Γεννήθηκε στην κωμόπολη Λύση, της επαρχίας Αμμοχώστου, το 1937. Έπεσε μαχόμενος κοντά στο χωριό του, στις 10 Φεβρουαρίου 1957.
Γονείς : Ανδρέας και Πηνελόπη Κόκκινου
Αδέλφια : Σωτηρού, Κυριάκος, Νικόλας, Δημήτρης, Ιωσήφ, Μαρία, Προκοπία
Ο Πάτροκλος Κόκκινος τελείωσε το δημοτικό σχολείο Λύσης και ήταν οικοδόμος. Εντάχθηκε στην ΕΟΚΑ τον Αύγουστο του 1955 και κατατάγηκε στις ομάδες κρούσεως Λύσης. Καταζητήθηκε στις 10 Αυγούστου 1956 και κατέφυγε στο αντάρτικο. Όταν οι Άγγλοι επέβαλαν κατ’ οίκον περιορισμό στη Λύση για τη σύλληψή του, διέσπασε τον κλοιό των στρατιωτών με αυτοκίνητο που ανήκε σε Άγγλο στρατιωτικό και το οποίο βρισκόταν για επιδιόρθωση σε συναγωνιστή του μηχανικό. Ζήτησε μάλιστα και τη βοήθεια στρατιωτών, οι οποίοι, χωρίς να τον γνωρίζουν προσωπικά, τον βοήθησαν να το ξεκινήσει, για να το πάρει, όπως τους είπε, στον Άγγλο ιδιοκτήτη του. Αργότερα επανήλθε μυστικά στο χωριό του, με άλλους καταζητούμενους και κατασκεύασε κρησφύγετο στο περιβόλι του πατέρα του όπου και έμειναν. Από εκεί εξορμούσαν σε επιθέσεις εναντίον του εχθρού. Είχαν στήσει πολλές ενέδρες και ήρθαν επανειλημμένα σε σύγκρουση με τα αγγλικά στρατεύματα.
Το βράδυ της ενάτης προς τη δεκάτη Φεβρουαρίου 1957 μετακινήθηκαν από το κρησφύγετό τους στο περιβόλι του Παναή Καϊλή, πατέρα του Μιχαήλ Καϊλή (Σιάλου), με τον οποίο είχαν καταφύγει μαζί στο αντάρτικο. Για το επόμενο βράδυ είχαν προγραμματίσει ενέδρα εναντίον των Άγγλων μέσα στη Λύση, σε σημείο που είχαν επιλέξει. Κατά τη διάρκεια όμως της ημέρας εκείνης έγιναν αντιληπτοί από Άγγλους στρατιώτες, οι οποίοι τους περικύκλωσαν.
Ο Πάτροκλος πληροφόρησε τους συναγωνιστές του για την πρόθεσή του να βοηθήσει στη διαφυγή τους. Πήδησε από τον τοίχο της μάντρας και άρχισε να τρέχει θέτοντας τον εαυτό του στο στόχαστρο των Άγγλων, πυροβολώντας εναντίον τους με το κυνηγετικό του όπλο και δίνοντας τη ζωή του, για να σώσει τους συντρόφους του. Παροιμιώδης έμεινε η φράση του Αυξεντίου, όταν πληροφορήθηκε τον τρόπο του θανάτου του νεαρού χωριανού του :
“Ρε τους ροκόλους, πότε έμαθαν να πολεμούν; “