Κυρ, Νοε 24, 2024

Αβραάμ Λίνκολν (1809 – 1865)

Αβραάμ Λίνκολν (1809 – 1865)

Διακεκριμένος αμερικανός πολιτικός, που διετέλεσε πρόεδρος των ΗΠΑ από το 1861 έως τη δολοφονία του το 1865. Στα επιτεύγματά του συμπεριλαμβάνονται η διάσωση της ένωσης των βορειοαμερικανικών πολιτειών κατά τον Εμφύλιο Πόλεμο (1861-1865), η υπεράσπιση της δημοκρατίας και η κατάργηση της δουλείας, που αφορούσε τον μαύρο πληθυσμό της χώρας.

Ο Αβραάμ Λίνκολν (Abraham Lincoln) γεννήθηκε στις 12 Φεβρουαρίου 1809 σε μια καλύβα, μερικά χιλιόμετρα στα νότια του χωριού Χότζεβιλ της πολιτείας Κεντάκι, και ήταν γιος ενός φτωχού χωρικού. Μικρός, έμεινε ορφανός από μητέρα, αλλά η μητριά του ήταν πολύ καλή μαζί του, ώστε την ανέφερε μ’ ευγνωμοσύνη σ’ όλη του τη ζωή. Η φτώχεια και η δουλειά του κοντά στον πατέρα του δεν του έδωσαν τον καιρό να πάει στο σχολείο, παρά μονάχα έξι μήνες. Δεν έχανε, όμως, την ευκαιρία να διαβάζει και να μορφώνεται μόνος του, με την ενθάρρυνση και της μητριάς του, την «αγγελική μητέρα», όπως την ονόμασε.

Αργότερα, για να κερδίζει το ψωμί του, έκαμε μεταφορές μ’ ένα μικρό ποταμόπλοιο στο Μισσισιπή. Στα ταξίδια του αυτά γνώρισε τη φρικτή ζωή που βίωναν οι μαύροι των Νοτίων Πολιτειών, που ήταν σκλάβοι των λευκών και τους συμπόνεσε πολύ. Κατόπιν έγινε υπάλληλος σε μία εμπορική επιχείρηση, εθελοντής στο στρατό, μικρέμπορος και διευθυντής ταχυδρομείου.

Απελπισμένος απ’ όλες αυτές τις εργασίες, άρχισε να μελετά νομικά και το 1836, σε ηλικία 26 χρόνων, πέρασε τις εξετάσεις για την άδεια επαγγέλματος και άρχισε να δικηγορεί στην πολιτεία του Ιλινόις. Οι συμπολίτες του, που αναγνώριζαν τις ικανότητές του, την αταλάντευτη ειλικρίνεια και την απόλυτη εντιμότητά του, τον εξέλεξαν ομοσπονδιακό βουλευτή το 1846, με τη σημαία του Κόμματος των Ουίγων (Φιλελευθέρων). Νωρίτερα είχε διατελέσει μέλος της τοπικής βουλής του Ιλινόις (1834-1842). Μία από τις πρώτες του ενέργειες στο Κογκρέσο ήταν να ταχθεί υπέρ της κατάργησης της δουλείας των μαύρων.

Το 1854 συμμετείχε στην ίδρυση του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος και στις 6 Νοεμβρίου 1861 εξελέγη πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής με 1.866.452 ψήφους. Την εποχή αυτή ξέσπασε ο εμφύλιος πόλεμος, με κυρίαρχο ζήτημα την κατάργηση της δουλείας και την απελευθέρωση των σκλάβων. Οι Νότιες Πολιτείες ήθελαν να διατηρηθεί η σκλαβιά των μαύρων και απειλούσαν με αποχώρηση από την Ένωση.

Ο Λίνκολν, αφού μάταια προσπάθησε να συμβιβάσει τα πράγματα, αντιμετώπισε την κατάσταση δυναμικά, με πόλεμο και ταυτόχρονα κήρυξε την κατάργηση τής δουλείας (1 Ιανουαρίου 1863). Στις 8 Νοεμβρίου 1864 επανεξελέγη πρόεδρος, νίκησε τους Νότιους κι έφερε την τάξη, την ελευθερία και τη δημοκρατία στις ΗΠΑ. Μία από τις πρώτες του ενέργειες ήταν η ψήφιση της 13ης τροπολογίας του Αμερικανικού Συντάγματος (1 Φεβρουαρίου 1865), με την οποία καταργήθηκε και επίσημα η δουλεία.

Σε σχέση με τους προκατόχους του ως προς την εκτέλεση των προεδρικών καθηκόντων του υπήρξε πολύ περισσότερο ενεργός. Μεταμόρφωσε την προεδρική του θέση, αποκτώντας μεγαλύτερη ισχύ στο Κογκρέσο και συνολικά στη δικαστική εξουσία. Μετά τον θάνατό του , βέβαια, δεν διατηρείται τελικά αυτή η πρακτική και παράδοση ισχύος στον εκτελεστικό κλάδο. Δηλαδή, τόσο το Κογκρέσο όσο και η δικαστική εξουσία ασκούν μεγαλύτερο έλεγχο και επιρροή στον Λευκό Οίκο – λαμβάνοντας υπόψη και τα λεγόμενα “checks and balances”, την αρχή της διάκρισης των εξουσιών που φροντίζει να εξισορροπεί την ισχύ κάθε κλάδου, δικαστικού, νομοθετικού και εκτελεστικού.

Ο «ακτιβισμός» του γίνεται φανερός ειδικά από την επίθεση στο Fort Sumter (12 Απριλίου 1861) και έπειτα. Σε αυτή τη περίπτωση μιλάμε για «προεδρικό» πόλεμο, αφού ο Λίνκολν εξουσιοδοτείται για κάθε πράξη και παίρνει ο ίδιος την κατάσταση – και τον νόμο – στα χέρια του. Πιο συγκεκριμένα, τα μέτρα που είχε λάβει είναι η επέκταση του στρατού και του ναυτικού, η χρήση πολιτειακού στρατού, η επένδυση ύψους δύο εκατομμυρίων δολαρίων χωρίς την έγκριση του Κογκρέσου, το μπλοκάρισμα λιμανιών στο Νότο, το κλείσιμο ταχυδρομείων για προδοτική αλληλογραφία, ο στρατιωτικός νόμος και η αναστολή του habeas corpus.

Ο δραστικότητα και παρεμβατικότητα του, οδήγησε μερικούς στο συμπέρασμα πως λειτουργούσε ως δικτάτορας. Ειδικά στις αρχές του Εμφυλίου Πολέμου, ό,τι απόφαση έβγαινε ήταν προεδρικό διάταγμα, χωρίς νομοθετική επικύρωση. Οι αποφάσεις του στηρίζονταν στην αντίληψή πως «δεν είχε νόημα να χάσει το έθνος αλλά να διατηρήσει το Σύνταγμα». Στη διάρκεια μιας τέτοιας κρίσης θεωρούσε υποχρέωσή του να είναι πολύ ενεργός ως προς την εκτελεστική εξουσία. Έτσι, κατηγορήθηκε για στρατιωτική δικτατορία ακόμα και από τους Ρεπουμπλικάνους, τα μέλη του κόμματός του. Η δυσπιστία προς το πρόσωπό του είχε εκφραστεί πράγματι ακόμα και μέσα στους κόλπους του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, επικαλούμενοι ιδιαίτερα την «απειρία» του. Ωστόσο, ο Λίνκολν δεν έκανε κατάχρηση της εξουσίας ούτε παρεμπόδισε τις ελεύθερες και δίκαιες εκλογές. Μάλιστα, καθ’ όλη τη διάρκεια του Εμφυλίου επέτρεπε την ελευθερία του λόγου και του τύπου. Αυτό που έκανε ο Λίνκολν ήταν να βάλει τους εσωτερικούς του αντιπάλους σε κυβερνητικές θέσεις. Σαν να ακολουθεί το δίδαγμα του Sun Tzu, ο Λίνκολν κρατά τους φίλους του κοντά και τους εχθρούς του πιο κοντά.

Μία από τις σημαντικότερες ομιλίες του Αμερικανού Προέδρου είναι αυτή στην Καθαγίαση του Κοιμητηρίου του Γκέτυσμπεργκ (19 Νοεμβρίου 1863). Σε αυτήν ο Λίνκολν αναφέρει τον σκοπό των Πατέρων, την δημιουργία ενός έθνους με θεμέλιο την ελευθερία, και παράλληλα με την αφοσίωση στην ιδέα ότι οι άνθρωποι είναι όλοι πλασμένοι ίσοι. Ήταν ο Εμφύλιος Πόλεμος που θα έκρινε αν το έθνος θα επιζούσε. Μιλά όμως για την πίστη του στο έθνος αυτό, που «με τη βοήθεια του Θεού» θα γεννούσε μια καινούργια ελευθερία, και για μια κυβέρνηση που πρέπει να εκπληρώνει τις επιθυμίες του λαού, μια κυβέρνηση «του λαού, από τον λαό, για τον λαό» (στα αγγλικά, από τις πιο χαρακτηριστικές φράσεις του: “…of the people, by the people and for the people”).

Στις εκλογές του 1864, ο Λίνκολν συγκέντρωσε το 55% της λαϊκής ψήφου και μεγάλη πλειοψηφία στο Εκλεκτορικό Κολέγιο. Χάνει μόνο σε τρεις πολιτείες: Ντέλαγουερ, Κεντάκι, Νιου Τζέρσεϋ. Αντίπαλός του ήταν ο Δημοκρατικός George McClellan, ο οποίος ήταν διατεθειμένος να διαπραγματευτεί ειρήνη με τους Βόρειους, ακόμα και αν αυτό συνεπαγόταν την επιβίωση της δουλείας. Ο Λίνκολν δεν μπορούσε να επιτρέψει το τελευταίο, αφού τόσοι πρώην σκλάβοι πολεμούσαν στο πλευρό των Βορείων. Η πιθανότητα ειρήνης όμως ήταν σημαντική, καθώς κινδύνευε να χάσει τις εκλογές. Ο Βορράς είχε υποστεί πολλαπλά πλήγματα και ανθρώπινες απώλειες. Αφενός τα έξοδα για τον Εμφύλιο Πόλεμο ήταν υπέρογκα, αφετέρου έχει ενδιαφέρον ότι ενισχύθηκε η βιομηχανική ανάπτυξη του κράτους και εκσυγχρονίστηκε η στρατιωτική τεχνολογία, με αποτέλεσμα οι ΗΠΑ να κατοχυρώνουν την θέση του στο διεθνές σύστημα της εποχής. Το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα στις εκλογές αυτές μετονομάστηκε σε “Union Party” (Κόμμα Ένωσης) για να εξασφαλίσει συμμαχία με όσους υποστήριζαν την πολεμική πολιτική του.

Ο Λίνκολν ήταν πράγματι ένας χαρισματικός ηγέτης, δεδομένου ότι είχε την ικανότητα να κινητοποιεί εύκολα το πλήθος. Προσπαθούσε πάντα να είναι δίκαιος, ενώ ταυτόχρονα υπήρξε και φιλεύσπλαχνος, δίνοντας αμνηστία και χάρη σε όσους λευκούς νότιους είχαν δώσει όρκο συμμαχίας με την Ένωση και σε όλες τις κυβερνητικές πολιτικές περί δουλείας και χειραφέτησης, – στα μάτια μερικών ήταν αρκετά συγχωρητικός στους νότιους «προδότες». Στον δεύτερο εναρκτήριο λόγο του, στις 4 Μαρτίου 1865 χαρακτηριστικά αναφέρει: «Χωρίς μνησικακία έναντι κανενός, με συμπόνια προς όλους, με σταθερότητα στην εφαρμογή του δικαίου, όπως ο Θεός επιτρέπει να το κατανοήσουμε, ας εργαστούμε για να περατώσουμε την αποστολή μας, να επουλώσουμε τις πληγές του έθνους μας, να φροντίσουμε για αυτούς που πολέμησαν, για τις χήρες και τα ορφανά, και να πράξουμε τα πάντα ώστε να εξασφαλίσουμε μια δίκαιη και διαρκή ειρήνη μεταξύ μας και με όλα τα άλλα έθνη.

Αφιέρωνε πολλές ώρες στο Λευκό Οίκο με τα λεγόμενα “public opinion baths”, ακούγοντας με τις ώρες τους επισκέπτες που ήθελαν να του μιλήσουν. Έγραφε επίσης δημόσια γράμματα, δημιουργώντας μία αίσθηση οικειότητας με τον αμερικανικό πληθυσμό. Ο Εμφύλιος Πόλεμος, που διήρκεσε τέσσερα χρόνια, είχε εξουθενώσει ακόμα και τον ίδιο τον Αμερικανό Πρόεδρο, ο οποίος έβρισκε καταφύγιο μέσα από το ιδιαίτερο χιούμορ του.

Η δολοφονία του Λίνκολν
Η δεύτερη προεδρία του, κράτησε μόνο λίγες μέρες, γιατί το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής, 14 Απριλίου 1865, την ώρα που παρακολουθούσε μία θεατρική παράσταση στην Ουάσιγκτον, πυροβολήθηκε στο θεωρείο του από τον ηθοποιό Τζον Μπουθ, που ήταν κατάσκοπος των Νοτίων. Απομακρυνόμενος από το θέατρο, ο δράστης ακούστηκε να λέει στα λατινικά: «Sic semper tyrannis» (σε ελεύθερη μετάφραση «Ο θάνατος αρμόζει στους τυράννους»). Νωρίς το πρωί της επομένης, ο Λίνκολν άφησε την τελευταία του πνοή, σε ηλικία 56 ετών. Ενταφιάστηκε με μεγάλες τιμές στο Σπρίνγκφιλντ του Ιλινόις, όπου υψώνεται μεγαλόπρεπο μνημείο του.

Πηγές: 

https://www.sansimera.g

https://odeth.eu/

Listen Live