O Άγιος Οσιομάρτυς Ευθύμιος καταγόταν από πλούσια οικογένεια της Δημητσάνας και το κοσμικό του όνομα ήταν Ελευθέριος Ηλιόπουλος. Ο πατέρας του Αθανάσιος ήταν φημισμένος χρυσικός (αργυροχρυσοχόος). Η μητέρα του Αικατερίνη ήταν από τη Βυτίνα. Δυστυχώς όμως δεν μας έχουν διασωθεί περισσότερα στοιχεία για την καταγωγή της, ούτε το πατρικό της επώνυμο.
Ο νεαρός Ελευθέριος εκπαιδεύτηκε στη φημισμένη σχολή της κωμοπόλεώς του Δημητσάνας.
Στη συνέχεια συμπλήρωσε, μαζί με τον αδελφό του Ιωάννη, τις σπουδές του στην Πατριαρχική Ακαδημία της Κωνσταντινουπόλεως και έπειτα πήγαν μαζί στο Ιάσιο της Παραδουνάβιας Ηγεμονίας της Μολδαβίας, όπου βρισκόταν ο πατέρας τους μαζί με τα μεγαλύτερα αδέλφια τους Γεώργιο και Χρήστο.
Από εκεί αποφάσισε να μεταβεί στο Άγιον Όρος για να γίνει μοναχός, επειδή όμως δεν μπόρεσε λόγω ειδικών συνθηκών, πήγε στο Βουκουρέστι, όπου παρέμεινε κοντά σε ένα Γάλλο πρόξενο και κατόπιν κοντά σε ένα Ρώσο ανώτερο υπάλληλο.
Αργότερα προσκολλήθηκε κοντά σε κάποιους Τούρκους και στο δρόμο για την Κωνσταντινούπολη εξισλαμίσθηκε και ονομάστηκε Ρεσίτης.
Αμέσως μετά την περιτομή, ο εξισλαμισμένος πλέον Ελευθέριος κατάλαβε το ανοσιούργημά του και αισθανόμενος τύψεις συνειδήσεως ζητούσε την ευκαιρία να επανέλθει στην πατρώα πίστη.
Ήρθε λοιπόν στην Κωνσταντινούπολη και από εκεί η Ρωσική πρεσβεία τον διευκόλυνε να φύγει στο Άγιον Όρος, όπου συνάντησε τον Πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε’, ο οποίος είχε εκθρονισθεί από το 1810 και είχε καταφύγει στη Μονή Μεγίστης Λαύρας.
Σε αυτόν εξομολογήθηκε την αποστασία του και έτυχε παρηγοριάς και προστασίας. Αφού περιήλθε πολλές σκήτες και μονές εξομολογούμενος την εξωμοσία του και ζώντας με προσευχή, άσκηση και νηστεία, εκάρη μοναχός με το όνομα Ευθύμιος.
Αργότερα, με τις ευχές πολλών αγιορειτών μοναχών, συνοδευόμενος από ένα μοναχό ονομαζόμενο Γρηγόριο, έφθασε στο Γαλατά της Κωνσταντινουπόλεως στις 19 Μαρτίου του 1814.
Αφού κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων κατά την Κυριακή των Βαΐων, έβγαλε τη μοναχική ενδυμασία, ντύθηκε τούρκικα ενδύματα, έβαλε μετάνοια στο συνοδίτη μοναχό Γρηγόριο και ξεκίνησε την πορεία του προς το μαρτύριο.
Κρατώντας στα χέρια του βάγια και σταυρό, παρουσιάστηκε ενώπιον του Βεζίρη Ρουσούτ πασά και, αφού καταπάτησε ενώπιόν του το τούρκικο φέσι του, ομολόγησε τον Ιησού Χριστό Θεό αληθινό και δήλωσε ότι αρνείται την θρησκεία του Μωάμεθ, χαρακτηρίζοντάς την μεγάλη απάτη.
Κατά διαταγή του Βεζίρη υπεβλήθη σε φρικτά βασανιστήρια και κλείστηκε στη φυλακή. Και όταν πάλι προσήχθη για δεύτερη φορά ενώπιον του άρχοντα, ούτε τότε ενέδωσε στις κολακείες και στις απειλές.
Με σταθερό φρόνημα και γενναία ψυχή ο Οσιομάρτυρας Ευθύμιος ομολογούσε το όνομα του Κυρίου, μένοντας αμετακίνητος στην πίστη του.
Η άρνησή του να προσκυνήσει εκ νέου το Ισλάμ οδήγησε στη θανάτωσή του δι’ αποκεφαλισμού στις 22 Μαρτίου 1814.
Οι συμπατριώτες του, για να τον τιμήσουν, έχτισαν ναό στο όνομα του μαζί με αυτό του εθνομάρτυρα Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε’ στη Δημητσάνα.
Η μνήμη του τιμάται την 22α Μαρτίου, ημέρα του μαρτυρίου του, ενώ συνεορτάζεται και μαζί με τους Οσιομάρτυρες Ιγνάτιο το Νέο και Ακάκιο την 1η Μαΐου.