η Σαπφώ, ο Αισχύλος, ο Ηρόδοτος, ο Σοφοκλής, ο Θουκυδίδης, ο Ευριπίδης, ο Αριστοφάνης, ο Ιπποκράτης, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης είναι μερικοί μόνο από τους αρχαίους Έλληνες διανοητές που καλλιέργησαν την αρχαιότερη μορφή της γλώσσας μας και με αυτήν ως όχημα κληροδότησαν στους μεταγενέστερους την πνευματική παρακαταθήκη τους.
Στη μετακλασική περίοδο, η Ελληνική διαδόθηκε μετά τις κατακτήσεις του Μακεδόνα στρατηλάτη Αλέξανδρου έως τα ανατολικά πέρατα της τότε οικουμένης. Κατά την αναμέτρησή της με τον Ρωμαίο κατακτητή, η ελληνική γλώσσα βγήκε και πάλι αλώβητη, καθώς οι Ρωμαίοι επηρεάστηκαν βαθύτατα από την ελληνική γραμματεία και ενέταξαν πολλές ελληνικές λέξεις στη γλώσσα τους.
Η εκμάθηση των Ελληνικών έλαβε μεγάλη έκταση την περίοδο αυτή, ενώ η Ελληνική καθιερώθηκε ως η επίσημη γλώσσα της κρατικής διοίκησης για το σύνολο του ανατολικού τμήματος του κράτους της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Τούτο επέτρεψε στην Ελληνική να παραμείνει κατά την αυτοκρατορική περίοδο, κατά την ύστερη αρχαιότητα και αργότερα κατά τους μέσους χρόνους η επίσημη γλώσσα της ανατολικής ρωμαϊκής και μετέπειτα της βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Εν ολίγοις, η Ελληνική διατηρήθηκε ως η βασική διεθνής γλώσσα για την ανατολική Μεσόγειο από τις κατακτήσεις του Αλέξανδρου τον όψιμο τέταρτο αιώνα π.Χ. έως την πτώση της Κωνσταντινούπολης το 1453 και υπήρξε μητρική γλώσσα και όργανο επικοινωνίας και λογοτεχνικής έκφρασης του μεγαλύτερου τμήματος των πληθυσμών της ευρύτερης περιοχής.
Η οικουμενικότητα της Ελληνικής αντανακλάται, μεταξύ άλλων, στο ότι έγινε η γλώσσα της Καινής Διαθήκης, ενώ σε αυτήν μεταφράστηκε ήδη κατά την πρώιμη Αλεξανδρινή περίοδο η Παλαιά Διαθήκη. Μέσω της Ελληνικής ο κλασικός πολιτισμός και οι διαχρονικές αξίες του μεταλαμπαδεύτηκαν στο Βυζάντιο. Οι Πατέρες της Εκκλησίας και οι βυζαντινοί λόγιοι έγιναν συνεχιστές του έργου των μεγάλων διανοητών της αρχαιότητας.
Αλλά και μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης, η ελληνική γλώσσα και σκέψη μεταφέρονται μαζί με τους Έλληνες λογίους στη Δύση συντελώντας στην Αναγέννηση του πνεύματος και του πολιτισμού στη δυτική Ευρώπη. Με αυτόν τον τρόπο η Ελληνική και μαζί της ο ελληνικός πολιτισμός καθίστανται και πάλι πανανθρώπινο κτήμα.
Από την αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας, η Ελληνική έχει δεχτεί επιδράσεις από άλλα γλωσσικά συστήματα, πράγμα που συμβαίνει σε όλες τις φυσικές γλώσσες. Τούτο δεν είναι κάτι που πρέπει να μας τρομάζει· το αντίθετο, μάλιστα, αφού η αλληλεπίδραση των γλωσσών δημιουργεί κατά κανόνα μια εξαιρετικά γόνιμη δυναμική μετεξέλιξής τους.
Η Ελληνική εξελίχθηκε από τη δεύτερη χιλιετία π.Χ. έως σήμερα ενίοτε με εντάσεις, αλλά, συνάμα, και με μια θαυμαστή αρμονία, και προσαρμόστηκε στις εκάστοτε ιστορικές, κοινωνικές και πολιτισμικές προκλήσεις, διατηρώντας πάντοτε τον δυναμισμό της. Επηρέασε και η ίδια σημαντικά άλλες γλώσσες, κυρίως αυτές του δυτικού κόσμου, αλλά όχι μόνο, σε όλους τους τομείς της ζωής, της σκέψης, της επιστήμης και της τέχνης.
Οι σύγχρονοι Έλληνες πρέπει να θεωρούμε τους εαυτούς μας τυχερούς, γιατί έχουμε ως μητρική μια γλώσσα που υπήρξε οικουμενική. Η γλώσσα αυτή αποτελεί στη θαυμαστή διαχρονικότητά της ένα πολύτιμο στοιχείο της εθνικής και πολιτισμικής ταυτότητας του λαού μας. Τούτο κατόρθωσε να συμπυκνώσει σε δύσκολους χρόνους (1941) και σε λίγες αράδες ο Γιώργος Σεφέρης:
«Η ελληνική γλώσσα, ο άνθρωπος, η θάλασσα… Για κοιτάξετε πόσο θαυμάσιο πράγμα είναι να λογαριάζει κανείς πως, από την εποχή που μίλησε ο Όμηρος ως τα σήμερα, μιλούμε, ανασαίνουμε και τραγουδούμε με την ίδια γλώσσα. Κι αυτό δε σταμάτησε ποτέ, είτε σκεφτούμε την Κλυταιμνήστρα που μιλά στον Αγαμέμνονα, είτε την Καινή Διαθήκη, είτε τους ύμνους τού Ρωμανού και τον Διγενή Ακρίτα, είτε το Κρητικό Θέατρο και τον Ερωτόκριτο, είτε το δημοτικό τραγούδι. Και όλοι αυτοί, οι μεγάλοι και οι μικροί, που σκέφτηκαν, μίλησαν, μέτρησαν ελληνικά, δεν πρέπει να νομίσετε πως είναι σαν ένας δρόμος, μια σειρά ιστορική, που χάνεται στη νύχτα των περασμένων και βρίσκεται έξω από σας. Πρέπει να σκεφτείτε πως όλα αυτά βρίσκονται μέσα σας, τώρα, βρίσκονται μέσα σας όλα μαζί, πως είναι το μεδούλι των κοκάλων σας, και πως θα τα βρείτε αν σκάψετε αρκετά βαθιά τον εαυτό σας […] η σύγχρονή μας λογοτεχνία είναι απαραίτητη για να καταλάβουμε, όχι μόνο την αρχαία λογοτεχνία, αλλά και όλη την ελληνική παράδοση» (Δοκιμές Α, 177-8).
* Πρόεδρος του Τμήματος Φιλολογίας, Φιλοσοφική Σχολή
Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών