ΙΣΤΟΡΙΑ Α΄
Έβαλεν τα ρεβύθια δέκα ώρες στο νερόν Έρκετουν βαρυσιειμωνιά την επόμενην ημέραν τζιαι νύχταν.Εννα κατεβούν τα κοπέλλια που τα εργοτάξια που τα κτίσματα για να βράσουν με σούππαν φτηνήν τζιαι θερμένουσαν σώμαν τζιαι καρδίαν..
Πράγματι που τα χαραματα ο αέρας ήταν να πάρει τον κόσμον ούλλον.Οι τακτικοί για τον πρωινόν καφέν επαραγγείλαν σούππαν.Ευτυχώς εκτός που τους χούμους έκατσεν που το δείλις εχτες τζιαι εμαείρεψεν μιανερακλήτικήν χορτόσουππαν στο ζουμίν φρέσκου βοδινού κρέατος.
Οι βροσιές αντιναχτές το κρύον τζιαι οι ανέμοι σιγά σιγά γεμώνουν το μαχαζίν του καλόκαρδου μάειρα.Ο αληθινός σιειμώνας οδηγεί τους Κυπριώτες στες αγκάλες των παλαιών και έμορφων γεύσεων της νήσου.
Χούμοι λουβάνες αυκολέμονες τραχανάες εντράδες χορτόσουππές με το βραστόν το κρέας.
Οι σούπες του σιειμώνα οι παρηορκές μας.
Φέρε τζιαι καπηρούες μάστρε....
Ιστορία β΄
κόμα τζιερνούν αγάπην τζιαι συγχώρεσήν....
Να πάτε στο καλόν Καλά Χριστούγεννα.Αντηχεί το μαειρκόν με τους χούμους τζιαι τες παλλιές μαειρκές.
Έρκεται ο Γιώρκός.Εμπλέξαμέν.
Με φοάσαι εν Χριστούγεννά....
Τολοιπόν κοπέλλια τι οφείλομεν.
Άτε κοπέλλια καλές γιορτές.
Εννα πκιείς τίποτε.
Έναν καφεν .Οξα εν δουλειά του Γιαννάκη ο καφές.
Εν πάω σιειμώνα στην Ίνιά στον Κάθηκά Εν κρυάδα.Κόμα στη Δρούσια να δεις.
Στον Κάθηκάν εν παραπάνω κρυάδα νομίζω.
Μιαν καλύφα να είχα τζιαι να δεις αν θα μουν δαμε να τρώω χούμους μιτά σας..
Μεζεκκλίκκια α!
Ό ι ρε χούμους εν νηστεία.
Έχω τον ακουστόν τούτον τον Παπάν που τον Αγρόν .Εν τούτον το σπίτιν το ευλοημένον που του έκαμεν του Αυξεντίου τζιαι των κοπελλιών το τελευταίον τραπέζιν των γιορτών.
Εζιέν τζιαι ο Γιωργάλλας;
Εν είμαι σίουρός.
Μα εν ταν Χριστούγεννά του 1956 αλοπως.
Ναι οι τζιαιροί οι πρωτινοί.
Έτοιμός να πάρεις τους χούμους της νοικοτζυρας.
Να σαι καλά.
Μα έτσι μέρα τρώτε λουκάνικα.
Είμαστεν αμαρτωλοί ρε Γιώρκο.
Εγιω να δεις Ρωτή μου.
Οι χούμοι των κοπελλιών εν που μέναν.Για να με συγχωρήσουν για τζειντη νύχταν πομέθυσα.
Συγχωρεμένος Ρωτή μου Κάτσε να πκιεις έναν κρασίν.
Ήρτεν τζι ο Μάκης.Εχαθήκαμέν.
Μα έτσι μέραν να λειπω κοπέλλιά.Που την Αστράλιάν τζιαι έρκουμέ.Έτσι μέρες το εβδομήντα επήα με το ΠΑΤΡΙΣ στην Ωκεανίαν.
Υστερά επήα στην Τασμάνιάν τζιεικάτω που έσιει πολλούς Δρουσιώτες. πολλούς Ρωμιούς.Τσιριγώτες.Κρητικούς.
Άτε Καλά Χριστούγεννά τζιαι Ευτυχες το Νέον Έτος.Που αύριον εννά κόψω τους χούμους για θξυο εφτομάες.
Καλές Γιορτες κοπέλλια.Πειθαρκού να ρτετε για τα λουκάνικά τα σαρτζιερά τα κρασά τα τες καπνιστές καρκαλαμιές του Ά η Φώτη.
Μετά χαράς αρχιμάειρά της φτωχολογιάς άρκοντά των γειτονιών που κόμα τζιερνούν αγάπην τζιαι συγχώρεσήν.
ΣΟΥΠΕΣ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΡΙΤΗ
Σούπες υπο βροσιην
Βροσιή στη τσίγκινη οροφή του σουβλιτζίδικου του μάστρε Κυριάκου.Οι κρασιές να παέννουν τα ποτήρκα να τσουγκρούν και τα συνεργεία να μονιάζουν μες τα λασπωμένα τζάκετ τζιαι τα παλλιά φαιοπράσινά πουκάμισα του στρατού. Σούππες , σουβλάκια κρασάτα στα κάβουνά λουκάνικα και κουβέντες απλές αληθινές.Αθθυμάσαι ππου εφκάλλαμεν τα τούβλα τα μισοκαμένα με το σσοινίν πας το Αμαθούς.Α ρε αδέρφιν.Ήταν εβδομήντα δύο ή εβδομήντα τρία.Οι άλλοι επήαν κουτσα στραβά Γυμνάσιον.Εμεις που τότε κτιστούθκια στο μάστρε Κωστήν τον Ίλαρον.
Ήντα Αδρωπος ήταν.Επροσεχεν μας σαν τα παιθκιά του. Ήνταλοής το λάλεν.Ένα πράμαν αγαπώ ρε μιτσιοι.Την αγάπην.Τζιαι θκυο πράματα εν τα θέλω να τα δω οσσιάν του νερού.Τη διχόνοια τζιαι την αδικίαν παστον φτωχόν τη χήραν το ορφανόν.
Ορφανός ήτουν που μιτσης βασανισμένος που τα πέντε του σε έναν θκειον του μπακκαλην.
Οι μιτσιοι πάντα κάτω να πατούν στη γην.Έτσι τοσιεν.Εγιώ μανάες να κλαίουν εν ημπορω να θωρώ.
Θκυο τζιτρόμηλα θκειε Κυριάκο για τες σούππες τζιαι αλλό θκυο κρασιές.
Κότσινον κοπέλια κρασίν χωρκάτικον του Τροόδους .Αμπέλιν καλουρκά.Χώμαν της ποταμοσιάς.Κρασίν του πυθαρκου που πατητήριν είπαν μου.Με πολλά γλυτζιήν με πολλά στερκόν.Οίνος αδρωπινος αμέθυστος καλός.
Αννοίξαν οι ουρανοι τζιαι οι ποταμοί τους εννα πλύννουν τα δεντρα τες στράτες τα στιάθκια.Ατζιαπίσσου εννα πλύννουν νάκκον τζιαι τες καρκιές μας .Τες καρκιές των αθρώπων τουντου τόπου πον πονεμένες.
Πιπέριν σκόρτον οι σούππες.
Πόλικον μάστρε Κυριάκο.
Οι τσίγκοι αρέσκει μου να τραουδούν που τότες που κάμναμεν μεσομέριν καρτζίν της θαλάσσης τζει πον το Αμαθούς πας το μεάλον το τραπέζιν με τους πάγκους ούλλοι μαζίν μονόουλοι.Μαστόροι τσιράκκια καπαλητζήες αναβατορηατζήες τζιαι οι μαστόροι του σουβα...
Βροσιή παστους τσίγκους του μαειρκού.Τα μεσομέρκα του σιειμώνα που τρων τα συνεργεία.
Στην υγεια μας μάστρε.Τζιαι έναν κρασίν εις την Παράδεισον για τον παλλιον μας μάδτρον το δεύτερον τζύρην μας το Ίλαρον με το νάμιν.