Η αγία Θωμαϊς γεννήθηκε και έζησε στην Αλεξάνδρεια. Ακολούθησε τον έγγαμο βίο και είχε μιά κατά πάντα ευλογημένη οικογένεια. Μέ τον σύζυγό της την συνέδεε αληθινή και ανυπόκριτη αγάπη. Τήν ειρηνική τους όμως συνύπαρξη φθόνησε ο εφευρέτης της κακίας διάβολος και θέλησε να τούς χωρίση, μάλιστα δέ με τραγικό τρόπο.
Κάποτε, που η Θωμαΐδα ήταν μόνη της στο σπίτι, επειδή ο σύζυγός της έλειπε σε δουλειές, δέχθηκε ανήθικη επίθεση από τον πατέρα του συζύγου της, δηλαδή τον πενθερό της, ο οποίος κυριευμένος από τον δαίμονα της πορνείας και υποδουλωμένος στο πάθος της ακολασίας ήθελε να έχη μαζί της ερωτική σχέση. Η Αγία, η οποία είχε παντοτε ζωντανή στην μνήμη της την αίσθηση της πανταχού παρουσίας του Θεού και ζούσε με αγνότητα και σωφροσύνη, αντιστάθηκε με σταθερότητα και παρρησία προσπαθώντας να τον πείση ότι κάτι τέτοιο δεν πρέπει να γίνη, επειδή είναι αντίθετο με το θέλημα του Θεού, το οποίο ήταν γι’ αυτήν τρόπος ζωής και πηγή έμπνευσης.
Προτίμησε το θάνατο
Τυφλωμένος όμως εκείνος από το πάθος επέμενε απειλώντας την με θάνατο. Η αγία Θωμαΐς συνέχισε να αντιστέκεται και προτίμησε τον θάνατο, από την υποδούλωση στο κράτος της αμαρτίας και την εξουσία του θανάτου. Γιατί η έξοδος από την παρούσα σύντομη ζωή με μαρτυρικό τρόπο για την δόξα του Θεού δεν είναι θάνατος, αλλά μετάβαση από τον θάνατο στην ζωή. Είναι νίκη της ζωής επί του θανάτου.
Ο δυστυχής εκείνος την μαχαίρωσε θανάσιμα και μετά το τραγικό αυτό περιστατικό έχασε το φώς του και γύριζε μέσα στο σπίτι σάν χαμένος. Στήν κατάσταση αυτή τον βρήκαν κάποιοι γείτονες, που έψαχναν για τον γιό του, και τον παρέδωσαν στις Αρχές για να δικαστή. Ενώ η Θωμαϊδα, όπως γράφει ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, «έλαβε στέφανον μάρτυρος διά την σωφροσύνην».
Το θαύμα με το άγιο λείψανο
Ο Προϊστάμενος της Σκήτης της Αλεξάνδρειας, μόλις πληροφορήθηκε το μαρτυρικό τέλος της Θωμαΐδος, κατέβηκε αμέσως στην Πόλη με μερικούς μοναχούς και παρέλαβε το λείψανο της Αγίας. Τό μετέφερε με ευλάβεια στην Σκήτη και το ενταφίασε με τιμές στο Κοιμητήριο των Πατέρων. Τότε συνέβη και το εξής θαυμαστό. Κάποιος μοναχός, ο οποίος επολεμείτο από τον δαίμονα της πορνείας και είχε ταλαιπωρηθή για μεγάλο χρονικό διάστημα, προσευχήθηκε στον τόπο που ενταφιάσθηκε το σώμα της Μάρτυρος ζητώντας την βοήθειά της. Καί αφού άλειψε το σώμα του με λάδι από το καντήλι που έκαιγε στον τάφο της, απαλλάχθηκε από τον πειρασμό και ειρήνευσε. Αλλά, κατά καιρούς, και άλλοι πιστοί, μοναχοί και λαϊκοί, που βασανίζονταν από σαρκικούς πειρασμούς προσεύχονταν στην Αγία και με τις πρεσβείες της ενισχύονταν στον αγώνα τους ή και απαλλάσσονταν από το πάθος.
Ο τρόπος με τον οποίο αντιμετώπισε η Αγία τον μεγάλο αυτόν πειρασμό, και η σταθερή αντίστασή της κατά της αμαρτίας θυμίζει την παρόμοια συμπεριφορά του σώφρονος Ιωσήφ, στην Παλαιά Διαθήκη. Ο Ιωσήφ, παρά το νεαρό της ηλικίας του (ήταν μόλις δεκαοκτώ ετών), αντιστάθηκε και αυτός στις παράνομες ορέξεις της συζύγου του αρχιμάγειρα του Φαραώ και έφυγε τρέχοντας, αδιαφορώντας για τις όποιες συνέπειες. Αυτό που είχε στον νού του ήταν μόνον το θέλημα του Θεού, που ήταν τρόπος ζωής του. Γι’ αυτό και είπε: «πώς ποιήσω το ρήμα το πονηρόν τούτο και αμαρτήσομαι εναντίον του Θεού»; Πώς να πράξω αυτήν την φοβερή αμαρτία μπροστά στα μάτια του Θεού; Η συναίσθηση της πανταχού παρουσίας του Θεού, η οποία τον συνόδευε σε όλη του την ζωή, τον βοηθούσε να υπερβαίνη τούς πειρασμούς και να αποφεύγη την αμαρτία.