"Η Ρωμιοσύνη εν φυλή συνότζιαιρη του κόσμου, κανένας δεν εβρέθηκεν για να την ιξηλείψη, κανένας, γιατί σιέπει την που τ’ άψη ο Θεός μου.
Η Ρωμιοσύνη εν να χαθή, όντας ο κόσμος λείψη!
Σφάξε μας ούλους τζι’ ας γενή το γαίμαν μας αυλάτζιν, κάμε τον κόσμον ματζιελλειόν τζιαι τους Ρωμιούς τραούλλια, αμμά ξέρε πως ίλαντρον όντας κοπή καβάτζιν τριγύρου του πετάσσουνται τρακόσια παραπούλια.
Το ‘νιν αντάν να τρώ’ την γην τρώει την γην θαρκέται, μα πάντα τζιείνον τρώεται τζιαι τζιείνον καταλυέται."
Πρόκειται για τους πιο γνωστούς στίχους του Βασίλη Μιχαηλίδη, από το έργο του «η 9η Ιουλίου εν Λευκωσία Κύπρω». Περιγράφοντας τη νύχτα πριν ξημερώσει η τραγική 9η Ιουλίου αλλά και τον διάλογο του Αρχιεπισκόπου με τον Κιουτσούκ Μεχμέτ, ο ποιητής προβάλει το νόημα της Ρωμιοσύνης αλλά και την αυτοθυσία του Κυπριανού. Η απροσδόκητη ποιότητα του ποιήματος του καθώς και η άριστη χρήση της κυπριακής διαλέκτου τον κατέστησαν στη συλλογική μνήμη της Κύπρου ως τον κορυφαίο της ποιητή.
Ο Βασίλης Χατζημιχαήλ, Μιχαηλίδης
Γεννήθηκε το 1849 στο Λευκόνοικο, από μία φτωχή αγροτική οικογένεια. Γονείς του ήταν ο Χατζής Μιχαήλ Χαραλάμπους και η και η Αννέττα Κονόμου. Το επίθετο Μιχαηλίδης το υιοθέτησε πολύ αργότερα, για άγνωστους σήμερα λόγους.
Τα πρώτα του γράμματα τα έμαθε από τον θείο του Χρύσανθο Παπακονόμου, ποιητή και ζωγράφο, στο Δάλι. Στα 12 του ο πατέρας του τον έστειλε στη Λευκωσία για να παρακολουθήσει μαθήματα αγιογραφίας. Ζούσε με τον θείο του Γιάννη Οικονομίδη, αργότερα μητροπολίτη Κιτίου. Λέγεται, πως ο νεαρός Βασίλης είχε τόσο μεγάλο ταλέντο στη ζωγραφική που κάποια στιγμή ζωγράφισε ένα πιάτο αυγά και το τοποθέτησε στο τραπέζι. Ο θείος του δεν κατάλαβε πως ήταν ζωγραφιά και πήρε πιρούνι να φάει το έργο τέχνης.
Τα εφηβικά του χρόνια τα πέρασε στην Αρχιεπισκοπή. Η αγιογραφία δεν τον οδήγησε πουθενά και ο ίδιος απέτυχε να λάβει ανώτερη σχολική μόρφωση. Κατά την εκεί παραμονή του γνωρίστηκε με τον Γιώργο Βιζυηνό, με τον οποίο συναγωνιζόταν στην ποίηση. Όταν ο θείος του χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Κιτίου, πήρε μαζί του στη Λάρνακα τον Βασίλη Μιχαηλίδη. Εκεί για πρώτη φορά παρουσίασε το ποιητικό του ταλέντο και μετά από προτροπή του του ποιητή και θεατρικού συγγραφέα Θεόδουλου Κωνσταντινίδη ο Μιχαηλίδης δημοσίευσε τα πρώτα του έμμετρα κείμενα στον Πυθαγόρα της Σμύρνης το 1873.
Από τη Λάρνακα στην Ιταλία
Γύρω στο 1874 συνειδητοποιεί πως δεν επιθυμεί να ζει πλέον υπό τη σκιά του δεσποτικού του θείου αλλά και πως πρέπει να βρει μία δουλειά. Για αυτό του ζητάει χρήματα, ώστε να πάει στην Ιταλία να σπουδάσει. Ο θείος του αρνείται με τη δικαιολογία πως όχι μόνο δεν ξέρει τη γλώσσα για να σπουδάσει στην ξένη χώρα αλλά καλά-καλά δεν έχει μία ανώτερη μόρφωση για να προχωρήσει στην ανώτατη. Όμως ο Βασίλης Μιχαηλίδης, βρίσκει τα χρήματα και ταξιδεύει. Με κάποιο τρόπο από την Ιταλία μεταβαίνει στην Ελλάδα, όπου παίρνει μέρος στον Θεσσαλικό αγώνα το 1877. Επιστρέφει στην Κύπρο ως ήρωας, αλλά άρρωστος κι απένταρος. Τα όνειρά του για έξοδο από την Κύπρο αλλά και για σπουδές, σβήνουν για πάντα. Εγκαθίσταται στη Λεμεσό και εργάζεται ως υπάλληλος στο παράρτημα της Μητρόπολης.
Ο αλκοολισμός
Με την εγκατάστασή του στη Λεμεσό ξεκινά τις νέες ποιητικές του συλλογές, γράφει σε εφημερίδες, κάνει πολιτικά και σατιρικά σχόλια ενώ προσπαθεί να φανεί το όνομά του δίπλα στα ονόματα άλλων διανοουμένων της εποχής. Η αλλαγή επαγγελμάτων όμως –υπάλληλος στο Δημαρχείο, νοσοκόμος στο πτωχοκομείο, επόπτης σε σφαγείο και φαρμακοποιός – δεν ευνοούν την ήδη ασταθή ψυχολογική του κατάσταση και για να «ξεφύγει» το ρίχνει στο αλκοόλ.
Τα ποιήματα που παραδίδει εκείνη την περίοδο είναι μέτρια.
Όμως όσο προχωράει η επιδείνωση της υγείας του, τόσο κάπως απροσδόκητα ο Βασίλης Μιχαηλίδης μεγαλουργεί παραδίδοντας την «Ανεράδα» – που έγραψε μετά από τη μεγάλη ερωτική απογοήτευση για την Ευτέρπη Μιχαηλίδου-Αραούζου- την «9η Ιουλίου εν Λευκωσία Κύπρου» και τη «Χιώτισσα».
Το 1910 σταματά η περίπου 30χρονη επαγγελματική του πορεία στο πτωχοκομείο και το 1916 εισάγεται ο ίδιος. Μοναχικός και πλήρως εξαρτημένος από το ποτό αφήνει την τελευταία του πνοή στις 8 Δεκεμβρίου 1917.