Του Στέλιου Παπαντωνίου
Τα τελευταία χρόνια εφευρέθηκε από πολλούς άλλη μια μέρα διασκέδασης και φαγοποτιού που δεν μας έλειψε ούτε θα μας λείψει και με την περίοδο των νηστειών. Αυτοί που ξέρουν, μαγειρεύουν νηστήσιμα πιο νόστιμα κι από τα κρέατα και όλων των ειδών τους μεζέδες. Κι οι μάσκες έτοιμες κι οι σούβλες έτοιμες και τα τραγούδια. Παλιά, την τσικνοπέμπτη τηγάνιζε η γιαγιά κανένα χοιρινό, να τσικνώσει το σπίτι, αφέλια, ζαλατίνα και μούγκρα, καιρός της ήταν, κάμποσο σινάπι να αψίζει να πιπιρίζει, δεν ξέραμε το κραμπί για μούγκρα, κουνουπίδι μόνο, πατάτες αντιναχτές, πουμπάρι, κάτι σαν λουκάνικο γεμιστό με ρύζι, παντζάρια με λαδάκι και σκόρδο, ελερμάσι αν έβρισκαν, χάθηκαν αυτά, εφευρέθηκε η σούβλα που λύνει όλα τα προβλήματα, κρασάκι, άσπρο κονιάκι των φτωχών από το μπακάλικο του Κυριάκου, ψωμί φρέσκο από το φούρνο του Πιτζιολή, αναμμένα τα κάρβουνα στο μαγκάλι, καπήρα κι ελιές οφτές, κανένα χαλλούμι, Θεέ και Κύριε, πλούσια τα ελέη Σου, καλή καρδιά, από άγχος αγνοούσαμε και τη λέξη, ήρεμα αργά και σταθερά που κυλούσε η ζωή, και την επαύριον τα κόλλυβα, πιάτα και πιάτα πολλά πολλά στην εκκλησιά, τα χύνανε σε μια μεγάλη σινιά, για να μνημονέψει ο παπάΚωστας των ψυχών, Ψυχοσάββατο ερχόταν, ονόματα κι ονόματα ακούαμε, εικόνες γνωστών κι αγνώστων παρέλαυναν μπροστά μας, και σήμερα ακόμα, στο τραπέζι με τους δικούς και τους φίλους μνημονεύουμε, νεκρόδειπνα τα περισσότερα όσο μεγαλώνουμε κι εκείνοι μαζί μας, όσο κρατά η μνήμη μας τους μνημονεύουμε, ζουν μαζί μας.