Αξιωματούχοι του Πέρση βασιλιά Σαβωρίου, ο Ακίνδυνος, ο Πηγάσιος και ο Ανεμπόδιστος, το 330 μ.Χ. ομολόγησαν με γενναιότητα ότι είναι Χριστιανοί, και γι’ αυτό συνελήφθηκαν και μαστιγώθηκαν σκληρά μήπως έτσι προδώσουν την πίστη τους. Μάταια όμως, αφού βίωναν με θέληση όλο το νόημα της Ενανθρώπησης του Υιού και Λόγου του Θεού.
Στη συνέχεια, τους υποχρέωσαν να μπουν μέσα στις φλόγες μιας μεγάλης φωτιάς, αλλά με τις θερμές δεήσεις τους προς το Θεό προκάλεσαν θύελλα με βροχή, που έσβησε τη φωτιά. Το θαύμα αυτό έγινε αιτία να αναβληθεί η θανατική ποινή και μάλιστα, με το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, να ασπαστεί το Χριστιανισμό ο ειδωλολάτρης Αφθόνιος και να βαπτιστεί κι εκείνος στο όνομα της Παναγίας Τριάδας.
Ωστόσο μετά από μερικές μέρες, ύστερα από τις ατυχείς προσπάθειες να τους αλλάξουν το χριστιανικό φρόνημα, διατάχθηκε ο αποκεφαλισμός του Αφθονίου, ο οποίος με σταθερή πίστη στο ιερό Ευαγγέλιο, δήλωσε την αδυναμία της ειδωλολατρίας απέναντι στη χάρη του παντοδύναμου Τριαδικού Θεού.
Ο Ελπιδοφόρος, ο οποίος όχι μόνο ήταν πιστός στο Χριστό, αλλά και πρώτος της Συγκλήτου, κλήθηκε με διάφορα μέσα να αλλάξει την πίστη του. Απάντησε τότε πως πιστεύει στο Χριστό, διότι Αυτός είναι «η οδός και η αλήθεια και η ζωή». Έτσι, διατάχθηκε η θανάτωσή του μαζί με άλλους επτά χιλιάδες Χριστιανούς.
Ο Ακίνδυνος, ο Πηγάσιος και ο Ανεμπόδιστος ρίχτηκαν σε λάκκο με θηρία, αλλά έμειναν αβλαβείς και τα θηρία με ηρεμία απέναντί τους. Το θαύμα αυτό οδήγησε τη μητέρα του βασιλιά στην Εκκλησία και στο να ασπασθεί το Χριστιανισμό. Στο τέλος οι Μάρτυρες ρίχτηκαν σε φλογισμένο καμίνι, για να λάβουν τον αμαράντινο της δόξης στέφανο.