Ο Άγιος Αχίλλιος ο μυροβλύτης και θαυματουργός ήταν ένας από τους μεγάλους Πατέρες του τέταρτου αιώνα μ.Χ., που δόξασε την Εκκλησία ως αρχιεπίσκοπος Λαρίσης, με την ορθόδοξη πίστη του και την αγία βιωτή του. Ο ταπεινός ιεράρχης συμμετείχε στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο και ήταν από τους επικεφαλής σ’ αυτήν μαζί με τον Άγιο Νικόλαο και τον Άγιο Σπυρίδωνα.
Στα χρόνια που ζούσε ο Άγιος στη Λάρισα, κατά τους βιογράφους του, λυμαινόταν το σώμα της Εκκλησίας ιδιαίτερα η αίρεση του Αρειανισμού. Για την καταπολέμηση της αίρεσης αυτής συγκλήθηκε το 325 η Α’ Οικουμενική Σύνοδος στη Νίκαια της Βιθυνίας, στην οποία έλαβε μέρος πρωταγωνιστικό και ο Άγιος Άχιλλιος, κάνοντας και ένα θαύμα στο οποίο έδειξε την αλήθεια των Ορθοδόξων έναντι του Αρείου.
Υπόδειγμα ταπείνωσης
Προσκλήθηκε κάποτε ο Αγ. Αχίλλιος σε μια πόλη της Θεσσαλίας για κάποια ανάγκη της τοπικής τους Εκκλησίας. Οι κάτοικοι έκαναν μεγάλη προετοιμασία, αντάξια ενός επισκόπου, περιμένοντάς τον. Αφού ευπρέπισαν χώρους φιλοξενίας, καθάρισαν δρόμους, ετοίμασαν φαγητά, περίμεναν τον ερχομό του, που τον φαντάζονταν πάνω σε κάποιο πολυτελές άλογο με κουστωδία συνοδών, έναν δηλαδή ερχομό αντάξιο του αξιώματός του. Όμως, αντ’ αυτών, είδαν δυο κληρικούς που έρχονταν πεζοί.
Οι κάτοικοι της πόλης, νομίζοντας ότι ήταν προπομποί του Επισκόπου, ρώτησαν αν ο Άγιος ήταν κοντά. Όταν ο ένας από τους δυο κληρικούς είπε ότι αυτός είναι ο Επίσκοπός τους, οι απλοϊκοί κάτοικοι το εξέλαβαν σαν ειρωνεία. Μετά από λίγο, κι αφού επέμεναν ρωτώντας και ακούγοντας τα ταπεινά, γλυκά του λόγια, πείστηκαν ότι αυτός ήταν ο αρχιερέας τους και θαύμασαν την ταπείνωσή του. Βεβαίως, το ποίμνιό του ωφελήθηκε πολύ περισσότερο από την ταπείνωσή του παρά από τις αγαθοεργίες ή τους λόγους του.
Η Κοίμησή του
Ύστερα από 35 έτη αρχιερατείας στη Λάρισα, κατά τα οποία ο Άγιος στάθηκε «χηρών, ορφανών, πενήτων, αδικουμένων και των κακώς πασχόντων προϊστάμενος εν πολλή σπουδή», έφθασε και γι’ αυτόν η ώρα της κοίμησης, την οποία προαισθάνθηκε. Για τούτο κάλεσε πριν από αυτήν κοντά του τους ποιμένες της Εκκλησίας της Θεσσαλίας και τους λαϊκούς συνεργάτες του, για να τους χαιρετίσει και να τους αφήσει σαν παρακαταθήκη τις τελευταίες συμβουλές, που αποτελούσαν τους κεντρικούς άξονες και της δικής του βιοτής.
«Εγώ μεν, τέκνα, τους είπε, ήδη προς τον Θεόν επείγομαι και ο καιρός της εμής εφέστηκεν αναλύσεως». Για το λόγο αυτό σας παρακαλώ για τελευταία φορά να φροντίζετε και στο εξής για τη σωτηρία των ψυχών σας, ενθυμούμενοι ότι μετά θάνατον δεν έχει πια ο άνθρωπος καμία άλλη ευκαιρία μετάνοιας, εφόσον εκεί είναι ο καιρός των αντιδόσεων, ενώ εδώ είναι ο καιρός των αγώνων.
Πρώτα από όλα, δηλαδή, και πάνω από κάθε τι να κρατείτε απαρασάλευτα την ορθόδοξη πίστη.
Μαζί δε με αυτήν να φροντίζετε ταυτόχρονα και για την καθαρότητα του βίου και τον αγιασμό, ώστε να έρχεται και να ενοικεί μέσα σας, σαν σε ναούς καθαρούς, το Πνεύμα το Άγιο.
Κάθε δε οργή και θυμός να μένει μακριά από σας, ώστε να είσθε πάντοτε πράος και ειρηνικοί, όπως και ο Χριστός μας, που μας δίδαξε πάνω από όλα να είμαστε πράοι και ήμεροι και συγχωρητικοί για όλους».
Λέγοντας τα πιο πάνω και πολλά άλλα ακόμη για την αξία της ακτημοσύνης των αφιερωμένων στον Θεό πιστών, για τα καθήκοντα της φιλοξενίας, της ανεξικακίας και άλλων χριστιανικών αρετών, ο Άγιος παρέδωσε τελικά στα μέσα του τέταρτου μ.Χ. αιώνα ειρηνικά την ψυχή του στους αγίους Αγγέλους, που είχαν έλθει για να την παραλάβουν.
Το ιερό λείψανό του τοποθετήθηκε σε μια λάρνακα, που ο ίδιος είχε πιο μπροστά κατασκευάσει, για να ενθυμείται το θάνατο και να προετοιμάζεται για την πέραν του τάφου ζωή. Από τη λάρνακα αυτή ανέβλυσε κάποια στιγμή μύρο ευωδιαστό, φανερώνοντας ότι είχε βρει τη δικαίωση των κόπων και των αγώνων του από τον παντεπόπτη Κύριο.
Μετά δε από την οσιακή κοίμησή του, ο Άγιος έγινε ο ακοίμητος φρουρός και προστάτης όλων των πιστών της Λάρισας.