Κυρ, Νοε 24, 2024

Η 9η Ιουλίου 1821

Η 9η Ιουλίου 1821

Το ποίημα “Η 9η Ιουλίου του 1821 εν Λευκωσία Κύπρου” θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα ποιήματα της Κυπριακής ποίησης και λογοτεχνίας, το οποίο ανήκει στον Κύπριο ποιητή Βασίλη Μιχαηλίδη. Το ποίημα έχει ως κύριο θέμα τον απαγχονισμό του Αρχιεπισκόπου Κύπρου Κυπριανού, που έγινε την 9η Ιουλίου του 1821 από τους Τούρκους. Το ποίημα διδάσκεται ευρέως στα σχολεία της Κύπρου. Πρόκειται για ένα άρτια δομημένο λογοτεχνικό δημιούργημα, γραμμένο στην τοπολαλιά του νησιού. Το ποίημα χωρίζεται σε 24 ραψωδίες και έχει 560 δεκαπεντασύλλαβους στίχους.

Πιο κάτω, κάποια παραθέματα από το “Η 9η Ιουλίου του 1821 εν Λευκωσία Κύπρου” τα οποία θα μπορούσαν δικαίως να χαρακτηριστούν ως μερικά από τα σημαντικότερα της ποίησης του Βασίλη Μιχαηλίδη.

"Αντάν αρτζιέψαν οι κρυφοί ανέμοι τζι εφυσούσαν

τζι αρκίνησεν εις την Τουρτζιάν να κρυφοσυνεφκιάζη
τζιαι που τες τέσσερεις μερκές τα νέφη εκουβαλούσαν,
ώστι να κάμουν τον τζιαιρόν ν’ αρτζιεύκη να στοιβάζη,
είσιεν σγιαν είχαν ούλοι τους τζι η Τζιύπρου το κρυφόν της
μεσ’ στους ανέμους τους κρυφούς είσιεν το μερτικόν της.
τζι αντάν εφάνην η στραπή εις του Μοριά τα μέρη
τζι εξάπλωσεν τζι ακούστηκεν παντού η πουμπουρκά της,
τζι ούλλα ξηλαμπρατζιήσασιν τζιαι θάλασσα τζιαι ξέρη
είσιεν σγιαν είχαν ούλοι τους τζι η Τζιύπρου τα κακά της.
«Δεν θέλω, Κκιόρ-ογλου, εγιώ να φύω που την Χώραν,

γιατί αν φύω, το κακόν εν’ να γινή περίτου.
Θέλω να μείνω, Κκιόρ-ογλου, τζι ας πα’ να με σκοτώσουν,
ας με σκοτώσουσιν εμέν τζι οι άλλοι να γλυτώσουν.
Δεν φεύκω, Κκιόρ-ογλου, γιατί, αν φύω, ο φευκός μου
εν’ να γενή θανατικόν εις τους Ρωμιούς του τόπου.
Να βάλω την συρτοθηλειάν εις τον λαιμόν του κόσμου;
Παρά το γαίμαν τους πολλούς εν’ κάλλιον του πισκόπου.
Η Ρωμιοσύνη εν φυλή συνότζιαιρη του κόσμου,

κανένας δεν εβρέθηκεν για να την ι-ξηλείψη,
κανένας, γιατί σιέπει την που τα ‘ψη ο Θεός μου.
Η Ρωμιοσύνη εν να χαθή, όντας ο κόσμος λείψει!
Σφάξε μας ούλους κι ας γενεί το γαίμαν μας αυλάκιν,
κάμε τον κόσμον μακελλειόν και τους Ρωμιούς τραούλλια,
αμμά ξερε πως ίλαντρον όντας κοπεί καβάκιν
τριγύρου του πετάσσουνται τρακόσια παραπούλια.
Το ’νιν αντάν να τρώ’ την γην, τρώει την γην θαρκέται,
μα πάντα κείνον τρώεται και κείνον καταλυέται.
Μεν μάχεσαι την θάλασσαν να την-ι ’ξηντιλήσεις·

άδικα λόγια μεν χάννεις κι αρκείς εις την δουλειάν σου.
Τον ήλιον με φύσημαν μπορείς να τον-ι σβήσεις;
Φώναξε του τζελλάττη σου, σάσ’ την κρεμμασταρκάν σου!
Αν πολεμούν για το καλόν και πολεμά κι ο γιος μου,

ας έν’ χαλάλιν του Θεού, αν μου τον φα’ το βόλιν,
κι ας πα’ να μείνω δίχως του, να ζήσω μανιχός μου.
Ειδέ κ’ αν ου, και μάχουνται να κάμουν άλλα αντ’ άλλα,
χαρράμιν τους ’που τον Θεόν της μάνας τους το γάλαν.
Ήτουν βουλή ’που τον Θεόν για να γενεί κ’ εγίνην.

Τον Χάρον εν και βκάλλουν τον ποττέ πως έν’ φταισμένος·
πάντα λαλούν το φταίσιμον πως το ’χει ο πεθαμμένος.
’Πο ούλα το γλυκόττερον έν η ζωή τ’ αθρώπου.

Σκοτώστε μας και γράψετε κ’ εμάς τον σκοτωμόν μας.

Μα τούτοι ούλ’ οι σκοτωμοί έν’ ούλοι για κακόν σας·
εσείς θαρκέστ’ αννοίετε το μνήμαν το δικόν μας,
κ’ εν το πεισκάζετε πως έν’ το μνήμαν το δικόν σας.
Σκοτώστε όσους θέλετε, αμμ’ αν να σας-ι βλάψει·
το γαίμαν που χονώννετε ’που μας τους δεσποτάες
έν λάιν εις την λαμπρακιάν π’ αφταίννει να σας κάψει.
Που την πελλάραν τους τραβούν και τούτοι κ’ η φυλή τους

κι ακόμα έν’ να πάθουσιν με τούν’ τον νουν περίτου.
Κανέναν φόοον δεν έχω από τους Κυπριώτες.

Θωρούν εις την Καραμανιάν πως η Τουρκιά ’ν λιμπούριν,
τέλεια κοντά π’ ακούουνται κ’ οι σκύλλ’ αντάν να ’λάξουν·
με μιαν σφυρκάν πετάσσουνται ’ποδώθθ’ έναν λιγγούριν
κι ούλους μέσα σε μιαν ώραν μπορούν να τους-ι σφάξουν.
Απού την άλλην έχουσιν κοντά τους το Μισίριν.
Αν πεις καράβκια; δεν έχουν, έν’ του αλέτρ’ αθρώποι.
Δα κάτω τούτοι έν’ πολλά, πολλά ξωμακρισμένοι,
περνούν μηνάδες κ’ εν έχουν χαπάριν ’που τα ξένα
και θέμι έν’ ’που την Τουρκιάν στενά τριυρκασμένοι.
Δα κάτω τούτ’ έν’ σαν τ’ αρνιά πών’ χώρκα μαντρισμένα.
Θεέ, που νάκραν δεν έχεις ποττέ στην καλωσύνην,

λυπήθου μας και δώσε πκιον χαράν στην Ρωμιοσύνην.” - Βασίλης Μιχαηλίδης 

Τα γεγονότα της 9ης Ιουλίου του 1821  σημάδεψαν και χαράχθηκαν στη μνήμη των ανθρώπων της Κύπρου και γράφτηκαν στην ιστορία του νησιού.  Η 9η Ιουλίου είναι σημαντικός σταθμός και αποτελεί φάρο αντίστασης του Κυπριακού ελληνισμού έναντι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι αγωνιστές του 1821 αγωνίζονταν και θυσιάζονταν με πίστη στο Θεό για να αποτινάξουν τον οθωμανικό ζυγό από την ελληνική επικράτεια.

Μέλη της Φιλικής Εταιρείας πλησίασαν τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου Κυπριανό και άλλους κληρικούς με σκοπό να οργανώσουν επανάσταση στην Κύπρο. Επιθυμία τους ήταν να έχουν σύμμαχο τον Κυπριανό για να ξεσηκωθεί μαζί του και όλο το νησί. Αυτό ήταν αδύνατο να επιτευχθεί όμως και ως άνθρωπος με σοφία και σύνεση δεν το αποδέχθηκε αυτό. Τους εξήγησε ότι τη συγκεκριμένη στιγμή η Κύπρος δεν μπορούσε να αποδεχθεί μια τέτοια επανάσταση. Αυτό που τους υποσχέθηκε ήταν οικονομική βοήθεια, κάτι το οποίο υλοποίησε.

Το 1820 διορίζεται από την Υψηλή Πύλη ως διοικητής της Κύπρου ο Κιουτσούκ Μεχμέτ, ο οποίος έτρεφε αρκετό μίσος έναντι των χριστιανών. Διακαής του πόθος ήταν να πείσει την Υψηλή Πύλη ότι στην Κύπρο τα πράγματα ήταν επικίνδυνα, κάτι που δεν πειθόταν η Υψηλή Πύλη γιατί γνώριζε την διαγωγή των κατοίκων της Κύπρου. Όμως, το 1821 άρχισαν να μοιράζονται στο λαό φυλλάδια για την επανάσταση έναντι των Τούρκων και αυτό έγινε αιτία να πεισθεί η Υψηλή Πύλη ότι και στην Κύπρο έγιναν επικίνδυνα τα πράγματα, πράγμα που ποθούσε ο Κιουτσούκ Μεχμέτ από την ημέρα που ανέλαβε ως διοικητής να πείσει την Υψηλή Πύλη .

Έτσι, στις 9 Ιουλίου 1821, ημέρα Σάββατο, ο Τούρκος δοικητής της Κύπρου, Κιουτσούκ Μεχμέτ, αποφάσισε κατόπιν εγκρίσεως της Υψηλής Πύλης, να σκοτώσει 486 προεστώτες του τόπου, μητροπολίτες, ηγουμένους, ιερομονάχους, δασκάλους, τους οποίους θεωρούσε επικίνδυνους.

Αποκεφάλισε τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου Κυπριανό και άλλους 3 μητροπολίτες, τον Πάφου Χρύσανθο, Κιτίου Μελέτιο και Κυρηνείας Λαυρέντιο. Εκτός από κληρικούς αποκεφάλισαν και αρκετούς λαϊκούς.  

Ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός γεννήθηκε το 1756 στην επαρχία Λευκωσίας. Πιστεύεται πως ο πατέρας του, Γεώργιος καταγόταν από τον Στρόβολο και η μητέρα του Μαρία ή Μαριού από τα Καμπιά. Κάποιοι υποστηρίζουν πως ο Κυπριανός γεννήθηκε στον Στρόβολο κι ακολούθως οικογενειακώς μετακόμισαν όλοι στα Καμπιά. Ένας από τους αδελφούς του Γεώργιου, ο Γερόγιαννος λέγεται πως είχε επιρροή στην περιοχή των Καμπιών και ήταν αυτός που φρόντισε ο ανιψιός του Κυπριανός, να εισαχθεί στο Μοναστήρι. Έτσι, σε νεαρή ηλικία ο Κυπριανός, διατηρώντας το λαϊκό του όνομα, έμαθε τα πρώτα του γράμματα. Σε ηλικία 15 ετών, το 1769, συνέχισε τη θητεία του στο Μετόχι του Στροβόλου. Δέκα χρόνια αργότερα χειροτονήθηκε ιεροδιάκονος και στα 27 του βρέθηκε στις ερανικές αποστολές που έστειλε η Μονή Μαχαιρά στο εξωτερικό για συλλογή χρημάτων. Στο ταξίδι του στη Μολδοβλαχία, όπου συνόδευε τον Οικονόμο της Μονής Μαχαιρά, Χαράλαμπο, γνώρισε τον Βοϊβόδα Μιχαήλ Σούτσο ο οποίος εντυπωσιασμένος από τον νεαρό Κυπριανό τον κράτησε κοντά του για σπουδές. Το 1802 επέστρεψε στην Κύπρο και ανέλαβε καθήκοντα Οικονόμου, ενώ το 1804 σημαντική ήταν η συμβολή του στην καταστολή της εξέγερσης των αγάδων, οι οποίοι εισερχόμενοι στην Αρχιεπισκοπή κακοποίησαν τον Αρχιεπίσκοπο Χρύσανθο, σκότωσαν Χριστιανούς και κατέλαβαν τη Λευκωσία.

Ο νεαρός Κυπριανός, αποφασιστικός, δυναμικός και μορφωμένος, όχι μόνο χειρίστηκε την εκρηκτική κατάσταση του 1804, αλλά και τα όσα ακολούθησαν με οδηγίες εκ μέρους του κουρασμένου και γηραιού Χρύσανθου. Έτσι, έλαβε μέρος στις διαπραγματεύσεις για παράδοση των εξεγερθέντων και χειρίστηκε το ζήτημα των δαπανών του τουρκικού στρατεύματος το οποίο είχε σταλεί στην Κύπρο για καταστολή του κινήματος. Στις 30 Οκτωβρίου 1810 ο Κυπριανός χειροτονήθηκε σε ηλικία 48 ετών σε Αρχιεπίσκοπο μετά την εξορία του Χρύσανθου.

Ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός αγαπήθηκε ιδιαίτερα από τον λαό. Το έργο του ήταν ποικιλόμορφο και πέρα των πνευματικών του καθηκόντων έδωσε ιδιαίτερη σημασία στα προβλήματα των Κυπρίων αγροτών. Ασχολήθηκε με την Παιδεία, χρηματοδοτώντας την ίδρυση της Ελληνικής Σχολής (Παγκύπριο Γυμνάσιο) και Σχολής στη Λεμεσό. 

 

Listen Live