Σου γράφω ολίγα. Οσα αντέχω. Εμείς γιε μου εμεταβήκαμεν εις Λαπηθον Καραβαν δια στρώσην ναρκοπεδίου. Εις χώρον άγνωστον. Εκεί δυστυχως ο διοικητής μας απεχώρησε και εμείναμεν εκτεθειμένοι. Στην μεγάλην επίθεσην των Τούρκων. Καθαρή παραβίασις της εκεχειρίας. Εμείς υποχωρούντες στρατιώτες μηχανικού επροσπαθήσαμεν να σωθούμεν. Μέσα σε τζείνον το κακόν εποφάσισα να πάρω τον δρόμον πλαγίως των βουνών και κρυβόμενος να πκιάω ούλλον θάλασσαν πέρκει φκω νύχταν νύχταν προς Μόρφου μερκάν τζιαι σωθώ.
Τες νύχτες ετζοιμούμουν μες στους σπήλιους. Αμαν εν είσιεν στρατον τους Τούρκους επερπάτουν νάκραν νάκραν του νερού. Πότε για κάλυψην εμπαινα τζιαι μες το νερόν σχεδόν τέλλια χωσμένος.
Δίψα πολλή. Πείνα. Την τρίτην ημέραν είδα μιαν μάντρα σύγκοντα της θαλάσσης. Λαλω να μείνω να νυχτώσει να κοντέψω. Ύστερις που το σούρουππον εκόντεψα. ήβρα νερόν λάκκον. Εφκαλά νερόν ήπια. ήβρα μιαν γωνούαν. έππεσα. Επήρεν με ο ύπνος. Κατα τα ξηφώθκια εξύπνησα μόνος μου. Ήβρα μιαν τερατσιαν εκοψα τεράτσια έφαα ήτουν μέλιν. Επήρα δυνάμεις τζιαι επκιαα ούλλον παραθαλάσσια περκει έβρω Έλληνες τζιαι σωθώ. Εσσιηστήκαν τζιαι τα άρβυλα τζιαι τα ρούχα.
Που την κούρασην τζιαι τες έννοιες ενόμιζα επεράσαν εφτομάες.
Την Πεμπτην ημέραν έφτασα σε φυλάκιον που μπορεί νάταν δικόν μας. Εχώστηκα εκρολοήθηκα. Άκουσα ναν διαβιβαστήν να φωνάζει. Καταληπτα. Ακούω. Εφανερώθηκα.ήρταν τα κοπέλλια εβάλαν με εσσω εφέραν μου νερόν ψουμιν οτι είχαν εφφαα. Ετηλεφωνήσαν για οδηγίες. Είπαν τους να με πάρουν στη Μόρφου. Εβάλαν με σε έναν λαντρόβερ. Εφτάσαμεν εις το Νοσοκομείον. Εσάσαν μου τες πληγές.ήρτεν τζιαι ΑΣΤΥΝΟΜΊΑ ΝΑ ΠΚΙΆΕΙ ΚΑΤΆΘΕΣΗΝ. Ηβραν ΤΖΙΑΙ ΠΟΥ ΉΤΑΝ ΤΩΡΆ ΌΣΟΙ έζησαν του Μηχανικού πούταν μαζίν μου στην Λάπηθον. Ασυρματήσαν πως ήμουν ζωντανός. Την άλλην ημέραν επήραν με στο Στρατόπεδον. Εκάμαν χαράν μεάλην. Είχαν με για πεθαμένον. Τζιαμε έμαθα πόσοι πολλοι ελείπαν. Έχασα το φως μου. Έκλαψα. Για τα υπόλοιπα ξέρεις. Τους φίλους που κόμα κλαίω...
Β ΛΆΠΗΘΟΝ. Τζιαι την ήμισυν μου νιότην στες θάλασσες της Τζερύνειας.
2019