Καθώς ιστορούν οι κουβικουλάριοι, που έβλεπαν και είχαν την έγνοια των σπιτιών της Εκκλησίας και του Πατριαρχείου, έτυχε μιαν ημέραν να συναντήσει τον πατριάρχην εις το κελλίν του ένας κτηματίας πολλά πλούσιος. Πολύ εσυγχύστηκε ο κτηματίας, όταν επαρατήρησε το κελλί και τα φτωχά στρωσίδια, ένα χαλί στο δάπεδον παλαιόνκαι ένα ράσον πολυφορεμένον. Όταν εχαιρέτησε τον Πατριάρχη εκατηφόρησε εις το παζάρι και αγόρασε ένα πάπλωμα πολλά ακριβόν και όμορφο. Επλήρωσε τριάντα έξι χρυσά νομίσματα, καταπώς μαρτυρούν οι οικονόμοι.
Κατά το απόγευμαν απέστειλε το πολύτιμο πάπλωμα και τον επαρακαλούσεν με όρκους και παρακάλια να μην το αρνηθεί , να του κάμει τη χάρη να το δεχτεί και να σκεπάζεται τις νύχτες να μην κρυώνει. Υποσχέθηκε ο Άγιος και για να τηρήσει τις
υποσχέσεις του τη νύχτα εσκεπάστηκε με το πάπλωμα του κτηματία. Εβασανιζόταν, όμως, ο δίκαιος, δεν μπορούσε να κλείσει μάτι και εμονολογούσε και έλεγε: « Ποιος να το πιστέψει μπορεί πως ο Ιωάννης ο αμαρτωλός και ο φτωχός στις αρετές και τις
καλοσύνες, εσκεπάστηκεν απόψε με πάπλωμα των εκατόν πλουμιών, με πάπλωμα που έδωσαν για να το αγοράσουν τριάντα έξι ολόβαρα και ολόχρυσα κωνσταντινάτα.
Απόψε που μέσα στις οδούς αρκετοί κρυώνουν αδελφοί μου. Άραγε πόσοι αυτή την ώρα ριγούν από το δριμύ το ψύχος; Πόσοι μ’ έναν ψαθίν, παλιόν ψαθίν, μισό για σκέπασμα, τ’ άλλο μισό για στρώμα, πασκίζουν να κουλλουριαστούν για να τους
χαριστεί ο ύπνος. Είναι πολυάριθμοι οι αδελφοί μες τα στενά κουλλουριασμένοι και τρέμουν και δεν μπορούν για λίγο να αποκοιμηθούν. Πόσοι απάνω στα βουνά και μες τα χιόνια, πόσοι λάχανα ονειρεύονται, από εκείνα που πετάν οι μάγειροι και οι οικονόμοι μου, πόσοι μέσα στα μαγειρεία της επισκοπής θέλουν να εισέλθουν και λίγο ψωμίν παλαιόν μεσ’ τους ζωμούς να το δροσίσουν; Και άλλοι τόσοι απλώς να μυρίσουν το κρασί των κελλαριών μας ονειρεύονται; Ξένοι πολλοί μες την πόλιν μας
έρημοι και λυπημένοι κάθονται μες την αγοράν, καθώς βρέχει δυνατά. Άραγε είναι λίγοι οι φτωχοί που φορούν τα ίδια κουρέλια χειμώναν και θέρος και βασανίζονται;
Αχ, Ιωάννη, και συ εξισκοπίστηκες και περιμένεις τα αγαθά της βασιλείας σαν πίνεις και κρασίν και τρως και ψάρια ολόφρεσκα! Αχ, Ιωάννη, και απόψε μες το κελλί σου έβαλες πάπλωμα των τριάντα έξι χρυσών κωνσταντινάτων και εκατόν πλουμιών.
Εξημέρωσε ο Θεός και ο Ιωάννης έστειλε το πάπλωμα να πωληθεί μ’ έναν έμπιστον οικονόμον. Βλέπει το ο κτηματίας, πάλιν αγόρασεν το και πάλιν απέστειλεν το δώρον. Όταν έγινε το ίδιο και για τρίτην φοράν, επουλούσεν ο οικονόμος και αγόραζεν ο κτηματίας, λέει του ο δίκαιος , αστειευόμενος και έμπλεως χαράς: « Ίδωμεν τις περικακεί , εγώ ή συ;»
Ύστερα δε εξηγούσε: « Εάν επί σκοπώ του δούναι τοις πτωχοίς, άνθρωπος δια μεθόδου δύναται καλοθελώς αποδύσαι τους πλουσίους και αυτό το υποκάμισον αυτών, ουχ αμαρτάνει, μάλιστα εάν εισίν άσπλαχνοι τινες και σκηφοί, δύο ταύτα κερδαίνει ο τοιούτος, εν μεν ότι τας ψυχάς εκείνων σώζει, δεύτερον δε ότι και αυτός εκ τούτου μισθόν ουκ ολίγον εσχήκει.» Δια να εξηγήσει και αποδείξει τον λόγον του έλεγεν και δια τον Άγιον Επιφάνιον και δια τον Επίσκοπον Ιεροσολύμων Ιωάννην. Ο Επιφάνιος ο Όσιος , με τέχνην περισσήν επήρεν τα πολλά τα ασήμια του Πατριάρχη Ιωάννη και τα έδωσε εις τους πολλούς.