Το Κρίνο του Εικοσιένα- Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 και ο ξεσηκωμός της ΕΟΚΑ
ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΠΕΓΕΙΩΤΗ*
Στην Κύπρο, άμεσος απόηχος του 21, δεν ήταν μια επανάσταση, ήτανε μια σφαγή. Μες τον καυτερό ήλιο του Ιουλίου, εκεί στο Σαράι της Λευκωσίας, προύχοντες και δεσποτάδες βάψαν με το αίμα τους το σχοινί της κρεμάλας. Μπορετό δεν ήταν φαίνεται να ακολουθήσει η Κύπρος το λάβαρο του ξεσηκωμού. Δεν πρόφτασε να σηκώσει μπαϊράκι επανάστασης. Η σπάθα του Αγαρηνού της κατάφερε κτύπημα βαρύ. Πρόφτασε όμως να αρθρώσει μια απάντηση Ελληνική.
«Η Ρωμιοσύνη έν φυλή συνότζιαιρη του κόσμου,
Κανένας δεν ευρέθηκε για να την ιξηλείψη.
Κανένας, γιατί σσιέπει την που τάψη ο Θεός μου.
Η Ρωμιοσύνη εν να χαθή όντας ο κόσμος λείψη».
Κανείς δεν όλπιζε πως μετά εκατό τριάντα τόσα χρόνια το δεντρί που φύτεψε το 21 θα ‘ριχνε κλάδους μέχρι το αρχοντονήσι της Ανατολικής Μεσογείου. Έρχονται όμως καιροί που τα όνειρα γίνονται πραγματικότητες.
«Όνειρο μέγα λυτρωμού πληγή πολύχρονου καημού/
Κρίνο του εικοσιένα/
ανοίχτε κι ήρθε και για σας, της Κυπριοπούλας Λεφτεριάς/
χέρια αλυσοδεμένα».
Μάρτης του 58 ο λαός ξεχύνεται στους δρόμους εορταστής λαμπρός και λεύτερος. Ανάμεσα τους όπως πάντα οι «εφημεριδοπώλες», παιδιά αμούστακα. Όλο το βράδυ δούλευαν οι πολυγράφοι για χάρη τους. Η λευτεριά ζωγραφισμένη στο χαρτί έπρεπε να σκεπάσει τη σκλάβα γη.
Πλάι στις προκυρήξεις, τα φυλλάδια, τις μπογιές και τα πινέλα, παράνομο εκείνη τη μέρα κι ένα ποίημα. Γραφή παραδοσιακή, προσεγμένοι στίχοι. Εφτά στροφές τετράστιχες, όλο φωτιά κι Ελλάδα. Με το ποίημα αυτό κάποιος άγνωστος Γαβριήλ θα μας μάθαινε για το Κρίνο του Εικοσιένα. Μέχρι τώρα ξέραμε απ΄το Παλαμά για το κρασί. Μα για το κρίνο τίποτα δεν είχαμε ακούσει:
«Φτερούγες αρχαγγελικές σαν αρμονίες χερουβικές σκιρτήσανε στα αιθέρια και της Παρθένας Λεφτεριάς, λαχταριστά ψηλά με μιας απλώθηκαν τα χέρια.
Το κρίνο του Ευαγγελισμού, όνειρο μέγα λυτρωμού/ σαν αστραπή σα θάμπος/ στα χέρια της μυροβολεί κι αναγαλλιάζει σαν πουλί/ κάθε βουνό και κάμπος.»
Από τον Απρίλη του 55 η Άνοιξη οποτ΄έρχεται είναι αλλοιώτικη. Ένα κρίνο αλλόκοτο, πρωτοφανέρωτο. Παντού ανθοφορεί μες στη ζωή, μες τις καρδιές σε κάθε σπίτι μέσα.
«Φτερούγες αρχαγγελικές έχουνε τώρα κι οι καρδιές στο φως άλκιμης νιότης και σαν αθάνατο κρασί πηδά το αίμα απ΄ την πληγή στη γη της αιωνιότης».
Ποιός όμως να το φυτέψει; Ποιοι μας ορμήνεψαν να ξεχυθούμε στους κάμπους. να μαζέψουμε λίγη απ΄την ευωδιά του. Δυο αρχηγοί μοιαστοί με ΄κείνους τους παλιούς λεβέντες του Εικοσιένα. Φέραν τα κρίνα κι άνοιξε ο δρόμος, Φέραν το κρίνο και περπατούν μαζί μας με τον τρόπο τους, με την αλλοιωτική τη φωτεινή ζωή τους.
«Σαν αγιασμός πέφτει η βροχή, δροσολογώντας τη ψυχή/ απ΄της σκλαβιάς τον λίβα./ Χορό αθανάτων σέρνομε, Κολοκοτρώνη, Μπότσαρη/ με τον δικό μας Γρίβα. Νιος Παπαφλέσσας, Γερμανός και δούλος Άγγλου κανενός, Μακάριε μπουρλοτιέρη/ βάζεις
φωτιά μες’ στην καρδιά κι ανοίγεις δρόμο που γοργά/ τη Λευτεριά θα φέρει».
Το ποίημα τελειώνει με ένα πρόσταγμα ενότητας και με την επανάληψη της χαρμόσυνης αγγελίας. Η άφιξη του Κρίνου εκφράζεται καθαρά πια χωρίς εικόνες όμορφες, χωρίς πολλά στολίδια. Προέχει η επικοινωνία με τον επαναστάτη. Χωρίς φυσικά η απλότητα αυτής της τελευταίας στροφής να ζημιώνει το ποίημα.
Τα χέρια δώστε και κανείς μη μείνει πίσω, ο Διγενής/ σαλπίζει αντρειωμένα/ Στην Κύπρο μας μυροβολεί κι αστράφτει σαν Ανατολή το Κρίνο του Εικοσιένα.»
Στους στίχους του ποιήματος αυτού, τους μόνους παραδοσιακούς που έγραψε για τον αγώνα ο Παπαδόπουλος φτάνει στο αποκορύφωμα η χρήση των θρησκευτικών συμβόλων. Είναι βέβαια και το θέμα του Ευαγγελισμού τέτοιο που ευνοεί τα σύμβολα αυτά. Πίσω όμως από τους στίχους φαντάζει η θερμή πίστη του ποιητή. Μια ματιά στα προγενέστερά
του ποιήματα η θητεία του στο νεοελληνικό Χριστιανικό κίνημα (στην ακμή του μάλιστα στους μεταπολεμικούς χρόνους), τεκμηριώνουν την ύπαρξη αυτής της πίστης.
Η βασική ιδέα του ποιήματος, η αναβίωση δηλαδή του εικοσιένα μέσα από την επανάσταση των Κυπρίων, δεν ήταν ένας παρατραβηγμένος ιδεαλισμός. Η καλλιέργεια πνεύματος θυσίας για τη Λευτεριά ήταν μέλημα βασικό της ΕΟΚΑ. Ο παραδειγματισμός από το εικοσιένα ήταν και ο σκοπός της παρουσίας τόσων σελίδων που το ζωγράφιζαν γλαφυρά στο παράνομο περιοδικό «ΕΓΕΡΤΗΡΙΟΝ ΣΑΛΠΙΓΜΑΝ» την έκδοση και το υλικό του οποίου επόπτευε ο Παπαδόπουλος για την τοπική έκδοση της επαρχίας Λεμεσού.
Σημειώνουμε ότι η τελευταία σελίδα, πάντα εξιστορούσε περιστατικά απ’ το μεγάλο ξεσηκωμό του Έθνους με δική του επιμέλεια.
Τέλος διευκρινίζομε ότι το ποίημα, παρά τον ομοιοκατάλικτο στίχο του, δεν γράφτηκε για μελοποίηση. Εξάλλου ο Παπαδόπουλος δεν βρίσκει την ομοιοκαταληξία τυρρανική και για καιρό τη διατηρούσε παράλληλα με τη μοντέρνα γραφή.
Το κείμενο αποτελεί μέρος ευρύτερης μελέτης - ανάλυσης των ποιημάτων, που έγραψε ο ποιητής αντάρτης, Γιάννης Παπαδόπουλος, στα χρόνια του ξεσηκωμού. Τίτλος της μελέτης «Ποιήματα ενός αγώνα».
*Εκπαιδευτικός Άνοιξη 1987