Ο Νίκος Γεωργίου γεννήθηκε στο χωριό Παλαιχώρι, της επαρχίας Λευκωσίας, στις 17 Οκτωβρίου 1918. Τέλειωσε το δημοτικό σχολείο Παλαιχωρίου και σε ηλικία 13 ετών πήγε στη Λευκωσία, όπου διδάχθηκε την τέχνη του επιπλοποιού, παρακολουθώντας και μαθήματα βυζαντινής εκκλησιαστικής μουσικής. Αργότερα άνοιξε δικό του καθαριστήριο στη Λευκωσία. Υπήρξε μέλος της ΟΧΕΝ και της οργάνωσης ΠΕΟΝ (Παγκύπρια Εθνική Οργάνωση Νεολαίας). Μυήθηκε στον αγώνα στο τέλος του 1954 και συνεργάστηκε με τον αγωνιστή Πολύκαρπο Γιωρκάτζη στον τομέα των πληροφοριών. Το 1955 εντάχθηκε στις ομάδες κρούσεως Λευκωσίας μαζί με τον Ιάκωβο Πατάτσο. Διατηρούσε κρύπτη στο καθαριστήριό του, στην οποία έκρυβε όπλα και πυρομαχικά. Ο ίδιος δεν είχε τότε άμεση ανάμειξη σε εκτέλεση, λόγω των θρησκευτικών του πεποιθήσεων. Είχε όμως συνεργασθεί με την ομάδα του σε άλλου είδους δράση, όπως ήταν η προετοιμασία για την τοποθέτηση βόμβας στο κρεβάτι του Κυβερνήτη Χάρντιγκ, στις 20 Μαρτίου 1956. Στις 16 Απριλίου 1956 οι Άγγλοι πήγαν για έρευνα στο καθαριστήριό του. Διέφυγε τη σύλληψη προσποιούμενος ότι θα πήγαινε να καλέσει δήθεν τον ιδιοκτήτη του καταστήματος. Ο στρατός ανακάλυψε τα πυρομαχικά που έκρυβε κάτω από το λέβητα του νερού. Ο Νίκος κατέφυγε τότε στα βουνά του Μαχαιρά, όπου ενώθηκε με την ομάδα του Γρηγόρη Αυξεντίου. Οι Άγγλοι τον επικήρυξαν με το ποσό των 5.000 λιρών. Τον Αύγουστο του 1956, με την επέκταση του τομέα Αυξεντίου και στα κρασοχώρια Λεμεσού, ο τομέας χωρίστηκε σε τέσσερις υποτομείς. Ο Νίκος Γεωργίου εντάχθηκε στην ομάδα, η οποία με κέντρο τα Λαγουδερά – Σαράντι δρούσε στο βόρειο τμήμα του τομέα και είχε πλούσια δράση. Στις εξονυχιστικές έρευνες που διεξήγαγε ο αγγλικός στρατός τον Ιανουάριο του 1957, ανακαλύφθηκε στο σπίτι του Παπαχαράλαμπου το κρησφύγετό τους στο Σαράντι, όπου συνελήφθηκαν οι Νίκος Γεωργίου, Γεώργιος Μάτσης και Αργύρης Καραδήμας.
Ο Νίκος Γεωργίου υπέκυψε σε τρομερά βασανιστήρια από τους Άγγλους στα κρατητήρια Πλατρών, όπου είχε μεταφερθεί.
Στο απέναντι κελί, ένας άλλος αγωνιστής της ΕΟΚΑ, ο 19χρονος τότε Μιχαλάκης Μουστάκας, θύμα κι αυτός της βρετανικής βαναυσότητας, μέσα από την μικρή τρύπα του κελιού του θα δει τον συναγωνιστή του να πεθαίνει μπροστά στα μάτια του, θα ακούσει την προσπάθειά του να ανασάνει και θα γίνει μάρτυρας των βασανιστικών τελευταίων του στιγμών.
«Θυμάμαι την μέρα που τον σκότωσαν. Ήταν ένα πρωινό, είχαν έρθει Εγγλέζοι στρατιώτες και Τ/κ μεθυσμένοι στα κελιά μας και άρχισαν να μας χτυπούν. Σε κάποια στιγμή άκουσα τον Νίκο που τους φώναξε ‘Θα με σκοτώσετε!’ και μετά από 10 λεπτά είδα που τον έσυραν έξω από το κελί και τον πέταξαν πάνω στο τσιμέντο. Από την μικρή τρύπα του κελιού μου τον είδα που ήταν πεσμένος 3-4 μέτρα μακριά σε ένα υπερυψωμένο σημείο και από το στόμα του έβγαζε αφρούς και μούγκριζε, όπως να σφάζουν ένα ζώο.Τότε άρχισα να του φωνάζω ‘Νίκο, Νίκο, Νίκο’ αλλά δεν μου απαντούσε. Μούγκριζε σαν λιοντάρι, σαν άγριο θηρίο, και σε κάποια στιγμή σταμάτησε. Τον άφησαν πάνω στο τσιμέντο να πεθάνει. Αργότερα τον σήκωσαν και τον πήρανε, ενώ άκουσα κι ένα ελικόπτερο που ήρθε και προσγειώθηκε απ’ έξω. Μέχρι σήμερα ακούω στα αυτιά μου το μουγκρητό του και τις νύχτες όταν πέφτω να κοιμηθώ βλέπω στον ύπνο μου εκείνες τις εικόνες και πετάγομαι πάνω. Πονάει η ψυχή μου όταν τα θυμάμαι, δεν περνά μέρα που να μην τα θυμηθώ και με πιάνουν τα κλάμματα.»