Κυριακή του Παραλύτου: Ο Χριστός ανεβαίνει στα Ιεροσόλυμα και βρίσκεται σε ένα ιερό και θαυματουργό τόπο, την κολυμβήθρα Βηθεσδά. Εκεί συναντά για άλλη μία φορά την αρρώστια και την ανθρώπινη ανάγκη για βοήθεια, παρηγοριά και θεραπεία. Στο διάλογό Του με τον παράλυτο μαθαίνουμε ότι η αρρώστια του ήταν αποτέλεσμα της αμαρτίας.
Ο άνθρωπος αυτός για τριάντα οχτώ ολόκληρα χρόνια ήταν κατάκοιτος. Ο Χριστός «γνούς ότι πολύν χρόνον ήδη έχει, λέγει αυτώ· θέλεις υγιής γενέσθαι;».
Η θαυματουργική θεραπεία του παραλυτικού στη Βηθεσδά είναι μία από τις πολλές θεραπείες που περιγράφουν τα Ευαγγέλια. Κάθε φορά, όμως, που τη διαβάζουμε καλούμαστε μεταξύ άλλων να εμβαθύνουμε στο πρόβλημα της ανθρώπινης αρρώστιας, οδύνης και μοναξιάς, αλλά και της ανάγκης για κατανόηση και συμπαράσταση. «Άνθρωπον ουκ έχω», δεν έχω άνθρωπο να με καταλαβαίνει, να μου συμπαρασταθεί, να με βοηθήσει. Την ίδια κραυγή επαναλαμβάνουν αναρίθμητοι άνθρωποι ανάμεσά μας. Κάποτε, μάλιστα, και εμείς οι ίδιοι με πικρό παράπονο για το πρόβλημά μας. Το παράπονο απέναντι στην αδιαφορία των άλλων κρύβει μέσα του θλίψη, πόνο, αδικία, πικρία, δυσαρέσκεια, ίσως, ακόμη, και θυμό για τη σκληρότητα των άλλων γύρω μας. Ανορθώνει ένα τείχος που μας απομονώνει από τους άλλους, αφού δεν μας καταλαβαίνουν και δεν συμπάσχουν μαζί μας. Βέβαια, στην πραγματικότητα, κάθε φορά που παραπονιόμαστε εμείς ορθώνουμε ένα αδιαπέραστο τείχος από την αδυναμία μας να επικοινωνήσουμε με τους άλλους και να τους αποδεχθούμε όπως ακριβώς είναι.
Η καρτερία του παραλύτου
Στην περίπτωση του παραλυτικού υπάρχει μία ειδοποιός διαφορά. Ο άνθρωπος αυτός φαίνεται ότι είχε μεγάλη υπομονή για τη μακροχρόνια αρρώστια που τον ταλαιπωρούσε. Δοκιμάζει, όμως, αμέτρητες απογοητεύσεις. Ενώ «άγγελος κατά καιρόν κατέβαινεν εν τη κολυμβήθρα, και έταρασσε το ύδωρ», και κάθε φορά «ο πρώτος εμβάς μετά την ταραχήν του ύδατος υγιής εγίνετο», αυτός έμενε με το παράπονο ότι «άλλος προ αυτού καταβαίνει» και θεραπεύεται. Τα χρόνια περνάνε και αυτός εξακολουθεί να προσδοκά και να περιμένει. Να ανανεώνει την ελπίδα του για άλλη μία ευκαιρία.
Η αδιαφορία των ανθρώπων
Όμως ο παραλυτικός ήταν ανεκτικός και μακρόθυμος και με την ανάλγητη απάθεια και εγωιστική αδιαφορία των άλλων. Τριάντα οχτώ χρόνια καθηλωμέvος στο κρεβάτι του πόνου είχε κατανοήσει και είχε αποδεχθεί τους ανθρώπους όπως ακριβώς ήταν, σκληρούς, αδιάφορους και ανάλγητους. Είχε συμφιλιωθεί με τη δοκιμασία της αρρώστιας του. Ζούσε τις συνέπειες της αμαρτίας, που κάνει τον άνθρωπο να νιώθει μέσα στη μοναξιά του «απερριμένος», άχρηστος, ξεχασμένος και περιφρονημένος. Και αυτό είναι το πιο τρομακτικό αίσθημα που μπορεί να νιώσει κάποιος. Και όμως, ο παραλυτικός δεν φωνάζει. Δεν διαμαρτύρεται εναντίον των άλλων. Δεν κρίνει και δεν καταδικάζει τους γύρω του. Μέσα στην αδυναμία και τη δυστυχία του δεν στρέφεται κατά του Θεού και δεν παραλογίζεται. Με την καρτερική αντιμετώπιση της ασθένειάς του και την επιείκειά του προς τους άλλους άνοιξε την καρδιά του να δεχθεί την αγάπη του Χριστού. Περίμενε την επίσκεψη της χάριτος του Θεού.